Η πολιτική εξουσία που νομιμοποιεί την αυθαιρεσία της εξουσίας μιας κοινωνικής τάξης και της δίνει, εμμέσως πλην σαφώς, το δικαίωμα ζωής ή θανάτου απέναντι σε μια άλλη, είναι μια πολιτική εξουσία άκρως ρατσιστική. Δυστυχέστατα, η καπιταλιστική δυστοπία της σήμερον είναι ακριβώς τέτοια, και όχι μοναχά επειδή βασίζεται στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο στο πλαίσιο της εργασίας. Είναι κυρίως επειδή δικαίωμα στην ίδια τη ζωή, κυριολεκτικά, έχουν, αν όχι μοναχά, σίγουρα πρώτα και κύρια οι πλούσιοι και αν περισσέψει κατιτίς και οι φτωχοί. Διότι το ζην και το θνήσκειν διακανονίζονται και εξορθολογίζονται με επιχειρηματικό τρόπο.
Η προσβολή του προνοιακού κράτους, με την ανά τον κόσμο ιδιωτικοποίηση των δημόσιων συστημάτων υγείας, σε συνδυασμό με την επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων τις τελευταίες δεκαετίες, κάνει πια τα επιτεύγματα της επιστήμης δυσπρόσιτα για ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικού σώματος. Η διαφορά στο προσδόκιμο ζωής πλουσίων και φτωχών, στον δυτικό μάλιστα κόσμο, είναι ενδεικτική.
Οι δε επιστήμονες, των γιατρών συμπεριλαμβανομένων, τυγχάνουν άνθρωποι, πλάσματα δηλαδή ευεπίφορα σε κάθε λογής αδυναμία: μπορεί, ας πούμε, να εγκλωβιστούν στη μάταιη δόξα της ύλης και την υποταγή σ΄ αυτήν, πάρα την καθημερινή επαφή τους με τη φθορά και το αναπόφευκτο του θανάτου. Μπορεί να γίνουν φιλοχρήματοι, ακολουθώντας την ίδια, ανθρώπινη, διαδικασία, που ακολουθεί και ένας επιδιορθωτής αυτοκινήτων ή μία κατασκευάστρια ακινήτων, δίχως να διασυνδέουν ό,τι επαγγελματικά κάνουν με την ακροτελεύτια ιερότητα να σώζεις ζωές. Μπορούν να γίνουν δηλαδή στυγνοί/ες επαγγελματίες όπως ακριβώς τους θέλει ο καπιταλισμός, όπως εξάλλου τόσοι και τόσες άλλοι/ες.
Πολλά παραδείγματα επιστημόνων που τα αποτελέσματα της επιστήμης τους αντίκεινται στο κοινό καλό έχουν καταγραφεί από την ιστορία, με προεξάρχον εκείνο του ιατρού των ναζί, του διαβόητου Γιόζεφ Μένγκελε. Η επιστημοσύνη του, εάν δεν υπηρετούσε το απόλυτο κακό αλλά το ανάποδό του, θα είχε, όπως λένε, ωφελήσει την ανθρωπότητα τόσο, όσο ακριβώς την έβλαψε. Ο Μένγκελε και οι λοιποί επιστήμονες των ναζί είναι ανθρωπολογικά υποδείγματα που καταδείχνουν πως η επιστήμη έχει πολιτικό πρόσημο. Πως μπορεί να γίνει ρατσιστική ή αλληλέγγυα, πως μπορεί να διδάξει κώδικες ηθικές ή να περιπέσει σε κάθε λογής ανηθικότητες.
Ο ρόλος της πολιτικής στις κοινωνίες, από την άλλη, είναι ακριβώς εκείνος ο οποίος θέτει όρια ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες. Βάζει φρένο στην εξουσιαστική/ρατσιστική ροπή που μπορεί να διαθέτουν, θέτει κανόνες ισοτιμίας, κυρίως δε μπροστά στο γεγονός της αρρώστιας και του θανάτου, και προφυλάσσει, διά νόμων, τους ανθρώπους από τις ίδιες τους τις αδυναμίες.
Να συντηρεί έτσι μια υπουργίνα την παράνομη ροή του χρήματος σε μια επαγγελματική ομάδα όπως αυτή των ιατρών χειρουργών, αποτελεί κομμάτι μιας ρατσιστικής ηθικής: διότι είναι σαν να μας λέει κατάμουτρα πως, ναι, εκείνος/η που χειρουργεί δικαιούται να κερδοσκοπεί και, με τη σειρά του, εκείνος/η που διαθέτει “φράγκα” μπορεί να σώσει τη ζωή του κατά πολύ ευκολότερα από το φτωχαδάκι, πληρώνοντας έκνομα. Όχι πως δεν είναι τούτο γνωστό τοις πάσι. Αλλά να το επικυρώνει και να το νομιμοποιεί με τα λεγόμενά της η πολιτική προϊσταμένη των ιατρών των δημόσιων νοσοκομείων και μάλιστα να επιρρίπτει ευθύνη στο αδύναμο μέλος της συνδιαλλαγής, στον/ην άρρωστο/η δηλαδή, υπερβαίνει το όριο της κρατούσας ηθικής.
«Οι περισσότεροι ασθενείς όταν με ρωτούν να τους συστήσω γιατρό, με ρωτούν “και τι να τους δώσω γιατρέ;” Ο περισσότερος κόσμος τον χειρουργό του θέλει να τον ανταμείψει, θέλει να του δώσει μια αμοιβή”, είπε η κ. Γκάγκα, επαυξάνοντας την αδικία: η, ήδη δοθείσα εξ επαγγέλματος, εξουσία του επιστήμονα επικυρώνεται ως εξαιρετικό προνόμιο μιας κάστας αρίστων, η οποία τυγχάνει ειδικής (υπο)χρέωσης. Αν φανταστούμε υπουργούς Παιδείας, Περιβάλλοντος, Οικονομίας κ.ο.κ., να προβαίνουν σε παρόμοιες δηλώσεις, μπορούμε να φανταστούμε και τα κοινωνικά αποτελέσματα.
Ο άνθρωπος ως κτήνος: η πολιτική της κυβέρνησης σύμφωνα με την οποία όλα πωλούνται και αγοράζονται, ακόμα και το δικαίωμα στην ζωή, τώρα προωθείται με τα “αμειβόμενα απογευματινά χειρουργεία από τους γιατρούς των δημόσιων νοσοκομείων”. Από την κατακρήμνιση δηλαδή του προνοιακού κράτους, για την οποία μας προετοίμασε η κ. Γκάγκα. Από την αρχέγονη ναζιστική προσέγγιση πως κάποιοι/ες δικαιούνται να ζουν ενώ άλλοι/ες μπορούν ανέτως να πεθάνουν. Από την βασική κοινωνική διαίρεση ανάμεσα σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους.
Αντί οι γιατροί των δημοσίων νοσοκομείων, όπως και οι δάσκαλοι των δημόσιων σχολείων, όπως και οι εργάτες των πολυεθνικών εργοστασίων, να πληρωθούν όπως τους αξίζει, να πεθαίνουν οι φτωχοί και να ζουν βασιλικά οι πλούσιοι, είναι η μόνη διαθέσιμη επιλογή για τη νέα δεξιά, η οποία, σε όλο σχεδόν το δυτικό κόσμο, μετέρχεται πλέον αλήστου μνήμης πολιτικές.
Το τζάμπα, εξάλλου, πέθανε, μαζί με τους πληβείους.
Κατέ Καζάντη