Μπλούζα φούστα μπότες, από γνωστό και μη εξαιρετέο διεθνή οίκο, 8 χιλιάρικα ευρώ κοστολογημένα, δίχως να υπολογιστούν τα ρολόγια, οι καρφίτσες, τα σκουλαρίκια. Τόσα, όσο ένα συνηθισμένο ετήσιο εισόδημα. Τα φορούσε, λέει, η νύφη του μακαρίτη του έκπτωτου βασιλέως στη κηδεία του, που τυγχάνει κληρονόμος μεγιστάνα με αεροπορικές και άλλα παρόμοια συναφή. Οκτώ (8) χιλιάρικα για μια εμφάνιση –δεν τα φοράνε δημοσίως δεύτερη. Και πάει, βέβαια, κατ’ άτομο η τιμούλα. Διότι, όπως υποθέτουμε, δεν υπολείπονταν ούτε σε χρήμα ούτε σε γούστο οι λοιποί/ες της αφρόκρεμας που προσήλθεν εις τας Αθήνας. Κοντολογίς, ο προϋπολογισμός ενός δήμου παρήλασε στα πέριξ της πλατείας Συντάγματος επ΄ αφορμή της σεμνής τελετής.
Σε ένα φαντασιακό, παράλληλο σύμπαν, θα έλεγε καμιά/νείς πως όλος αυτός ο γαλαζοαίματος εσμός που αλληλομπλέκεται μ’ εκείνον της κεφαλαιοκρατίας, συναπαντήθηκε στην ταπεινή μας χώρα «με σκοπό να αναζητήσουν τα πλέον αποτελεσματικά μέσα για να ανακόψουν την επικίνδυνη εξάπλωση των σοσιαλιστικών ιδεών», όπως σ’ εκείνο το μυθιστορηματικό συνέδριο του Πολ Λαφάργκ*. Εκκλησία – κεφάλαιο – γαλαζοαίματοι, η αιώνια τριάς εν τη μονάδι, η τρόικα των εκμαυλιστών και των καταπιεστών των λαών, προπαγανδίζει, με σύγχρονα πλέον μέσα, τη μεταμοντέρνα όψη της μοναρχίας. Καλοί άνθρωποι, ακίνδυνοι, αισθηματίες και προπαντός ωραίοι και μοδάτοι, κοσμοπολίτες, με διασυνδέσεις. Υψηλοί άνθρωποι με υψηλές γνωριμίες, κάνουν το Νέα Υόρκη – Αθήνα όπως ο λαουτζίκος το Κυψέλη – Παγκράτι. Ένα παρεάκι αξιοθαύμαστο. Πρότυπο. Μοντέλο ζωής.
Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το μείζον: ο θεσμός της βασιλείας, αυτής της παλαιότατης ενδογαμικής ιδιότυπης ευρωπαϊκής ελίτ, περνά σε άλλα πεδία δόξης. Τι κι αν μετεξελίχτηκε σε λίγο ινφλουένσερ, λίγο «ποπ άικον», λίγο φασιονίστας και άλλα παρόμοια αποικιακά; Παραμένει και κινείται, πάντα μα πάντα, με το παντεσπάνι της Μαρίας Αντουανέτας στο χέρι. Παρέα με την κυρίαρχη, εκμεταλλεύτρια τάξη του κεφαλαίου.
Αυτό είναι, αυτό ήταν παντού και πάντοτε οι βασιλείες: εμπλέκονταν δεν εμπλέκονταν στα πολιτικά των χωρών τους, με την ύπαρξή τους και μόνον αντιπροσωπεύουν και δικαιώνουν τη χυδαιότητα του μεγάλου πλούτου. Αυτού, που είναι τόσο μεγάλος, ώστε δεν δύναται να μαζευτεί με τίμια δουλειά, αυτού που βασίζεται στην εκμετάλλευση και την εξαθλίωση των πολλών Άλλων, αυτού που κληρονομείται από γενιά σε γενιά, αυτού που ανήκει σε ολίγους «ξύπνιους» κι αδίστακτους.
Τέτοιοι, εξάλλου, είναι και οι φίλοι τους. Μεγιστάνες, πέρα και πάνω από τους εργάτες/υπηκόους, αντιμετωπίζουν την εκμετάλλευση ως φυσικό γεγονός, τη συσσώρευση ως θεόθεν δικαίωμά τους, την αδικία ως ανταμοιβή για τις «αξία» τους.
«Δος ημίν εξαθλιωμένους εργάτες που θα δέχονται δίχως να επαναστατούν κάθε εργασία και θα αρκούνται στο χαμηλότερο μισθό. Δος ημίν αφελείς πιστούς που θα γοητεύονται από τα διαφημιστικά μας φυλλάδια» **: αυτή η «Κυριακάτικη Προσευχή» του καπιταλιστή, αυτή αναπαράχτηκε απ’ τα κανάλια της τηλοψίας που δύο μερόνυχτα ασχολούνταν διαρκώς με τα έργα και τις ημέρες του έκπτωτου και της οικογενείας του. Στόχος τους, να αγιοποιήσουν το συνονθύλευμα του κεφαλαίου και των πολιτικών του εκπροσώπων, να το ξεπλύνουν από τα αμαρτήματά του. Όχι μοναχά του παρελθόντος. Κυρίως τα σημερινά και τα αυριανά. Για να μη χάσει τη συνήθεια το πόπολο να σκύβει το κεφάλι, για να αποδέχεται την ταξική διαστρωμάτωση ως θεοδικία, για να μην επιδιώκει εν τέλει να αλλάξει τις υλικές συνθήκες της ύπαρξής του.
Απέναντι σ’ αυτόν τον μοναρχοφασισμό του εκμαυλισμού και της διαφθοράς των συνειδήσεων οφείλουμε να αντιστεκόμαστε. Διότι, πράγματι, το πολίτευμα κινδυνεύει. Από την επιβαλλόμενη φτώχεια, τον σκοταδισμό που επανέρχεται, από τη θεολογία του τρυφηλού βίου, από την κανονικοποίηση της ματωμένης χλιδής. Τούτον προωθούν τα εστεμμένα απολειφάδια, οι μεγιστάνες και οι ρασοφόροι φίλοι τους.
*,**Πωλ Λαφάργκ, Η θρησκεία του κεφαλαίου
Κατέ Καζάντη