Το 1980 ο αριστερός εκδοτικός οίκος Verso δημοσίευσε το βιβλίο του Bill Warren με τίτλο Imperialism : Pioneer of Capitalism (Ιμπεριαλισμός: Πιονέρος του Καπιταλισμού). Όπως υποδηλώνει ο τίτλος, το βιβλίο προσέφερε μια θετική επανεκτίμηση του ιμπεριαλισμού τόσο στην αποικιακή όσο και στη μετα-αποικιακή εποχή ως δύναμης προόδου, στην προώθηση της ανάπτυξης και στη μείωση των ανισοτήτων μεταξύ Βορρά και Νότου. Είκοσι δύο χρόνια αργότερα, ο ίδιος εκδοτικός οίκος δημοσίευσε το βιβλίο του Meghnad Desai με τίτλο Marx’s Revenge: The Resurgence of Capitalism and the Death of Statist Socialism (Η εκδίκηση του Μαρξ: η Αναζωογόνηση του Καπιταλισμού και το τέλος του κρατικού Σοσιαλισμού). Στο απόγειο της ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού, ο Ντεσάι ζητούσε μια επανεκτίμηση του καπιταλισμού που είχε ακόμα τη δυνατότητα να προχωρά τις οικονομίες προς τα εμπρός και θα έφτανε στα όριά του μόνο όταν δεν ήταν ικανός για μια τέτοια πρόοδο.
Αν και ο Σάιτο δεν αναφέρεται σε κανένα από αυτά τα δύο έργα, η επαναξιολόγησή του στην κριτική του ύστερου Μαρξ τόσο στον παραγωγισμό όσο και στον ευρωκεντρισμό, που παρουσιάζεται στο πρώτο μέρος αυτής της ανασκόπησης, μπορεί να ληφθεί ως σοβαρή κριτική σε τέτοιες προσεγγίσεις. Ειδικότερα, δεν μπορεί να είναι ούτε εφικτή ούτε επιθυμητή μια αδυσώπητη αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων, κυρίως λόγω της κλιματικής κρίσης, και σε κάθε περίπτωση δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό, ή όπως θα ήθελε ο Σάιτο στον κομμουνισμό της αποανάπτυξης. Πριν εμβαθύνουμε στο πώς ο συγγραφέας βλέπει τον κομμουνισμό της αποανάπτυξης, είναι ίσως χρήσιμο να εξετάσουμε μία ή δύο άλλες προσεγγίσεις που μπαίνουν στο στόχαστρο του βιβλίου του.
Η πρώτη αφορά όσους πιστεύουν ότι η ανάπτυξη της τεχνολογίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την Αριστερά για να προωθήσει έναν κόσμο με λιγότερη εργασία και μεγαλύτερη ισότητα. Υπό αυτή την οπτική γωνία, η αυτοματοποίηση, ως εξέλιξη της τεχνολογίας αποτελεί περισσότερο μια προοπτική παρά μια απειλή. Ο Σάιτο περιγράφει το βιβλίο του Paul Mason με τίτλο Postcapitalism: A Guide to our Future (Penguin books, 2015, Μετακαπιταλισμός: ένας οδηγός για το μέλλον μας) και το βιβλίο των Srnicek και William με τίτλο Inventing the Future: Postcapitalism and a World Without Work (Verso, 2016) (Εφευρίσκοντας το Μέλλον: μετα-καπιταλισμός και ένας κόσμος χωρίς εργασία) ως μέρος μιας «νέας ουτοπικής» τάσης. Η κύρια ένστασή του είναι ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις δεν είναι ποτέ ουδέτερες ως προς τον αντίκτυπό τους και ως εκ τούτου δεν ισχύει ότι η υπάρχουσα τεχνολογία μπορεί απλώς να αξιοποιηθεί καλύτερα από τις προοδευτικές δυνάμεις.
Το κύριο επιχείρημά του βασίζεται σε μια εκτενή συζήτηση για το πώς στον καπιταλισμό η τεχνολογία ενσωματώνεται στην εργασιακή διαδικασία. Μια βασική διάκριση εδώ είναι αυτή που έκανε ο Μαρξ μεταξύ της τυπικής και της πραγματικής υπαγωγής της εργασίας. Στις απαρχές του καπιταλισμού, οι εργάτες εξακολουθούν να έχουν κάποια αυτονομία σε σχέση με την εργασία τους. Αλλά αυτή η τυπική υπαγωγή σύντομα αντικαθίσταται από μια πραγματική υπαγωγή στην οποία η διαφοροποίηση μεταξύ σύλληψης και εκτέλεσης της εργασίας, ή μεταξύ μη χειρωνακτικής και χειρωνακτικής εργασίας, γίνεται πολύ διακριτή. Υπό αυτή την έννοια, οι τρέχουσες τεχνολογικές εξελίξεις που προωθούν την αυτοματοποίηση – την αποειδίκευση και την αντικατάσταση των εργαζομένων – ή την παρακολούθηση των εργαζομένων δεν μπορούν απλώς να χρησιμοποιηθούν με προοδευτικό πρόσημο. Όπως έχω υποστηρίξει εκτενώς στο βιβλίο μου με τίτλο Μανιφέστο για μια Βιώσιμη Κοινωνία (Πόλις, 2025), χρειαζόμαστε τεχνολογίες που ενισχύουν τις δεξιότητες ή την τοπική και άρρητη γνώση των σημερινών εργαζομένων, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν θέσεις εργασίας σε νέους τομείς όπως ο τομέας της φροντίδας που χρειάζεται απεγνωσμένα ανάπτυξη.
Αυτό είναι ένα θέμα που αναπτύχθηκε από τους Acemoglu και Johnson στο βιβλίο τους Power and Progress (Basic Books, 2023). Υποστηρίζουν ότι υπάρχει πάντα μια επιλογή για το ποιες τεχνολογίες θα αναπτυχθούν και ότι πολλά από τα τρέχοντα προβλήματά μας – οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά – μπορούν να εντοπιστούν στο γεγονός ότι αυτές οι επιλογές έχουν ανατεθεί στους μεγιστάνες των Big Tech. Ωστόσο, περιγράφουν με λιγότερο γραμμικό τρόπο την κατεύθυνση της ανάπτυξης της τεχνολογίας. Περιγράφουν πώς σε ορισμένες περιόδους της ιστορίας αντίρροπες δυνάμεις, κυρίως από το συνδικαλιστικό κίνημα, κατάφεραν να επιβάλουν στους βιομηχάνους τεχνολογίες που ενίσχυσαν τις δεξιότητες των εργαζομένων και δημιούργησαν θέσεις εργασίας σε άλλους τομείς της οικονομίας. Οι συγγραφείς θεωρούν ότι δύο τέτοιες περίοδοι ήταν το δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα και οι δύο πρώτες δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, η αύξηση της παραγωγικότητας οδήγησε σε αύξηση των μισθών και του βιοτικού επιπέδου, κάτι που δεν παρατηρούμε με τις τρέχουσες τεχνολογικές εξελίξεις. Το παραπάνω μου φαίνεται μια σημαντική διόρθωση στην πιο γραμμική αντίληψη του Σάιτο και παρέχει μεγαλύτερη αισιοδοξία ότι η κατεύθυνση της τεχνολογίας δεν είναι δεδομένη, ανεξάρτητη δηλαδή από τις δυνάμεις της ταξικής και πολιτικής πάλης.
Τέλος, ας εξετάσουμε το αν εκείνοι που υποστηρίζουν μια Νέα Πράσινη Συμφωνία είναι επίσης ένοχοι για παραγωγισμό, με τον τρόπο που τον αντιλαμβάνεται ο Σάιτο. Εντός της Αριστεράς υπάρχει ευρεία συμφωνία ότι ο λεγόμενος πράσινος καπιταλισμός δεν θα λειτουργήσει. Οι λόγοι εκτέθηκαν στο πρώτο μέρος της επανεξέτασης. Ακόμα κι αν οι καπιταλιστές αναγνωρίζουν ότι η κλιματική κρίση αποτελεί σοβαρή απειλή για τα συμφέροντά τους, είναι στην ίδια τη λογική του καπιταλισμού να συσσωρεύει, να παρακινεί για όλο και περισσότερη κατανάλωση για να καλύψει μια όλο και μεγαλύτερη παραγωγή αγαθών. Όπως και στην παλιά ιστορία του σκορπιού που έκανε ωτοστόπ σε ένα βάτραχο και διέσχισε το ποτάμι στην πλάτη του, με την υπόσχεση να μην τον τσιμπήσει, αλλά παρόλα αυτά στα μισά της διαδρομής δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό, είναι θέμα ενστίκτου! Η ρύθμιση κατά καιρούς μπορεί να λειτουργήσει θετικά περιορίζοντας τις χειρότερες πρακτικές των ιδιωτικών επιχειρήσεων, αλλά αυτό σύντομα αναιρείται μόλις μειωθεί η πίεση. Έτσι, ενώ στις αρχές του 2020 εταιρείες όπως η BP, η Shell και η Total φαίνονταν να αυτοδεσμεύονται να στραφούν στην καθαρή ενέργεια και να μειώσουν την εξόρυξη και εκμετάλλευση ορυκτών καυσίμων, τώρα σχεδιάζουν να επεκτείνουν την παραγωγή, ακόμη και να ανοίξουν νέα ανθρακωρυχεία, εν μέρει ως αποτέλεσμα της ελάχιστης δράσης εκ μέρους των κυβερνήσεων μετά τη Διάσκεψη του Παρισιού του 2015 (βλ. Brett Christopher «So Much for Paris», London Review of Books, τόμος 47, τεύχος 2, Φεβ 2025) (Πάει και το Παρίσι).
Βεβαίως, όσοι υποστηρίζουν μια Νέα Πράσινη Συμφωνία, για παράδειγμα γύρω από την προεδρία του Μπάιντεν, έχουν πιο ριζοσπαστικό σκοπό, αναγνωρίζοντας ρητά, για παράδειγμα, την ανάγκη για μία πολύ πιο πλουραλιστική γκάμα μορφών ιδιοκτησίας. Αλλά σε γενικές γραμμές, είναι κατηγορηματικά επικριτικοί στο ζήτημα της αποανάπτυξης. Για παράδειγμα, ο Robert Pollin (De-growth vs a Green New Deal’, New Left Review, 112, Jul-Aug, 2018) υποστηρίζει ότι απλά δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί πλειοψηφία που θα υποστηρίξει μια στρατηγική για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, εάν αυτή συνεπάγεται σοβαρή μείωση του βιοτικού επιπέδου. Δεν είναι καθόλου σαφές για μένα ότι οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης επιχειρηματολογούν υπέρ μιας πραγματικής μείωσης του βιοτικού επιπέδου. Όπως έγραψε παλιότερα ο E P Thompson, όταν ξεκινούσαν οι ανησυχίες για την οικολογική κρίση, αυτό που μπορεί να χρειαστούμε είναι «η εκ νέου ανακάλυψη, με νέες μορφές, ενός είδους “εθιμικής συνείδησης”, στην οποία για άλλη μια φορά διαδοχικές γενιές στέκονται σε σχέσεις μαθητείας μεταξύ τους, στις οποίες οι υλικές ικανοποιήσεις παραμένουν σταθερές (αν και πιο δίκαια κατανεμημένες) και μόνο οι πολιτιστικές ικανοποιήσεις διευρύνονται» (η έμφαση δική μου). Αυτό δεν ισοδυναμεί με αποανάπτυξη, αλλά δίνει μια θέση στη σημασία της αλλαγής του καταναλωτικού μοντέλου.
Με άλλα λόγια, είναι δυνατόν να υπερβάλλουμε ως προς τη διαφορά μεταξύ των δύο πλευρών. Και οι δύο στηρίζουν επενδύσεις σε πράσινες τεχνολογίες. Και οι δύο βλέπουν την ανάγκη αντιμετώπισης των προβλημάτων που θα αντιμετωπίσουν οι εργαζόμενοι στη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων εάν αυτή περιοριστεί σοβαρά, και γενικότερα, και οι δύο δέχονται ότι είναι απίθανο να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή εάν τα επίπεδα ανισότητας δεν μειωθούν σημαντικά. Υπάρχει όμως μια σημαντική διαφορά. Οι Green New Dealers φαίνεται σε κάποιο βαθμό να υποτιμούν τη σημασία της αμφισβήτησης των μοντέλων παραγωγής αλλά ακόμα περισσότερο την ανάγκη αμφισβήτησης του καταναλωτικού μοντέλου. Φαίνεται απίθανο ότι ο πλανήτης θα σωθεί χωρίς μια αμφισβήτηση του δευτέρου, χωρίς, όπως είδαμε στο πρώτο μέρος της ανασκόπησης, να προωθήσει μια διαφορετική έννοια της κοινωνικής αφθονίας και του κοινοτικού πλούτου. Όπως είπε ο Σάιτο, χρειαζόμαστε και ηλεκτρικά οχήματα και λιγότερα αυτοκίνητα συνολικά.
Αλλά για να αντιμετωπίσουμε σωστά αυτά τα ζητήματα, πρέπει να στραφούμε σε μια αξιολόγηση της συνοχής του προτάγματος του Σάιτο για τον κομμουνισμό της αποανάπτυξης, η οποία αποτελεί το αντικείμενο του τρίτου και τελευταίου μέρους αυτής της ανασκόπησης.
Ευκλείδης Τσακαλώτος
NOTJUSTECONOMICS