Η πλάνη της αστικής δημοκρατίας, το συλλογικό ψεύδος με το οποίο βαυκαλίζεται, είναι η ισοτιμία των μελών της. Και η φαντασίωση ότι αποτελεί καθολικό αξίωμα ότι απ’ τα χαμηλά μπορείς ν’ ανέβεις στα ψηλά. Και ότι τα «άξια» μέλη της θα μεγαλουργούν υπό κάθε συνθήκη.
Συνακόλουθα, και διά του κοινωνικού ελέγχου, ο σεβασμός στα «ξεχωριστά» άτομα που πλούτισαν θεωρείται επιβεβλημένος: αυτά τα ξεχωριστά, τα ιδιοφυή, τα «άριστα», μπορούν να απολαμβάνουν κάθε ηδονή του βίου. Αντί κοινωνικό βάρος που καρπώθηκε με επιτηδειότητα τον κοινωνικά παραγόμενο, συχνότατα αιματοβαμμένο, πλούτο, αντιμετωπίζονται ως θεϊκά σύμβολα που μπορούν να διαβιούν στην τρυφή με τρόπους που το πόπολο ούτε διανοείται.
Ο έλεγχος της ανθρώπινης συνείδησης είναι τέτοιος και τόσος, που οι από κάτω, αντί να βδελύσσονται, μιμούνται. Με χειραγωγημένες ηδονές, που κανοναρχούνται από την πολιτιστική βιομηχανία, αυτήν που «αποφασίζει τι αρέσει στο λαό και ο λαός προσαρμόζεται αβίαστα σ’ αυτήν» (Αντόρνο – Χορκχάιμερ), τα υποπροϊόντα αναβιβάζονται στην κατηγορία του αισθητικά υψηλού.
Να κουβαλάς, για παράδειγμα, το ανφάν γκατέ στην άλλη άκρη της γης για να παρτάρεις, να μπαίνεις με δωδεκάποντο στη γόνδολα, να τριγυρνάς με κοστουμάκια εκατομμυρίων, δίχως την παραμικρή ευαισθησία για το περιβάλλον ή τις ανθρώπινες ζωές σ’ αυτό, είναι εκείνη ακριβώς η εξαγώγιμη κουλτούρα που χειραγωγεί το πόπολο. Και θεωρείται κανονικότητα.
Την ίδια χρονική στιγμή, εκείνη που παντρεύεται στη Βενετιά ο Τζεφ Μπέζος, κάπου, όχι πολύ μακριά, εξολοθρεύεται ένας λαός. Ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, όμως, ο ιδρυτής της Amazon, νιώθει, δικαίως, πως τα πάντα του ανήκουν. Είχε την ιδέα, απέκτησε την γνώση, εκμεταλλεύτηκε ζωές εργαζομένων και πόρους της γης, συναγελάστηκε με τους «κατάλληλους» και πέτυχε.
Είναι, λοιπόν, υπεράνω. Τι κι αν μια Βιρτζίνια Γουλφ ή ένας Πικάσο σκοτώνονται στη Γάζα; Τι κι αν μια γιατρίνα που θα γιάτρευε ανίατες αρρώστιες ή ένας κοινωνικός επαναστάτης πνίγονται στη Μεσόγειο; Τι κι αν δεν θα μεγαλώσουν ποτέ χιλιάδες παιδιά;
Η ευζωία των «αρίστων» δεν διακόπτεται ποτέ. Μοστράρουν τις ζωές τους και η χολιγουντιανή, δήθεν τέχνη, τις αντιγράφει, πουλώντας τες στο πόπολο ως στερεοτυπικό υπόδειγμα βίου.
Τα μιμητικά αντανακλαστικά εγείρονται και επιζητούν «χρυσά κουτάλια». Οι λαοί, αντί να εξεγείρονται, θαυμάζουν και λουφάζουν. Η, απλούστατη, σκέψη πως δίχως εργάτες καμιά ιδέα κανενός αφεντικού δεν θα εφαρμοζόταν και δίχως την εκμετάλλευση των κοινών πόρων της φύσης δεν θα πρόκοβε, εξέλιπε.
Μαζί με τους «χαρισματικούς» της πολιτικής, οι αντιστοίχως «χαρισματικοί» του χρήματος αντιμετωπίζονται, σε μια ατομικίστικη κοινωνία, ως θεοί/ές. Αποκομμένοι/ές από το κοινωνικό σύνολο, στο οποίο δεν χρειάζεται καν να αναφέρονται. Βασιλεύουν κομψευόμενοι/ές.
Οι αντιδράσεις των Βενετσιάνων στην υπερτουριστική πόλη τους για τους γάμους του βαθύπλουτου είναι ένα χαρμόσυνο, μάλλον, γεγονός. Αλλά η καταστολή της διάνοιας είναι τέτοια που πλέον αποκλείει τη γενίκευση ενός τέτοιου αγώνα.
Η χυδαιότητα της υπερσυσσώρευσης και η βαρβαρότητα του πλούτου που εκτείνονται, χαλώντας, πέραν των ζωών, και τα μυαλά των ανθρώπων δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Το καθήκον, όμως, της Αριστεράς παραμένει ίδιο: να φέρει ξανά τον κόσμο της εργασίας μπροστά στην ευθύνη του ιστορικού του ρόλου, να καταλύσει δηλαδή την υπάρχουσα βαρβαρότητα.
Η γαμήλια υποκουλτούρα δεν αποτελεί παρά την λούμπεν εκδοχή της μεγαλοαστικής πνευματικής παρακμής, που παραμένει απαράλλακτη αιώνες τώρα.