Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι η σοσιαλδημοκρατία θα μπορέσει να ανακτήσει ηγεμονική θέση στο πολιτικό σύστημα. Η έλλειψη σαφήνειας εντείνει την υποψία ότι πρόκειται για στρατηγική επιλογή: μια προσπάθεια προσέλκυσης ευρύτερου κοινού μέσω της αποσιώπησης δύσκολων ερωτημάτων και αντικρουόμενων επιλογών. Αυτή η στρατηγική δεν φαίνεται μέχρι στιγμής να αποδίδει.
Η σοσιαλδημοκρατία, όπως και η ευρύτερη Αριστερά, για να το πούμε κομψά, δεν τα πηγαίνει πολύ καλά. Η κυβέρνηση του Σολτς οδήγησε σε δεξιά κυβέρνηση και στην άνοδο του AfD, ο Τραμπ διαδέχτηκε τον Μπάιντεν και την ίδια στιγμή, μόλις έναν χρόνο μετά την εκλογή της, η κυβέρνηση του Στάρμερ τα έχει βρει σκούρα και είναι πίσω στις δημοσκοπήσεις – όχι μόνο από τους Συντηρητικούς, αλλά και από το Κόμμα Μεταρρύθμισης του Φάρατζ. Τα πράγματα ίσως να είναι κάπως καλύτερα στην Ισπανία, αλλά η συνολική εικόνα δεν αλλάζει. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι εύλογο να ρωτήσει κανείς τα διάφορα προοδευτικά ρεύματα πώς αξιολογούν την κατάσταση αυτή. Εδώ εστιάζω στη σοσιαλδημοκρατία.
Η συγκυρία
Δεν μου είναι σαφές πώς αξιολογούν οι σοσιαλδημοκράτες τη σημερινή συγκυρία, μια συγκυρία που χαρακτηρίζεται από σοβαρές προκλήσεις, όπως η κλιματική κρίση ή η άνοδος των ανισοτήτων κάθε είδους. Τώρα πια φαίνεται ότι τα παραπάνω είναι σε ακόμα χαμηλότερη θέση στη λίστα των προτεραιοτήτων της πολιτικής ατζέντας, καθώς το πρόγραμμα ReArm Europe είναι πλέον στο κέντρο του ενδιαφέροντος.
Βρισκόμαστε άραγε σε μία από εκείνες τις περιόδους του καπιταλισμού, όπου ένα κυρίαρχο μοντέλο διαλύεται και ένα νέο δεν έχει ακόμα εδραιωθεί, όπως στη μετάβαση από την πρώτη περίοδο φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης στη μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατική συναίνεση, ή όπως στη δεκαετία του 1970 που εγκαινίασε τη μετάβαση προς τον νεοφιλελευθερισμό; Αν ναι, τότε η σοσιαλδημοκρατία δεν χρειάζεται να αποσαφηνίσει το στρατηγικό της όραμα για το μέλλον; Η συναισθηματική αναπόληση μιας «χρυσής εποχής» του παρελθόντος δεν πρόκειται να βοηθήσει ιδιαίτερα.
Η άνοδος της Ακροδεξιάς
Πώς εξηγείται η άνοδος της Ακροδεξιάς, παρ’ όλο που όσοι βρίσκονται στην προοδευτική πλευρά του πολιτικού φάσματος θεωρούν ότι οι περισσότερες λύσεις που προσφέρει θα επιδεινώσουν τα προβλήματα; Στοχαστές, όπως ο Τόμας Φρανκ ή ο Μάικλ Σάντελ, έχουν υποστηρίξει ότι η άνοδος της Ακροδεξιάς είναι άμεση συνέπεια της εγκατάλειψης της κοινωνικής της βάσης από την Κεντροαριστερά στην περίοδο της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης. Αυτό άφησε το πεδίο ελεύθερο στη νέα Δεξιά να κινητοποιήσει αυτή τη βάση με μία πολιτισμική ατζέντα. Μέρος αυτής της ατζέντας είναι η εχθρότητα προς τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Υπάρχουν άραγε ενδείξεις ότι η προσπάθεια υιοθέτησης μέρους αυτής της ατζέντας καταφέρνει να περιθωριοποιήσει την Ακροδεξιά, αντί να τη νομιμοποιεί;
Ο Σάντελ προχωρά ακόμα περισσότερο: οι Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ και οι σοσιαλδημοκράτες στην Ευρώπη όχι μόνο εγκατέλειψαν την παραδοσιακή τους κοινωνική βάση, αλλά –ιδίως κατά την περίοδο του «τρίτου δρόμου»– την περιφρόνησαν, υπονοώντας ότι για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν ευθύνονται οι ίδιοι, αφού αρνούνται, για παράδειγμα, να επενδύσουν στην εκπαίδευσή τους ή να μετακομίσουν εκεί όπου υπάρχουν δουλειές.
Η Δεξιά, στα χρόνια πριν από την οικονομική κρίση του 2008, εστίασε συνειδητά στους χαμένους της παγκοσμιοποίησης, τη στιγμή που η Κεντροαριστερά –εξίσου με την Κεντροδεξιά– εξυμνούσε την παγκοσμιοποίηση και στήριζε μια ατζέντα ιδιωτικοποιήσεων, απορρύθμισης και απελευθέρωσης των αγορών εργασίας. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι ο Σημίτης θεωρείται εντός Ε.Ε. πρωταθλητής των ιδιωτικοποιήσεων, ενώ το ΠΑΣΟΚ φλέρταρε με την ατζέντα των ευέλικτων αγορών εργασίας. Με λίγα λόγια, ο τρίτος δρόμος χρειάζεται να εγκαταλειφθεί στο σύνολό του ή εν μέρει; Και τι σημαίνει αυτό για ένα παραγωγικό μοντέλο που δεν στηρίζεται στους χαμηλούς μισθούς και συγχρόνως αντιμετωπίζει την κλιματική κρίση;
Οργάνωση των κομμάτων
Υπάρχει άραγε προοπτική επιστροφής στην υποτιθέμενη σταθερότητα του δικομματισμού, όπου τα δύο κόμματα συγκέντρωναν πάνω από το 80% του εκλογικού σώματος και εναλλάσσονταν στην εξουσία; Ακόμα κι αν υπάρχει, θα ήταν επιθυμητό; Η εγκατάλειψη της κοινωνικής βάσης αντικατοπτρίστηκε στην άνοδο των κομμάτων-καρτέλ. Εκεί, τα κόμματα της Κεντροαριστεράς και της Κεντροδεξιάς αποδυνάμωσαν την εσωκομματική δημοκρατία και τη σχέση με τη βάση τους υπέρ μιας στενότερης σχέσης με το κράτος – οι πόροι του οποίου έγιναν η βασική πηγή ισχύος τους.
Ταυτόχρονα, ενώ σε όρους ρητορικής διατηρούσαν την αντιπαλότητα μεταξύ τους, περιόρισαν σημαντικά τις ουσιαστικές διαφορές στο επίπεδο της εφαρμοζόμενης πολιτικής. Δεν βρίσκονται άραγε τέτοιες διευθετήσεις πίσω από την αγανάκτηση των λαϊκών στρωμάτων απέναντι στις ελίτ των συστημικών κομμάτων, που έμοιαζαν να μην προσφέρουν πραγματικές εναλλακτικές επιλογές στις εκλογές;
Ισχύς
Η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού προκάλεσε και οδήγησε σε μια τεράστια μεταστροφή ισχύος: μεταξύ του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των κυβερνήσεων, μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Κυρίως, η άνοδος των ανισοτήτων στο εισόδημα και στον πλούτο σήμαινε ότι οι ελίτ μπορούσαν να μετατρέψουν την αυξανόμενη οικονομική ισχύ τους σε πολιτική, επηρεάζοντας το πολιτικό σύστημα και τους κανόνες που το διέπουν. Πιστεύουν πραγματικά οι σοσιαλδημοκράτες ότι μπορούν να ξεκινήσουν να υλοποιούν μια προοδευτική οικονομική και κοινωνική ατζέντα χωρίς μια σοβαρή μεταστροφή της ισχύος υπέρ των εργαζομένων; Και δεν απαιτεί αυτό μια στρατηγική ενδυνάμωσής τους; Θα μπορούσε, για παράδειγμα, η σοσιαλδημοκρατία της μεταπολεμικής περιόδου να γίνει ηγεμονική χωρίς τη δύναμη των συνδικάτων;
Αυτά είναι ερωτήματα στρατηγικής φύσεως. Φυσικά, θα μπορούσα να επικεντρωθώ σε πιο άμεσες και συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές: πιστεύουν οι σοσιαλδημοκράτες ότι οι επανεξοπλισμοί θα αποτελέσουν νέο αναπτυξιακό πρότυπο που θα ανοίξει χώρο για αναδιανομή; Παρομοίως, πρέπει να αμφισβητήσουν την άποψη της Δεξιάς ότι οι φόροι πρέπει πάντα να μειώνονται, δίνοντας προτεραιότητα στην ιδιωτική κατανάλωση έναντι της κοινωνικής; Θα επανέλθω σε τέτοια ερωτήματα στο μέλλον.
Προς το παρόν, πρέπει να τονίσω ότι εάν δεν υπάρχουν απαντήσεις σε αυτά τα στρατηγικά ερωτήματα, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι η σοσιαλδημοκρατία θα μπορέσει να ανακτήσει ηγεμονική θέση στο πολιτικό σύστημα. Η έλλειψη σαφήνειας για αυτά τα ζητήματα εντείνει την υποψία ότι πρόκειται για στρατηγική επιλογή: μια προσπάθεια προσέλκυσης ευρύτερου κοινού μέσω της αποσιώπησης δύσκολων ερωτημάτων και αντικρουόμενων επιλογών. Αυτή η στρατηγική δεν φαίνεται μέχρι στιγμής να αποδίδει.