Είχε πάντα η Αριστερά τις συμπάθειές της στην κοινωνία, και δη στους όμορους χώρους, ακόμα και στους πιο δίσεκτους καιρούς: ήδη από τη μετεμφυλιακή εποχή, όταν η κραταιά, επάρατος Δεξιά εδίωκε όχι μοναχά τους/τις κομμουνιστές/στριες αλλά και τους λεγόμενους συνοδοιπόρους, εκείνους που έβλεπαν με συμπάθεια τις ιδέες της Αριστεράς και στέκονταν απέναντι στον αυταρχισμό της φιλελεύθερης αντικομμουνιστικής υστερίας – και ήταν αρκετοί. Κομμουνιστές/στριες βέβαια δεν γίνονταν, αλλά τούτο, συχνά, ήταν άνευ σημασίας. Διότι έβαζαν την ενότητα του λαϊκού κινήματος και τα ιδεώδη της Αριστεράς πάνω από τις δικές τους, θεωρητικές ή άλλες, διαφωνίες. Και δεν είχαν, φυσικά, καμιά επιθυμία να αλλοιώσουν τη φυσιογνωμία της.
Αλλά στα κατοπινά χρόνια, μετά την πτώση του “υπαρκτού”, αν και κάποιοι αναγνώριζαν ακόμη την εξ αντανακλάσεως συνεισφορά του ιδεώδους της Αριστεράς στην ευζωία του μέσου Δυτικού ανθρώπου, οι περισσότεροι, συμπαρασυρόμενοι από τη γενική ανυποληψία του καθεστώτος, συνυπέργαψαν το τέλος της Ιστορίας. Ήταν όλοι εκείνοι που περιέπαιζαν, άλλοτε με αγαθές προθέσεις κι άλλοτε όχι, τους ελάχιστους/ες, κολλημένους/ες, ανεπίδεκτους/ες στην πρόοδο της κοινωνίας, μαζί δηλαδή και το διαβόητο 3% της ανανεωτικής Αριστεράς.
Δοκιμασμένες και αποτυχημένες τακτικές
Επειδή όμως η Ιστορία δεν είναι αφήγηση ούτε διαδικασία δίχως υποκείμενα, όταν, κατά την πρόσφατη κρίση του συστήματος, επανήλθε ως πρόταγμα η αριστερή διακυβέρνηση, πολλοί εκ των “ανανήψαντων” επανήλθαν κατόπιν ανοιχτής πρόσκλησης. Δεν συστρατεύτηκαν, όμως, μαζί με τον λαό, ο οποίος προσήλθε κατ’ αρχάς διά της ψήφου του και από τα κάτω, αλλά κατέλαβαν, με συνοπτικές διαδικασίες (κοπτάτσιες, όπως λέγεται, στην παλιά γλώσσα), αριστίνδην θέσεις και αξιώματα.
Παρ’ όλα αυτά, η αμφισβητούμενη χρησιμότητα να προτάσσεις, επί παραδείγματι, ως προοδευτικό νεωτερισμό τη συμμετοχή ανθρώπων που διετέλεσαν υπουργοί, στελέχη κ.ο.κ. στις κυβερνήσεις του απαξιωμένου στις συνειδήσεις πάλαι ποτέ σοσιαλδημοκρατικού ΠΑΣΟΚ ή στη συγκυβέρνησή του με τη Ν.Δ. τη μνημονιακή περίοδο δεν είναι, ίσως, το μείζον. Να υφίστασαι ιδεολογικές μετατοπίσεις, να διολισθαίνεις σε δοκιμασμένες, και αποτυχημένες, τακτικές, τούτο είναι το χειρότερο. Όχι διότι η Αριστερά δεν είναι συμπεριληπτική -αυτό είναι βασικό ιδιοσυστατικό της- και δεν αντέχει τις διευρύνσεις. Ούτε διότι οι πρώην σύντροφοι, κατόπιν “ανανήψαντες” κι έπειτα πάλι σύντροφοι, δεν μπορούν να φανούν χρήσιμοι στους λαϊκούς αγώνες. Τουναντίον.
H έννοια της “προόδου”
Είναι διότι, καιρό τώρα, στον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. η ιδεολογική διολίσθηση δεν επιτρέπει πια την ουσιαστική ανανέωση. Προτάσσονται, έτσι, ως τάχατες προοδευτικά μοντέλα όλα εκείνα τα οποία, ήδη ενσωματωμένα στα κόμματα του αστικού εκσυγχρονισμού, πάλιωσαν και χρήζουν δραστικών αλλαγών. Ας πούμε, από μόνη της η έννοια της προόδου στην οποία κεντρικά, γύρω από τον σ. πρόεδρο Αλέξη Τσίπρα, στελέχη εστιάζουν και η οποία εκτόπισε τον όρο Αριστερά, είναι μια έννοια προβληματική, μη επαρκώς νοηματοδοτημένη. Κι επειδή είναι έτσι κι αλλιώς στενά συνδεμένη με την αστική αντίληψη για την κοινωνική εξέλιξη, τούτη επικαλείται και ο κατεξοχήν αντίπαλος, η Ν.Δ. Η οποία ενίοτε αποδεικνύει τον προοδευτισμό της σε ζητήματα που άπτονται του αστικού εκσυγχρονισμού – μοριοδότηση ΛΟΑΤΚΙ, δηλώσεις Μιχαηλίδου για την “αδικία” στην τεκνοθεσία για τα ομόφυλα ζευγάρια κ.ο.κ. Στον προοδευτικό χαρακτήρα της η Ν.Δ. εντάσσει κι όλες εκείνες τις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, όπως λ.χ. την ιδιωτικοποίηση του νερού, του ρεύματος, της Υγείας, της Παιδείας κ.ο.κ. Προοδευτικότητα θεωρεί τον δραστικό περιορισμό του κράτους, την εισβολή του κεφαλαίου -όρος που αντικαταστάθηκε με τον διαβόητο “ιδιωτική πρωτοβουλία”-, προοδευτικότητα θεωρεί τις συμπράξεις ιδιωτικού και δημόσιου τομέα -με τινές των αριστερών να τσιμπάνε σε τούτο-, προοδευτικότητα θεωρεί τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις «για να δουλέψει η οικονομία». Η ευθυγράμμισή της με την κρατούσα συστημική άποψη του ευρωπαϊκού κατεστημένου για την πρόοδο έρχεται από πολύ παλιά, όταν οι αστοί ιδεολόγοι φαντάζονταν την κοινωνική εξέλιξη γραμμική, δίχως ταξικές και ιδεολογικές συγκρούσεις.
Η δε ηγεμονία της Δεξιάς σε τούτο συνίσταται: δανείζει όχι μοναχά τις έννοιες, αλλά και το περιεχόμενό τους. Διότι δίχως να τραβάς διαχωριστικές γραμμές από το νεοφιλελεύθερο αναπτυξιακό πρότυπο (βλέπε Ελληνικό, καζίνο κ.ο.κ.), δίχως να επανανοηματοδοτείς την έννοια της προόδου με την αλλαγή μοντέλου, διαμορφώνοντας και καταθέτοντας στην κοινωνία το εναλλακτικό σου σχέδιο, διολισθαίνεις, στην καλύτερη περίπτωση, σε παρηκμασμένες σοσιαλδημοκρατικές θεωρήσεις και κάνεις το ανάποδο από εκείνο το παλιό, το μετεμφυλιακό. Σήμερα, δηλαδή, στη συμπερίληψη, εγκαταλείπεις τους συνοδοιπόρους της βάσης που εμπνέονταν και εμπνέονται από τις ιδέες της Αριστεράς για να ταυτιστείς με τους συνοδοιπόρους της κορυφής: εκείνους που ήρθαν για να τη μεταβάλουν και να την υποβάλουν σε έναν αχρείαστο αστικό εκσυχρονισμό δίχως να συλλογίζονται πως τούτη ακριβώς η μεταβολή υπήρξε το βασικό αίτιο της πολιτικής αποτυχίας του μοντέλου που εκπροσώπησαν.
Περί συμμετοχικής Δημοκρατίας
Σ’ αυτή τη λογική εντάσσεται και η πρόταση του σ. Τσίπρα για εκλογή προέδρου από τη βάση. Ένα διόλου, μα διόλου πρωτοπόρο ζήτημα τακτικής, το οποίο χρησιμοποιείται από τα περισσότερα αστικά κόμματα, πρωτοεμφανιζόμενο εν Ελλάδι από τον Γ.Α. Παπανδρέου με τις γνωστές παράτες περί “συμμετοχικής Δημοκρατίας”, που όμως ουδόλως τον ωφέλησε, παρουσιάζεται ως “προοδευτικό”, ως “άνοιγμα στην κοινωνία”. Αν παρακαμφθεί το γεγονός ότι η αντιγραφή της βιομηχανίας του θεάματος από την πολιτική ουδόλως ωφέλησε τις κοινωνίες, αφού σε τέτοιες διαδικασίες επικρατούν οι “περσόνες”, το ζήτημα της εκλογής του προέδρου θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα τεχνικό, διαδικαστικό ζήτημα. Αλλά, όπως οι παροικούντες την Αριστερά γνωρίζουν, το διαδικαστικό είναι, συνήθως, βαθιά πολιτικό-ιδεολογικό. Ό,τι θέλει να καταδείξει η πρόταση είναι ότι η μετατόπιση προς ένα άλλο μοντέλο οργάνωσης, αυτό της πεπατημένης, το αστικό και αρχηγικό των τάχα πεφωτισμένων, είναι γεγονός μάλλον αναπόφευκτο. Και πως όσοι δεν συνομολογούν παρακάμπτονται.
Αλλά να μεταβάλλεσαι σε ό,τι λοιδωρούσες δεν ωφελεί. Να καταφάσκεις σε έναν υποτιθέμενο μοντερνισμό για επικοινωνιακή κατανάλωση -το αυτό συμβαίνει σε όλα τα κόμματα-, να ακολουθείς ασθμαίνοντας ένα δήθεν κοινωνικό αίσθημα όταν η ίδια η κοινωνία το έχει προ πολλού ξεπεράσει είναι ιδεολογική και πολιτική ήττα. Να καταλήγεις αντιγραφέας, αντί να προτείνεις το όντως καινόν, είναι μια σκέτη οπισθοδρόμηση, γνωστή σε όλους μας και από την πικρή ιστορία της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας των τελευταίων δεκαετιών.
Η Αριστερά, όμως, σε όλη την ιστορία της, αποτελούσε δύναμη έμπνευσης. Και είναι στο χέρι της να επανευφεύρει τον δυναμικό εαυτό της.
H Κατέ Καζάντη είναι δημοσιογράφος, μέλος της Ο.Μ. Νεάπολης Εξαρχείων του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.
Πηγή: Η Αυγή