«Όταν έχω να κρίνω ανάμεσα σ’ ένα παιδί 15 χρόνων, που πετάει μολότοφ, κι έναν τριαντάρη εκπαιδευμένο αστυνομικό, που κρατάει πιστόλι, εγώ είμαι με το μέρος του παιδιού και όχι του αστυνομικού. Εκτιμώ βαθύτατα ένα παιδί που εξεγείρεται και βγαίνει στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί, έστω κι αν υπερβάλλει, έστω και αν κρατάει μολότοφ. Και δεν εκτιμώ καθόλου έναν αστυνομικό που το πυροβολεί. Ό,τι και αν έχει γίνει, όπως και αν έχουν τα πράγματα, θεωρώ τραγικό λάθος την αθώωση του αστυνομικού. Και πολύ κακό μήνυμα, που στέλνουμε στα νέα αυτά παιδιά, το υγιέστερο κομμάτι της κοινωνίας μας, που δεν έχει ακόμη διαφθαρεί, όπως εμείς»: το σχόλιο του Μάνου Χατζιδάκι*, εν έτει 1990, για την αθώωση από το Εφετείο του αστυνομικού Αθανάσιου Μελίστα, που πυροβόλησε και σκότωσε τον 15χρονο έφηβο Μιχάλη Καλτεζά, τον Νοέμβρη του ‘85, δείχνει πως το βαθύ κράτος έχει συνέχεια. Είκοσι εννιά (29)χρόνια μετά, ένας ακόμα αστυνομικός, που επίσης πυροβολεί και σκοτώνει έναν έφηβο, πέφτει στα μαλακά της Δικαιοσύνης. Ο αυταρχικός πυρήνας της αστικής κοινωνίας διατηρείται ανέπαφος, με τη δικαιοσύνη να διαμορφώνει πολιτικό χαρακτήρα και να μεροληπτεί διαρκώς, ταξικά και ιδεολογικά, πριμοδοτώντας τους μηχανισμούς της εξουσίας. Οι τάχα αδέκαστοι καταχρώνται, επί της ουσίας, την εξουσία της έδρας τους, επιβάλλοντας την υποκειμενικότητα της κρίσης τους αξιωματικά: οι μεν φρουροί της τάξης –με το διπλό νόημα η τάξη- θωπεύονται, ως εξ ορισμού ηθικοί που απλώς λάθεψαν την «κακιά στιγμή», οι δε Ηριάννες βασανίζονται στο λαβύρινθο ενός παράπλευρου κόσμου που τους χρησιμοποιεί, για να τους αποβάλει, ως μιάσματα, με την πρώτη ευκαιρία.
Η κατά περίπτωση και κατά βούληση ερμηνεία των νόμων, η ωμή έπαρση πίσω από τις αποφάσεις καθώς και η έλλειψη δεσμευτικών κανόνων καταλύουν το κριτήριο της ανθρωπιάς, μετατρέποντας την περιβόητη «Δικαιοσύνη» σε παρακολούθημα του δίκιου του ισχυρού. Κι αν ο μισθωτός κατώτατος υπάλληλος δεν θεωρείται, προφανώς, ισχυρός, ο ρόλος του εντός του κράτους, μετωνυμικά και κυριολεκτικά, υπερπροστατεύεται: στην περίπτωση της αστυνομίας και της δικαστικής εξουσίας, το ’να χέρι οφείλει, μάλλον, να νίβει το άλλο, προς χάριν της εύρυθμης λειτουργίας της κρατικής μηχανής. Ασφάλεια και δικαιοσύνη χάνουν τη σημασία τους. Και τα δυο, μοιάζουν να λειτουργούν μοναχά, ή σχεδόν μοναχά, ως κατασταλτικοί μηχανισμοί που τιμωρούν τους παρεκκλίνοντες των κατεστημένων. O νόμος γίνεται, σύμφωνα με τον Πουλαντζά, «ο κώδικας της οργανωμένης δημόσιας βίας»**. Βίας όχι πάντα διά της ανοιχτής καταστολής αλλά και διά των λεπτών χειρισμών της πειθαρχίας και της χειραγώγησης: αν η αστυνομική βία δικάζεται αλλά δεν καταδικάζεται, γίνεται κανονικότητα. Η εσωτερίκευση από τους από κάτω της καταστολής είναι γεγονός.
Σ’ αυτό συνεπικουρεί και ο ταξικός χαρακτήρας της δικαιοσύνης. Ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ των τάξεων εντός του κράτους και αναλόγως της πολιτικής κατεύθυνσης των εκλεγμένων αντιπροσώπων των λαϊκών μαζών επηρεάζει εν τοις πράγμασι το Δίκαιο. Αν επικρατούν και ιδεολογικά ηγεμονεύουν οι ακροφιλελεύθερες ιδέες, και συνακόλουθα, οι φορείς τους, καταδικάζεται σε 10ετή κάθειρξη η καθαρίστρια και αποφυλακίζεται ο «γκόλντεν μπόι» απατεώνας, το συλλογικό φαντασιακό των υποτελών διαβρώνεται. Και συνηθίζει. Η κοινωνική, συστημική αδικία επικυρώνεται από τους δικαστές, νόμος είναι όχι το δίκιο του εργάτη αλλά του εργοδότη κ.ο.κ.
Όσο για περιβόητη αμεροληψία της επίσης περιβόητης ανεξάρτητης δικαιοσύνης, δεν είναι παρά μύθος που διαχέεται από πάνω προς τα κάτω για να διαμορφώνει «κλίμα» και συνειδήσεις. Τέτοιες που να χωνεύουν εύκολα ζητήματα όπως του Μελίστα πριν, του Κορκονέα τώρα κι άλλων πολλών στο μέλλον.
*Από το βιβλίο «Η Αθέατη Όψη», του Πάνου Λουκάκου
**Νίκος Πουλαντζάς, «Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός»
Κατέ Καζάντη
Πηγή: ArtiNews