Όλος ο πολιτισμός, από την ταπεινή ψυχαγωγία της τηλοψίας ως τα έργα της υψηλής -αν τέτοια υπάρχει- τέχνης, τελεί υπό την μπότα της πατριαρχίας. Και κάθε συμπεριφορά, από τον τρόπο ανατροφής των παιδιών ως τον τρόπο αντιμετώπισης των ενηλίκων, καταλήγει σε μικρούς και μεγάλους, ορατούς και αδιόρατους, σεξισμούς.
Η αποστροφή μοιάζει υπερβολική. Κι όμως: από τον τρόπο που η καλλίπυγος νέα εκφέρει το σώμα και το νου της στα πρωινάδικα μέχρι τη ματσίλα των “σοβαρών”, μέσα από τις δήθεν αβροφροσύνες των οποίων εγκαθίσταται η πιο σκληρή πατριαρχία, και από τις στερεοτυπίες που αναπαράγουν τα σίριαλ ως τα χαζοχαρούμενα διαφημιστικά σποτ, η εγκαθιδρυμένη σεξιστική κοινωνία ασκεί την εξουσία της.
Έτσι, για να ‘ναι, ας πούμε, οι γυναίκες “Αξιαγάπητες” οφείλουν να μαγειρεύουν. Διότι τότε μοναχά εκπληρώνουν τον επί γης ρόλο τους, έτσι μοναχά αγαπιούνται, εάν αναπαράγουν το στερεοτυπικό της χαρωπής νοικοκυρούλας που φροντίζει να καλοταϊζει σύζυγο και τέκνα. Η νέα διαφήμιση της εταιρείας “Καραμολέγκος”, όπου πρωταγωνιστεί μια σειρά “αξιαγάπητων” γυναικών, αποτελεί ένα τυχαίο, ανάμεσα σε άλλα, παράδειγμα, ενδεικτικό της αντιμετώπισης που επιφυλάσσει ο πολιτισμός της αγοράς στις πελάτισσες και τους πελάτες του. Δεν πουλάει μοναχά ψωμιά, πουλάει και πρότυπα ζωής, μοντέλα για το πώς καθεμιά θα διάγει το βίο της, πώς θα ορίσει τις προτεραιότητές της. Ο ταπεινωτικός χαρακτήρας που επιφυλάσσεται στις γυναίκες απέναντι στα προνομιακά διακαιώματα των αντρών αποτελεί τον βασικό πυλώνα της διπλής εκμετάλλευσης: στην προλετάρια με την επισφαλή εργασία το αφεντικό ασελγεί διπλά, και επειδή, έτσι κι αλλιώς, της κλέβει την υπεραξία και επειδή εντάσσει στην κυριαρχία του να καρπώνεται τα “οφέλη” του σερνικού από το τραπέζι μέχρι το κρεβάτι.
Εάν, λοιπόν, η ελληνική εκδοχή του metoo έριξε κάποιους από τα σύννεφα, οι πολλές “κάποιες” είδαν, απλώς, την πραγματικότητά τους να δημοσιοποιείται. Ο κοινωνικός οίκτος που ακολούθησε ανασκευάζει την κατάσταση τις περισσότερες φορές απλώς για να την μηρυκάσει, να την μοσχοπουλήσει ως θέαμα, τύπου “αίμα – σπέρμα”, και να την ενσωματώσει δίχως ενοχές την άλλη ακριβώς στιγμή. Χωρίς, φυσικά, να αγγίξει τα ουσιώδη: ουδείς/μια ομίλησε για τα καλλιεργούμενα αγοραία πρότυπα υποβάθμισης της γυναίκας και ουδείς/μια, φυσικά, για την επισφαλή εργασιακή θέση που κάνει τις γυναίκες να σιωπούν για να μην απολυθούν.
Ο φεμινισμός ως πρακτική, επαναστατική προσπάθεια, ως κίνημα απελευθερωτικό των μαζών, είναι, τελεσίδικα, συμπεριληπτικός: αφορά κάθε φύλο,πέραν των δύο. Υπόθεση εκ φύσεως αντιεξουσιαστική, προσδοκά την αλλαγή παραδείγματος σε όλες τις πτυχές της δημόσιας σφαίρας. Και καταγγέλλει όχι μοναχά το αποτέλεσμα, τη βία και την εκμετάλλευση των από πάνω στους από κάτω, αλλά και ό,τι την γεννά και τη συντηρεί. Σε έναν κόσμο όπου, από την τέχνη και την πολιτική μέχρι τις απανταχού εκκλησίες και την αγορά, ο αποκλεισμός γυναικών, τρανς κ.ο.κ. από τα κέντρα λήψης αποφάσεων θεωρείται περίπου φαινόμενο φυσικό, ο επαναστατικός φεμινισμός, σε αντιδιαστολή με τον υποκριτικό συστημικό φεμινισμό του τελευταίου καιρού, παραμένει ζητούμενο. Ως απάντηση στον βόρβορο που ενώ αναπαράγει καθημερινώς τον σεξισμό και αντιμετωπίζει τη γυναίκα ως ευπώλητο προϊόν, τώρα, που οι υποθέσεις εκμετάλλευσης έχουν ζουμί και φράγκα -βλέπε τηλεθέαση-, αναβαπτίζεται.
Δεν είναι λίγο ό,τι έγινε τούτο τον καιρό στην Ελλάδα. Να τολμάς, όμως, να μιλάς για την ουσία της διπλής εκμετάλλευσης που επιφυλάσσει το καπιταλιστικό σύστημα σε κάθε μη σερνικό παραμένει, ακόμα, ζητούμενο. Σ’ αυτό το πνεύμα, οφείλουμε να θυμίζουμε, ξανά και ξανά, πως η 8 του Μάρτη δεν είναι μέρα εθυμοτυπική – επετειακή αλλά μέρα δράσης, μέρα αγώνα.
Κατέ Καζάντη
Πηγή: Independent News