Ό,τι και να διαβάζετε ή να ακούτε, κανένας παγκοσμίως δεν έχει σαν στόχο πλέον την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής. Η κλιματική αλλαγή είναι ήδη συντελεσμένη, κλειδωμένη για το μέλλον του πλανήτη μας και μη-αποτρέψιμη. Οι λιωμένοι πάγοι της Αρκτικής, η τακτική πλέον εμφάνιση άλλοτε «ακραίων» φαινομένων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, τα ιστορικά ρεκόρ καταγεγραμμένων θερμοκρασιών που έσπασαν ανά τη Γη μέσα στη δεκαετία που μας πέρασε, το επιβεβαιώνουν. Το επιβεβαιώνουν ακόμη, οι εκθέσεις των στρατιωτικών και των κρατικών υπηρεσιών στις ΗΠΑ και στην Κίνα. Το αποδεικνύουν μικρά πράγματα, όπως οι μεταβολές στον παγκόσμιο χάρτη παραγωγής κρασιού.
Κανένας δεν προσπαθεί να αποτρέψει την κλιματική αλλαγή, λοιπόν. Η συζήτηση δεν αφορά την αποτροπή αλλά:
- την άμβλυνση της έντασης της κλιματικής αλλαγής, άρα και την οξύτητά της, με την ελπίδα πως δεν θα ξεπεράσουμε έτσι κάποιο, αβέβαιο ακόμα, κρίσιμο θερμοκρασιακό ή ατμοσφαιρικό / ωκεανολογικό κατώφλι, που θα μεταφέρει όλους εμάς τους γήινους σε ένα κόσμο Mad Max,
- τη διαχείριση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής και άρα την προσαρμογή σε αυτές και την προετοιμασία για τις κάθε είδους κρίσεις που τις συνοδεύουν.
Αντικείμενο των συμφωνιών που έχουν υπογραφεί, τηρηθούν ή μη, και των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί είναι ο περιορισμός της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας στον πλανήτη προκειμένου να μην ξεπεράσει τους 2°C, και ιδανικά να περιοριστεί στον 1,5°C πάνω από τον προβιομηχανικό μέσο όρο. Σήμερα η μέση παγκόσμια θερμοκρασία βρίσκεται 0,9°C πάνω από την τιμή αναφοράς αυτή, όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 1.
Ο στόχος της συμφωνίας του Παρισιού, να διατηρηθεί η αύξηση της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας κάτω από 2°C μέχρι το τέλος του αιώνα, μοιάζει εξαιρετικά δύσκολος να επιτευχθεί. O Παγκόσμιος Οργανισμός Μετεωρολογίας ήδη προβλέπει πως, ακόμη και αν τηρηθούν οι δεσμεύσεις του Παρισιού, η αύξηση της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας θα φθάσει στο τέλος του αιώνα στους 3-5°C, με βιβλικά καταστροφικές συνέπειες. Τα σενάρια προσομοίωσης εκείνα που δείχνουν – οριακή – επίτευξη του στόχου των 2°C βασίζονται αφενός σε εξωπραγματικές παραδοχές για τους ρυθμούς αύξησης της ενεργειακής αποδοτικότητας παγκοσμίως, και αφετέρου στον συνυπολογισμό αβέβαιων, στην καλύτερη περίπτωση, τεχνολογιών δέσμευσης, αποθήκευσης και εκ νέου χρησιμοποίησης ατμοσφαιρικού άνθρακα. Οι απραγματοποίητες προς το παρόν αυτές τεχνολογίες στα περισσότερα σενάρια που έχουν εκπονηθεί για τη μελέτη της πορείας του κλίματος με βάση το Παρίσι, θεωρούνται συντελεσμένες, και χωρίς αυτές δεν επαληθεύονται μοντέλα στα οποία η παγκόσμια θερμοκρασία παραμένει κάτω από το +2°C. Η μόνη μέθοδος απορρόφησης του ατμοσφαιρικού άνθρακα, που ξέρουμε πως αποδίδει, είναι η αύξηση της παγκόσμιας δασοκάλυψης. Για να υπάρξει λοιπόν αποτροπή αύξησης της θερμοκρασίας πέραν των 2°C, θα πρέπει ο παγκόσμιος ισολογισμός εκπομπών άνθρακα να μηδενιστεί μέσα στα επόμενα 20-30 χρόνια. Μια τέτοια θεμελιώδης μετάβαση, παγκοσμίως συντονισμένη, θα ήταν χωρίς ιστορικό προηγούμενο και θα οδηγούσε στη δραστική μεταβολή του παγκόσμιου συστήματος και της οργάνωσης της υλικής παραγωγής στον πλανήτη.
Ένας από τους λόγους που το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής προκαλούσε ανακλαστικά άρνησης στις παγκόσμιες ελίτ και τα κόμματα που τις εκφράζουν, ήταν πως η ορατή, αποτρεπτική στρατηγική για την αντιμετώπισή της ήταν εξισωτική και ενάντια στην λογική της αενάου οικονομικής μεγέθυνσης. Αν θεωρήσουμε ως μέτρο της ανθρώπινης ευμάρειας το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ), βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πρόβλημα: τη «σύζευξη» της πορείας του ΑΕΠ με την κατανάλωση ενέργειας – και τη σύζευξη της κατανάλωσης ενέργειας με την παραγωγή αερίων θερμοκηπίου. Υπάρχουν σίγουρα βελτιώσεις της ενεργειακής απόδοσης στην παραγωγή και την κατανάλωση ενέργειας σήμερα. Αλλά είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η αποσύζευξη θα είναι επαρκής σε παγκόσμιο επίπεδο και αρκετά ταχεία ώστε να αποτραπούν τα χειρότερα. Το αντίθετο το ζήσαμε: στην Ελλάδα η μείωση της παραγωγής αερίων του θερμοκηπίου προκλήθηκε ευθέως από τη μείωση της ζήτησης για ενέργεια, που ήταν το αποτέλεσμα της κατάρρευσης της οικονομίας με την κρίση και το πακέτο λιτότητας που τη συνόδευσε, όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 2.
Η εξέλιξη των παγκόσμιων εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα (CO2) όπως φαίνονται στο Διάγραμμα 3 εικονογραφούν την αναποτελεσματικότητα των μέτρων που έχουν ληφθεί για τον περιορισμό τους.
Δεν είναι σκοπός του παρόντος άρθρου να αναλύσει τις προβλέψεις του Διεθνούς Πάνελ για την Κλιματική Αλλαγή του ΟΗΕ, ούτε να συνοψίσει τις εκατοντάδες ανεξάρτητες μεταξύ τους έρευνες που δείχνουν πως οι κλιματικές καταστροφές μέχρι στιγμής ξεπερνούν τα μετριοπαθή σενάρια των κλιματικών μοντέλων των προηγούμενων δεκαετιών ή πως, ειδικά στους πόλους αυτή τη στιγμή, η ταχύτητα με την οποία συντελείται η μεταβολή είναι στην κυριολεξία τρομακτική.
Θα εστιάσουμε στο θέμα της «προσαρμογής» στην ήδη παρούσα πλανητική κλιματική αλλαγή και στα σενάρια διαχείρισής της. Η προσαρμογή αυτή συνιστά άλλωστε το νέο κεντρικό πεδίο πολιτικής διεκδίκησης και μάχης, το οποίο θα κρίνει, στην κυριολεξία, την πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού πάνω στη Γη.
Η ενδεδειγμένη αντιμετώπιση της κρίσης έχει υποδειχθεί από πολλές πηγές: παγκόσμια συνεργασία και μεταφορά πόρων/τεχνογνωσίας από τον Πρώτο Κόσμο στον Τρίτο, αναδιανομή πλούτου σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, μετάβαση από ιδιωτικά σε κοινά δημόσια αγαθά, κεντρικός σχεδιασμός της ενεργειακής διαχείρισης και της διαχείρισης υδάτινων και φυσικών πόρων, κεντρικός εθνικός και υπερεθνικός συντονισμός ενός διεθνούς σχεδίου άμβλυνσης και προσαρμογής. Αυτή η αντιμετώπιση προκύπτει ως ηθικό καθήκον και από τη δυσανάλογη επίπτωση που η κλιματική αλλαγή έχει ήδη στον αναπτυσσόμενο κόσμο, η οποία πρόκειται να επιδεινωθεί. Αλλά προκύπτει και από το γεγονός ότι πρόσφατη έρευνα αποκάλυψε πως την περίοδο 1988-2017, 100 ιδιωτικές και δημόσιες εταιρείες ήταν υπεύθυνες για την παραγωγή του 71% των συνολικών εκπομπών άνθρακα στον πλανήτη μας, 25 εταιρείες υπεύθυνες για το 50%. Προκύπτει τέλος και από την εσωτερική σε κάθε χώρα κατανομή της ευθύνης για την εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου. Την επισημαίνει άλλωστε ο Thomas Piketty στη Monde, καθώς καλεί τα πράσινα κόμματα της Ευρώπης να στραφούν αριστερά:
«…Γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρο πως η επίλυση της κλιματικής πρόκλησης δεν θα είναι εφικτή χωρίς ένα ισχυρό κίνημα στην κατεύθυνση της συμπίεσης των κοινωνικών ανισοτήτων σε όλα τα επίπεδα. Δεδομένου του σημερινού μεγέθους της ανισότητας, η πορεία προς ενεργειακή λιτότητα θα παραμείνει ευσεβής πόθος. Κατ’ αρχάς επειδή οι εκπομπές άνθρακα είναι εξαιρετικά συγκεντρωμένες στους πλουσιότερους. Σε παγκόσμιο επίπεδο το πλουσιότερο 10% είναι υπεύθυνο για σχεδόν τις μισές εκπομπές και το πλουσιότερο 1% μόνο του εκπέμπει περισσότερο άνθρακα από το φτωχότερο μισό του πλανήτη. Μια δραστική μείωση της αγοραστικής δύναμης των πλουσιοτέρων θα είχε από μόνη της σημαντική επίδραση στην μείωση των εκπομπών σε παγκόσμιο επίπεδο.
Είναι επιπλέον δύσκολο να δει κανείς πώς η μεσαία και η εργατική τάξη των πλουσιότερων χωρών αλλά και των αναπτυσσόμενων θα αποδεχόντουσαν αλλαγές στον τρόπο ζωής τους (κάτι που θα ήταν όμως απαραίτητο) χωρίς απόδειξη ότι οι πλουσιότεροι συμμετέχουν και αυτοί στις θυσίες…».
Αν επικρατήσουν αυτές οι αρχές, η άμβλυνση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και η δημοκρατική και συναινετική κοινωνικοοικονομική προσαρμογή ενδέχεται να αποδειχθούν εφικτές. Πιθανότατα σε μια τέτοια πορεία θα πρέπει να ξεχάσουμε την ιδέα της αενάου και της «αειφόρου» ανάπτυξης και να στοχεύσουμε σε σταθερό ΑΕΠ: ακόμα και το Green New Deal, που προτείνεται εξ αριστερών, δημιουργεί ψευδαισθήσεις για τα όρια της αποσύζευξης που προαναφέραμε, ενώ απαιτεί εξορυκτικό οργασμό εκσκαφής τεραστίων ποσοτήτων πρώτων υλών, κρίσιμων για τις υποδομές των ήπιων μορφών ενέργειας. Χαρακτηριστικά, η ζήτηση για τελλούριο, που χρησιμοποιείται στα ηλιακά πάνελ, θα υπερβεί του χρόνου τον παγκόσμια εξορυσσόμενο όγκο του. Τα ορυχεία μάλιστα αυτά (λιθίου, κοβαλτίου, βηρυλλίου κ.τ.λ) βρίσκονται συνήθως σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, κατά τρόπο ειρωνικό με καταστροφικές για το περιβάλλον συνέπειες και υπό άθλιες εργασιακές συνθήκες, διαιωνίζοντας έτσι τη σχέση εκμετάλλευσης του καπιταλιστικού κέντρου με τις χώρες της περιφέρειας.
Αν δεν γίνουν αυτά, αν δεν επικρατήσει κινηματικά και διεθνώς ένα τέτοιο αίτημα, τα πράγματα θα εξελιχθούν μάλλον αλλιώς:
Σε 20 χρόνια το πολύ, η μεταβολή του παγκόσμιου κλίματος θα έχει ενταθεί τόσο, ώστε μπροστά σε τρομακτικά και όλο συχνότερα καιρικά ακραία φαινόμενα και υδρολογικές μεταβολές, θα υπάρξει σαφής απαίτηση «από τα κάτω» για την αντιμετώπισή τους. Η κλιματική κρίση, που έχει ήδη ξεσπάσει, θα γίνεται όλο και πιο αισθητή. Θα έχουν ξεκινήσει περιφερειακές συγκρούσεις για τον έλεγχο υδάτινων πόρων και πρώτων υλών. Περιοχές του κόσμου που βρίσκονται ήδη σήμερα σε κρίση εξαιτίας των αποτελεσμάτων της κλιματικής αλλαγής, όπως η Μέση Ανατολή, η Αφρική, η Ινδική Χερσόνησος, κλπ. θα βρεθούν σε μόνιμη κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Αυτό θα έχει παγκόσμιες συνέπειες. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, μόνο η ένταση της λειψυδρίας θα έχει οδηγήσει μέχρι το 2030 στην «κλιματική προσφυγιά» από 24 μέχρι 700 εκατομμύρια ανθρώπους. Στην Ινδία υπάρχουν ήδη περί το 1,5 εκατομμύριο εσωτερικοί κλιματικοί πρόσφυγες, ενώ στο Μπανγκλαντές άλλοι τόσοι. Η κλιματική διαταραχή αναμένεται να προκαλεί μείωση της παραγωγής τροφίμων παγκοσμίως κατά 2 με 6% ανά δεκαετία μέχρι το τέλος του αιώνα – περίπου 50% συνολικά! Αντιμέτωπος με τεράστια κύματα απελπισμένων, με την υδατική, διατροφική και ενεργειακή κρίση να τον πλήττουν, ο ανεπτυγμένος κόσμος θα κληθεί να προσαρμοστεί και να αποτελέσει το καταφύγιο των προσφύγων αυτών. Για τους πρόσφυγες δεν θα υπάρχει προσαρμογή.
Έχουμε δει και στη χώρα μας πως η κρίση, κάθε κρίση, ακόμα και η κλιματική κρίση λοιπόν, είναι «ευκαιρία» για κάποιους. Όπως και σε όλα τα θέματα περιβάλλοντος, έτσι και στο κλίμα, η νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης κατασκευάζει νέες «επιχειρηματικές ευκαιρίες» και επινοεί μια γλώσσα «πράσινης βιωσιμότητας». Όχι σαν εργαλεία αντιμετώπισης της πραγματικής κρίσης, αλλά είτε σαν ιδεοληπτικές αυταπάτες, είτε σαν μηχανισμούς επικοινωνιακής, προσχηματικής επίκλησης σε ένα πανανθρώπινο αγαθό, προκειμένου να κατασκευαστεί ένα αφήγημα που θα υπερασπίζεται και θα ενισχύει τα προνόμια των ελίτ μέσα στο πλαίσιο της κρίσης. Είναι η αντίληψη που είναι κυρίαρχη σήμερα, μια και ακόμα και η διαδικασία που κατέληξε στη συμφωνία του Παρισιού ήταν υπό τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία. Στο πλαίσιο αυτό:
- οι πολίτες μαθαίνουν πως «είναι στο χέρι τους να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή» (με τις κατάλληλα προσεγμένες καταναλωτικές επιλογές τους),
- οι μηχανισμοί που στήνονται έχουν σαν κέντρο την ιδέα των αγορών και δημιουργούν τεράστιες ευκαιρίες τζόγου, αλλά και απάτης, μέσω του χρηματιστηρίου των περίφημων «αδειών ρύπων» – αναποτελεσματικού ως προς τον υποτιθέμενο ρόλο μείωσης των εκπομπών ατμοσφαιρικού άνθρακα,
- παρ’ ότι είναι σαφές πως σε κατεπείγουσες συνθήκες και με ανάγκη για ταχεία και συντονισμένη δράση προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, η κρατική / δημόσια / συγκεντρωτική επιλογή για την ενεργειακή διαχείριση είναι μονόδρομος, η εμμονή στην ηγεμονική θέση ιδιωτικών εταιρειών στη διαχείριση τις κλιματικής κρίσης εισάγει επιτελικούς συνεργάτες με άλλου είδους προτεραιότητες και όχι το δημόσιο συμφέρον,
- οι μηχανισμοί συνδρομής και δωρεάν διάχυσης ενεργειακών καινοτομιών στις φτωχότερες χώρες απουσιάζουν.
- «όλες» οι χώρες θεωρούνται περίπου συνυπεύθυνες για τον περιορισμό των αερίων θερμοκηπίου, ανεξαρτήτως ιστορίας, οικονομικής θέσης, όγκου παραγωγής αερίων θερμοκηπίου σήμερα και σωρευτικά κλπ…
Πιθανή ηγεμονία της νεοφιλελεύθερης αντίληψης διαχείρισης της κλιματικής κρίσης, δεν προοιωνίζει λοιπόν την αποτελεσματική αντιμετώπιση και τη μετρίαση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, που πάντα θα είναι υπό την αίρεση της ιδιωτικής κερδοφορίας, και της προστασίας των αγορών. Η προσαρμογή σε μια τέτοια εξέλιξη θα είναι επεισοδιακότερη. Η πιθανότερη εκδοχή θα είναι η δημιουργία – με συναίνεση μεταξύ των ελίτ ή με την επικράτηση της υπερδύναμης – ενός «σιδηρού» Green Deal, μιας «πράσινης επιβολής», που θα αντλεί τις εξουσίες της από την πλανητική κατάσταση εξαίρεσης που θα έχει κηρύξει. Ένα τέτοιο καθεστώς θα διαφυλάξει με τη βία τις ανισότητες που θα διευρύνονται, θα διατηρεί τα προνόμια των ελίτ και θα επιβάλει σκληρή ενεργειακή λιτότητα παγκοσμίως για τους πληβείους, μέσα σε ένα περιβάλλον κρατικών καταρρεύσεων, μαζικής προσφυγιάς και πολεμικού πανικού ανά τον κόσμο. Ενδεχομένως μέσα στο όλο και λεπτότερο θεσμικό κέλυφος μιας τύποις δημοκρατίας.
Το δυστοπικό αυτό σενάριο δεν είναι επιστημονική φαντασία, αλλά πιθανή κατάληξη ενός παγκόσμιου συστήματος συμφερόντων που προτιμά να καεί ο κόσμος γύρω του, παρά να παραδώσει ένα έστω και μικρό μερίδιο συναπόφασης και πλούτου στους φτωχούς. Στο σενάριο αυτό, δεν είναι καθόλου σίγουρο πως η κλιματική καταστροφή έχει ορατό τέλος…
Ο Μιχάλης Παναγιωτάκης είναι αναλυτής διαδικτύου και δημοσιογράφος
Πηγή: Δημοσιογραφία