«Ποιος φονεύει αυτόν που αυτοκτονεί;», μ’ αυτό το φαινομενικά παράλογο αλλά και αναπόδραστο ερώτημα, ο Θησέας, αφηγητής του μυθιστορήματος «Θησέας, μια δεύτερη ζωή» ξεκινά μια καταβύθιση στην οικογενειακή ιστορία, μια αρχειακή έρευνα προκειμένου να βρει απαντήσεις μετά την αυτοκτονία του μεγαλύτερου αδελφού του, του Ζερόμ. Alter ego του συγγραφέα Καμίγ ντε Τολεντό, ο αφηγητής αυτού του μυθιστορήματος μοιράζεται πολλά βιογραφικά στοιχεία με τον δημιουργό του, ενώ επινοεί άλλα επιχειρώντας να συγκροτήσει μια μυθική γενεαλογία του τραύματος, των «ανθρώπων που τρέμουν», του εικοστού αιώνα εντέλει, των προσδοκιών και των διαψεύσεών του, των εγκλημάτων και των αποτυχιών του.
Μετά την αυτοκτονία του μεγαλύτερου αδελφού και τους θανάτους σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα των γονιών του, ο αφηγητής, μοναδικός επιζών της γονεϊκής οικογένειας, αλλά και πατέρας ο ίδιος τριών μικρών παιδιών, αφήνει πίσω του το Παρίσι (την πόλη στα δυτικά) για να ζήσει σε μια άλλη χώρα και μια άλλη γλώσσα, την πόλη στα ανατολικά, το Βερολίνο. Θέλει να σβήσει το παρελθόν και να στραφεί προς το μέλλον, να προστατέψει τα παιδιά του από μια δυσοίωνη κληρονομιά. Όμως το σώμα θα τον προδώσει, ακυρώνοντας κάθε προσπάθεια να «σταθεί στα πόδια του», οδηγώντας τον στην πλήρη κατάρρευση, αλλά και αναγκάζοντάς τον να αναζητήσει απαντήσεις.
Το μυθιστόρημα παρακολουθεί αυτή την αναζήτηση που παίρνει τη μορφή μιας αναδίφησης στο οικογενειακό αρχείο και συγκροτεί μια τριπλή γενεαλογία, της οικογένειας, της τάξης και της φυλής. Τα τρία χαρτόκουτα που κουβαλά μαζί του ο Θησέας, τα κατάλοιπα του αδελφού, του πατέρα και της μητέρας, αλλά και οι «γραφές-διαθήκες» των απώτερων προγόνων, θα γίνουν οδοδείκτες στην προσπάθειά του να εξηγήσει το τραύμα και τη βία που σάρωσαν και τη δική του ζωή. Η οικογένεια έχει ήδη αποκαλυφθεί ως υποκριτική κατασκευή, η ερωτική υπόσχεση που δένει τους γονείς γρήγορα καταρρέει και συντηρείται μόνο ως σύμβαση δηλητηριάζοντας τα παιδιά τους. Η μεγαλοαστική οικογένεια, που ξεκινά κηρύσσοντας την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό, τον «καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο» της ένδοξης μεταπολεμικής τριακονταετίας, γρήγορα θα διαψευστεί δημιουργώντας αγεφύρωτα εσωτερικά ρήγματα. Πίσω από αυτά, «τρέχει» η ιστορία της φυλής, η εβραϊκή περιπλάνηση, η καταδίωξη και η προσπάθεια αφομοίωσης, οι θάνατοι των προγόνων και τα τεκμήρια-διαθήκες, η εβραϊκή μοίρα που θα ξεκλειδώσει το αίνιγμα, θα δείξει «πώς ενεργοποιείται η μηχανική στη γενεαλογία των ανθρώπων που πεθαίνουν». «Τι είναι στο κάτω κάτω ο εικοστός αιώνας, αν όχι τρεις γενιές που πίστεψαν στο μέλλον εωσότου η πίστη στην υπόσχεση υποχωρήσει;» θα πει κάποια στιγμή στον νεκρό αδελφό ο Θησέας, μιλώντας για λογαριασμό της γενιάς των οδυνηρών διαψεύσεων.
Ο Τολεντό γράφει ένα μυθιστόρημα που διαρκώς ταλαντεύεται και ισορροπεί μεταξύ του πεζού λόγου και της ποίησης, της αυτομυθοπλασίας και της μυθολόγησης, το διανθίζει με φωτογραφίες και τεκμήρια (πραγματικά ή κατασκευασμένα, ποιος ξέρει;), σε μια αφήγηση που εναλλάσσει το πρώτο και το τρίτο πρόσωπο, χωρίς να παρεκκλίνει ωστόσο από το αφηγηματικό εγώ, μετατοπίζοντας μόνο την εννοιολόγησή του σε σχέση με την ιστορία. Παρά την ισχυρή δόση αυτοβιογραφικών στοιχείων, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί επινοημένα και παραλλαγμένα στοιχεία σ’ αυτή την ψυχογενεαλογία δημιουργώντας διακειμενικότητες που φτάνουν ως τις προαιώνιες μυθολογίες της ανθρωπότητας. Φτιάχνει μια «βίβλο των νεκρών», των νεκρών ανθρώπων, αλλά και των νεκρών οραμάτων και υποσχέσεων που σφράγισαν τον εικοστό αιώνα.
Η μετάφραση του Σπύρου Γιανναρά μοιάζει να συντονίστηκε απόλυτα με τη γλώσσα του συγγραφέα.
Έφη Γιαννοπούλου