Ένα χρόνο μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης που έχει κηρύξει ο Ερντογάν έχει οδηγήσει σχεδόν 15.000 εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων στην απόλυση, στα πλαίσια της εκκαθάρισης του κρατικού μηχανισμού από συμπαθούντες ή μέλη του γκιουλενιστικού κινήματος, τις περισσότερες φορές με αστήρικτες κατηγορίες. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης αποτέλεσε, επίσης, μια καλή αφορμή για την περαιτέρω περιστολή των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, βάζοντας στο στόχαστρο ακτιβιστές και ακτιβίστριες που διεκδικούν το δικαίωμα στον κριτικό λόγο, αλλά και δημοσιογράφους με πιο πρόσφατο παράδειγμα την έκδοση ενταλμάτων σύλληψης 42 δημοσιογράφων μεταξύ των οποίων και η πρώην βουλεύτρια Ναζλί Ιλιτσάκ. Με συνεχείς πορείες και διαδηλώσεις, αλλά και με την εμβληματική απεργία πείνας της ακαδημαϊκού Νουριγιέ Γκιουλμέν και του δασκάλου Σεμίχ Οζακτσά με αίτημα να επαναπροσληφθούν, οι εκπαιδευτικοί κρατούν ζωντανό το κίνημα αντίστασης στη γειτονική χώρα. Με επίκεντρο την κατάσταση στην Τουρκία, αλλά και την επεκτεινόμενη άσκηση λογοκρισίας και ελέγχου στα ακαδημαϊκά ιδρύματα και στους πανεπιστημιακούς καθηγητές στην Ευρώπη και όχι μόνο (τα παραδείγματα της Ουγγαρίας και της Πολωνίας είναι χαρακτηριστικά) διοργανώνεται στο Μόναχο, στις 8-9 Δεκεμβρίου 2017 συνέδριο με θέμα την αναζήτηση τρόπων ανάλυσης και αντίστασης των πανεπιστημίων, των δικτύων τους και των συμμάχων τους στις κατασταλτικές πρακτικές και πολιτικές σε σχολεία και πανεπιστήμια και τίτλο «Ακαδημαϊκή Ελευθερία και Πολιτικές». Ο Χαλίς Γιλντιρίμ, καθηγητής του πανεπιστημίου του Μονάχου και η Τζούντιθ Μπάτλερ είναι μέλη της οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου.
Τη συνέντευξη πήρε ο Χαλίς Γιλντιρίμ
Οι γυναίκες στην Τουρκία βιώνουν μεγάλη καταπίεση (οι φόνοι γυναικών έχουν αυξηθεί εντυπωσιακά από την ανάληψη της κυβέρνησης από το AKP). Από την άλλη πλευρά είναι πολλές οι χειραφετημένες γυναίκες που ηγούνται κοινωνικών αγώνων, αψηφώντας την κρατική βία. Πώς προσλαμβάνεται η εξέλιξη αυτή στο εξωτερικό;
Δεν υπάρχει μια ενιαία αντίληψη. Ακόμα και στην αμερικανική και ευρωπαϊκή Αριστερά κάποιοι δίνουν μεγάλη σημασία σε όσα συμβαίνουν στην Τουρκία, ενώ άλλοι όχι. Πρέπει να δώσουμε στους ανθρώπους από διάφορα μέρη του κόσμου να καταλάβουν ότι το καθεστώς του Ερντογάν μετατρέπεται σε ολοκληρωτικό, κηρύσσοντας τον πόλεμο στους Τούρκους, τιμωρώντας τον ελεύθερο διάλογο, την κριτική και την άσκηση αντιπολίτευσης, μέσω των απολύσεων δημοσίων υπαλλήλων —συμπεριλαμβανομένων δασκάλων και καθηγητών—, μέσω της κράτησης, των βασανισμών, της άρνησης εξόδου από τη χώρα και της οικονομικής εξουθένωσης σε όσους ασκούν κριτική στην κυβέρνηση. Ο Ερντογάν, όντως, εκλέχθηκε, αλλά χρησιμοποίησε την εκλογή του για να επεκτείνει τις αρμοδιότητές του, να αμφισβητήσει τη διάκριση εξουσιών, να ελέγξει τη δικαστική εξουσία και να επιβάλει δια της βίας λογοκρισία στο λαό. Όσο το κράτος έκτακτης ανάγκης κανονικοποιείται, οι κοινωνίες —κάποτε δημοκρατικές— μετατρέπονται ολοταχώς σε ολοκληρωτικές.
Βλέπουμε, επίσης, πολύ καθαρά πώς ο Ερντογάν χρησιμοποιεί την κρίση των προσφύγων ως απειλή για την Ευρώπη, στην οποία δεν έχει πλέον ανάγκη να ανήκει: προσπαθεί να ελέγξει την ΕΕ, απειλώντας ότι θα την πνίξει στους πρόσφυγες. Ο πόλεμος εναντίον των Κούρδων περνάει απαρατήρητος, αλλά γνωρίζουμε ότι ένα ισχυρό φεμινιστικό και ΛΟΑΤΚΙ τουρκικό κίνημα αντιστέκεται στη στρατιωτικοποίηση του κράτους και στην εργαλειακή αξιοποίηση των προσφύγων της Συρίας, ώστε να αποσπάσει ο Ερντογάν τις επιθυμητές συμφωνίες από την ΕΕ. Αυτά τα κινήματα συμπεριλαμβάνουν όσους αντιστέκονται στη βία κατά των γυναικών, όσους επιθυμούν οι δρόμοι να είναι ασφαλείς για τις γυναίκες και τα τρανς άτομα, και καταφανώς συνδέονται με όσους αντιστέκονται στην ιδιωτικοποίηση του νερού, της γης και των δασών. Υπάρχει, επομένως, εδώ και πολύ καιρό μια ισχυρή συμμαχία, που δεν σχετίζεται με τον γκιουλενισμό, η οποία αντιστέκεται στους βάρβαρους περιορισμούς που επιβάλλονται στα κουρδικά χωριά και σε ιστορικές κουρδικές πόλεις, και στη βία που ασκείται στους Κούρδους, τη γη τους και την πολιτισμική τους κληρονομιά. Ο Ερντογάν, φυσικά, έχει ένα πρόβλημα, αφ’ ης στιγμής οι Κούρδοι πολεμούν το ΙΚΙΣ —και το κάνουν πολύ καλά— κάτι που κάνει και ο ίδιος, αναζητώντας συμμάχους στο αγώνα αυτό. Το κίνημα αντίστασης, ωστόσο, οφείλει να λειτουργήσει σε πολλά, διαφορετικά επίπεδα. Και το δίκτυο υποστήριξης είναι βέβαιο ότι μεγαλώνει.
Το τούρκικο κοινοβούλιο θα απαγορεύσει στους αξιωματούχους κάθε αναφορά στο Κουρδιστάν και στη γενοκτονία των Αρμενίων». Μήπως η Τουρκία παραδέχεται έτσι το φόβο της;
Έχει ενδιαφέρον να μάθουμε γιατί το κάνει. Πιστεύει ότι θα εξαλείψουν μια ιστορική αλήθεια, αν απαγορεύσει κάθε αναφορά στην γενοκτονία των Αρμενίων; Ή αν απαγορεύσει την αναφορά στο Κουρδιστάν, πιστεύει ότι θα εμποδίσει την πορεία του κουρδικού κινήματος προς ένα αυτόνομο κράτος, προς την πραγμάτωση της πολιτικής ελευθερίας μέσω του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης; Η απαγόρευση, ωστόσο, πρέπει να ονοματίσει το αντικείμενό της, και μ’ αυτό τον τρόπο φέρνει στο προσκήνιο τόσο τη γενοκτονία όσο και το κουρδικό κράτος. Η άρνηση φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα. Έχεις, όμως, δίκιο: βλέπουμε το φόβο να παίρνει μορφή μέσω της απαγόρευσης. Η απαγόρευση σημαίνει ότι το κράτος θα τιμωρήσει όποιον προσπαθεί να αναγνωρίσει την γενοκτονία των Αρμενίων ή το κράτος του Κουρδιστάν. Αυτό που στην αρχή φαίνεται ως απαγόρευση είναι τελικά απειλή. Και μπορούμε να καταλάβουμε από τις πρόσφατες συλλήψεις και απολύσεις ότι η τιμωρία θα είναι μεγάλη.
Οι πανεπιστημιακοί απειλούνται σε Τουρκία, Ουγγαρία και Ινδία. Συμβαίνει το ίδιο και στις ΗΠΑ του Τραμπ;
Πρόκειται για διαφορετικές περιστάσεις, αλλά υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά. Στην Ουγγαρία, υπάρχει ένας έντονος αντιακαδημαϊσμός και ένας φόβος ότι οι ξένοι φοιτητές και καθηγητές, και τα διεθνή κέντρα, όπως το Πανεπιστήμιο της Κεντρικής Ευρώπης, θα απειλήσουν τις αξίες του έθνους ή θα προκαλέσουν κοινωνικά και πολιτικά κινήματα που θα αμφισβητήσουν τον αυταρχικό χαρακτήρα της κυβέρνησης του Ορμπάν. Το ίδιο συμβαίνει και στην Πολωνία. Στην Ινδία είναι προφανές ότι όσοι αμφισβητούν στην πράξη τον εθνικισμό των Χίντου υποφέρουν και ότι τόσο εφημερίδες όσο και διανοητές λογοκρίνονται με βάση τις πολιτικές τους απόψεις. Οι χιλιάδες των πολιτών που έχουν χάσει τις θέσεις τους λόγω των πολιτικών τους πεποιθήσεων στην Τουρκία μπορεί να παρακινήσει κυβερνήσεις άλλων κρατών να εφαρμόσουν παρόμοιες πολιτικές σε ακαδημαϊκούς και δημοσιογράφους επικαλούμενες την ασφάλεια. Στις ΗΠΑ φαίνεται ότι η υποστήριξη των παλαιστινιακών δικαιωμάτων μπορεί να κοστίσει σε κάποιον τη δουλειά του. Αν εγκριθεί το νέο σχέδιο νόμου που ποινικοποιεί την υποστήριξη της επιβολής κυρώσεων στο Ισραήλ τότε πολλοί από μας θα είμαστε πιθανά θύματα φυλάκισης. Ωστόσο, η τιμωρία ανθρώπων για τις πολιτικές τους απόψεις δεν είναι κάτι νέο για τις ΗΠΑ. Η προσπάθεια να αμαυρωθεί τo κίνημα «Black Lives Matter» ως τρομοκρατική οργάνωση ακολουθεί μια μεγάλη παράδοση ποινικοποίησης όσων επιδιώκουν τη φυλετική δικαιοσύνη στις ΗΠΑ. Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι ιδέες ακόμα θεωρούνται επικίνδυνες, ειδικά όταν ομολογούνται και διαδίδονται. Και αυτό σημαίνει ότι οι βασικές ελευθερίες θεωρούνται πλέον επικίνδυνες από όσους έχουν τη δύναμη να επιβάλουν λογοκρισία ή να εφαρμόσουν βάναυσες μορφές τιμωρίας. Μπορεί να έχουμε διαφορετικές αντιλήψεις, αλλά πρέπει να έχουμε το δικαίωμα του διαλόγου αν ζούμε σε δημοκρατία. Μια δημοκρατία χωρίς το δικαίωμα της διαμαρτυρίας ή της διαφωνίας δεν είναι δημοκρατία.
Μετάφραση: Πέτρος Κοντές
Πηγή: Η Εποχή