Τι θα ’λεγε, αλήθεια, ο αστός φιλόσοφος, πασίγνωστος για τον αντιπολεμικό ακτιβισμό του, Μπέρτραντ Ράσελ, διαβάζοντας την πολεμική ρητορεία στην αρθρογραφία του πρόεδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ;
Πώς θα ’νοιωθε ο διανοητής που έμεινε έξι μήνες φυλακή στα 18 με την κατηγορία ότι υποκινούσε άρνηση στράτευσης κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και συνελήφθη και στα 89 του χρόνια για συμμετοχή σε καθιστική διαμαρτυρία εναντίον των πυρηνικών;
Τι θα επιχειρούσε ο δάσκαλος του Βιτγκενστάιν, ο νομπελίστας για τον ανθρωπισμό του, που πρωτοστάτησε στην Εκστρατεία για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό και διακήρυξε την ανεκτικότητα ως «απολύτως ζωτικής σημασίας για τη συνέχιση της ανθρώπινης ζωής σ’ αυτόν τον πλανήτη»;
Τι γνώμη θα σχημάτιζε για τους διανοούμενους της εποχής τού τέλους των ουτοπιών, της εποχής της ηγεμονίας της ένοπλης ειρήνης;
“…Οι πύραυλοι που κρέμονται από μια τρίχα, τα αεροπλάνα που περιπολούν κουβαλώντας υδρογονικές βόμβες, τα ραντάρ που υπόκεινται διαρκώς σε λάθη, οι φανατικοί που ελέγχουν το Πεντάγωνο, αυτές είναι οι πηγές της αγωνίας μας, που παρέχουν τη στατιστική βεβαιότητα ότι οι άνθρωποι θα υποστούν μαρτυρικό θάνατο ενώ οι μανδαρίνοι και οι πεισματικά αδιάφοροι τραβάνε τον κολασμένο δρόμο τους…”, έγραφε ο Ράσελ τον Δεκέμβρη του 1961. Και μάλλον συμφωνούσε με τον Πρώσο στρατιωτικό, Καρλ Φίλιπ Γκότλιμπ φον Κλάουζεβιτς, και θεωρητικό του πολέμου ο οποίος ορίζει τον πόλεμο «σύγκρουση μεγάλων συμφερόντων ρυθμισμένη με αίμα».
Αλλά στην εποχή της ένοπλης, ιμπεριαλιστικής ειρήνης, όταν οι πολεμικές συρράξεις ανά τον πλανήτη αποτελούν κομμάτι της καπιταλιστικής κανονικότητας, οι αγοραπωλησίες όπλων κομμάτι της οικονομικής δραστηριότητας και τα εκατομμύρια των νεκρών και των προσφύγων αυτονόητα, ο ανθρωπότυπος του Ράσελ έχει σχεδόν αφανιστεί. Όχι φυσικά επειδή αποτελούσε μιαρό πρότυπο διεθνιστή κομμουνιστή αλλά επειδή αποτελούν επικίνδυνες υποθέσεις ακόμα και όσοι αστοί παρεξέκλιναν.
Επειδή όμως ο «πόλεμος είναι μια απλή συνέχιση της πολιτικής μ’ άλλα μέσα», επειδή είναι «μια πράξη βίας, προορισμένη να καταναγκάσει τον αντίπαλο να εκτελέσει τη θέληση μας» (Κλάουζεβιτς), το σημερινό υπόδειγμα του Ευρωπαίου αξιωματούχου δηλώνει πως αν η Ευρώπη θέλει ειρήνη, πρέπει να προετοιμαστεί για πόλεμο. Και αντί να καλέσει τις κυβερνήσεις να χρησιμοποιήσουν κάθε διαθέσιμο πόρο εναντίον της φτώχειας και των ανισοτήτων, καλεί την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων να τροποποιήσει τους μηχανισμούς της ώστε να μπορεί να υποστηρίζει την αμυντική βιομηχανία. Το εμπόριο όπλων δηλαδή.
Η «οικονομία πολέμου» του Σαρλ Μισέλ δεν είναι παρά «ο κολασμένος δρόμος» του Ράσελ ο οποίος γίνεται πια η επίσημη, κυρίαρχη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Λιγότερο από τρεις μήνες πριν από τις ευρωεκλογές, με τη διαφαινόμενη άνοδο των ακροδεξιών εθνικιστικών κομμάτων, ο πολεμοκάπηλος λόγος έχει ήδη αντικαταστήσει κάθε εναπομείναντα πασιφισμό. Οι ειρηνόφιλες ιδέες αντίκεινται στον καπιταλιστικό ρεαλισμό της ευρωπαϊκής συνθήκης, όπως εξάλλου και κάθε τι άλλο οραματικό, στην κατεύθυνση της συμφιλίωσης των λαών, της κοινωνικής ισότητας ή της διεθνιστικής αλληλεγγύης.
Μπιζνες ας γιούζουαλ, επικίνδυνες ιδεοληψίες, λανθασμένες εκτιμήσεις ή όλα μαζί ταυτόχρονα; Ό,τι και να συμβαίνει, η Ευρώπη ως εργαστήρι της πρωτοπορίας της νόησης, ως χωνευτήρι των αντιθέσεων, ως χώρος των κινημάτων της εμπράγματης δημοκρατίας, περιέπεσε σε αφλογιστία. Ένα ακόμα παγκόσμιο μακελειό δεν αποτελεί μοναχά φαντασίωση των απαισιόδοξων. Είναι μια εκδοχή της πραγματικότητας, ένα αναμενόμενο συμβάν.
Μένει να αντιδράσουν οι λαοί.
Κατέ Καζάντη