Macro

“Είναι η Ισλαμοποίηση του ριζοσπαστισμού που πρέπει να διερευνήσουμε, όχι η ριζοσπαστικοποίηση του Ισλάμ”

O Salman Abedi, ο βομβιστής αυτοκτονίας που σκότωσε 22 ανθρώπους σε συναυλία ποπ μουσικής στο Μάντσεστερ, άρχισε τη ζωή του από πλεονεκτική θέση: οι γονείς του είχαν φύγει από τη Λιβύη του Καντάφι για μια νέα ζωή στη Βρετανία. Ήταν αυτός ο ξεριζωμός όμως που τον επηρέασε δύο δεκαετίες μετά, λέει ο Olivier Roy, ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους ειδικούς για την Ισλαμική τρομοκρατία.

«Ένα ποσοστό γύρω στο 60% αυτών που ασπάζονται το βίαιο τζιχαντισμό στην Ευρώπη είναι μουσουλμάνοι δεύτερης γενιάς που έχουν χάσει το δεσμό τους με τη χώρα καταγωγής τους κι έχουν αποτύχει να ενσωματωθούν στις Δυτικές κοινωνίες» λέει ο Roy.

Βρίσκονται σε μια «διαδικασία αποπολιτισμοποίησης» που τους αφήνει να αγνοούν και να είναι αποκομμένοι τόσο από την Ευρωπαϊκή κοινωνία όσο και από τις ρίζες τους. Το αποτέλεσμα είναι, διατείνεται ο Roy, ένα επικίνδυνο «κενό ταυτότητας» μέσα στο οποίο «ευδοκιμεί ο βίαιος εξτρεμισμός».

Γεννημένος στη Βρετανία το 1994, ο Abedi στράφηκε στο βίαιο φονταμενταλισμό αφού μέχρι τότε ζούσε μια ζωή μετέωρη. Από τη μία προσπάθησε να επανασυνδεθεί με τη Λιβύη, όπου ταξίδεψε λίγο πριν την επίθεση, ενώ από την άλλη προσπαθούσε να μιμηθεί τους ίδιους Βρετανούς που σκότωσε.

«Αντίθετα με τη δεύτερη γενιά όπως ο Abedi, η τρίτη γενιά είναι συνήθως καλύτερα ενσωματωμένη στη Δύση και δεν αποτελούν περισσότερο από 15% των ντόπιων τζιχαντιστών», λέει ο Roy. «Οι προσήλυτοι που επίσης προσεγγίζουν το Ισλάμ εκτός του πλαισίου οποιασδήποτε κουλτούρας, αποτελούν γύρω στο 25% αυτών που πέφτουν στο βίαιο φονταμενταλισμό».

Είναι κάτι που είδαμε στον δεύτερης γενιάς Khaled Kelkal, πρώτο ντόπιο τζιχαντιστή της Γαλλίας το 1995, στους αδερφούς Kouachi που επιτέθηκαν στο σατιρικό περιοδικό Charlie Hebdo στο Παρίσι το 2015. Ο κανόνας ισχύει και για ξένους μαχητές όπως ο Sabri Refla, γεννημένος στο Βέλγιο από Μαροκινό πατέρα και Τυνήσια μητέρα που έφυγε για τη Συρία στα 18 «αφού ασπάστηκε ένα Ισλάμ εντελώς ξένο προς την κληρονομιά μας» είπε η πενθούσα μητέρα του Saliha Ben Ali.

Κατανοώντας ελάχιστα είτε τη θρησκεία είτε την Ισλαμική κουλτούρα, νέοι όπως ο Abedi στρέφονται προς την τρομοκρατία εξαιτίας ενός «αυτοκτονικού ενστίκτου» και μιας «έλξης για το θάνατο» λέει ο Roy. Αυτό το στοιχείο-κλειδί εκφράζεται από το τζιχαντιστικό σλόγκαν που επινόησε ο Οσάμα μπιν Λάντεν: «Αγαπάμε το θάνατο όπως αγαπάτε τη ζωή».

«Η μεγάλη πλειοψηφία τζιχαντιστών της Αλ-Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους, περιλαμβανομένου του Abedi, κάνουν επιθέσεις αυτοκτονίας όχι επειδή έχει νόημα στρατηγικά από πολεμικής άποψης ή επειδή είναι συνεπές προς το Σαλαφιστικό δόγμα» λέει ο Roy. «Αυτές οι επιθέσεις δεν αδυνατίζουν τον εχθρό ιδιαίτερα, και το Ισλάμ καταδικάζει την αυτοθυσία σαν παρέμβαση στο θέλημα του Θεού. Αυτά τα παιδιά αποζητούν το θάνατο ως αυτοσκοπό.»

Στο πρόσφατο βιβλίο του «Jihad and Death: The Global Appeal of Islamic State», ο Roy υποστηρίζει ότι γύρω στο 70% αυτών των νέων γνωρίζουν ελάχιστα το Ισλάμ, και ισχυρίζεται ότι είναι «ριζοσπάστες» ακόμα και πριν επιλέξουν το Ισλάμ. Τους χαρακτηρίζει «αναγεννημένους μουσουλμάνους» που ζουν ζωές ελευθεριάζουσες πριν ακολουθήσουν ξαφνικά το βίαιο φονταμενταλισμό.

«Είναι η Ισλαμοποίηση του ριζοσπαστισμού που πρέπει να διερευνήσουμε, όχι η ριζοσπαστικοποίηση του Ισλάμ», λέει ο Roy, οπότε προκύπτει το ερώτημα, γιατί νέοι ριζοσπάστες επιλέγουν το βίαιο φονταμενταλιστικό Ισλάμ και όχι άλλα καταστροφικές ιδεολογίες που ασχολούνται με την τρομοκρατία.

Αυτοί οι «νέοι ριζοσπάστες» ασπάζονται το αφήγημα του Ισλαμικού Κράτους καθώς είναι το μόνο διαθέσιμο ριζοσπαστικό αφήγημα στην «παγκόσμια αγορά φονταμενταλιστικών ιδεολογιών» λέει ο Roy. «Κατά το παρελθόν θα τους είχε γοητεύσει, για παράδειγμα, ο ακροαριστερός εξτρεμισμός.» Οι μισοί βίαιοι τζιχαντιστές στη Γαλλία, στη Γερμανία, στις ΗΠΑ έχουν φακέλους για μικρά εγκλήματα, όπως ο Abedi και φαίνεται να έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί χωρίς την ανάμειξη του τοπικού τζαμιού ή της θρησκευτικής κοινότητας, ένα στοιχείο που βρίσκει κανείς και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Σύμφωνα με τον Roy, ενώ το υπερσυντηρητικό Σαλαφιστικό Ισλάμ είναι σίγουρα προβληματικό, καθώς οι οπαδοί του αντιτίθενται προς τις βασικές αξίες που στηρίζουν την ανεκτική και κοσμική κοινωνία της Δύσης, δεν θα πρέπει να συνδέεται με το βίαιο εξτρεμισμό. Κι όταν εξετάζεται η προέλευση νέων όπως ο Abedi, δε θα πρέπει κανείς να υπερεκτιμά το ρόλο του Μουσουλμανικού ρεβανσισμού στον αναπτυσσόμενο κόσμο, μια πολιτική τάση που οφείλεται στην αποικιακή κληρονομιά της Δύσης και του επεμβατισμού της στη Μέση Ανατολή.

«Αν τον απασχολούσε ο Δυτικός ιμπεριαλισμός θα είχε αναφέρει τη Βρετανική επίθεση στη Λιβύη το 2012, καθιστώντας την πράξη του πολιτική με τον ένα ή τον άλλο τρόπο» λέει ο Roy.

Ο Abedi είναι κατά βάση μέρος της Βρετανικής κουλτούρας των νέων στην οποία επιτέθηκε, «σκότωσε τον εαυτό του ως κομμάτι αυτής της κοινωνίας» λέει ο Roy από το γραφείο του στη Φλωρεντία όπου είναι καθηγητής στο European University Institute. «Αν ήταν εμποτισμένος από την Ισλαμική κουλτούρα και τασσόταν υπέρ της φιλοδοξίας να εγκατασταθεί ένα Ισλαμικό κράτος στη Μέση Ανατολή, μάλλον δε θα ήξερε την ποπ τραγουδίστρια Ariana Grande» επισημαίνει ο Roy, προσθέτοντας ότι «θα είχε ταξιδέψει στη Συρία ή στη Λιβύη αντί γι’ αυτό».

Αν επιβεβαιωθούν οι δηλώσεις του Γάλλου υπουργού Εσωτερικών Gérard Collomb, ο Abedi θα ενταχθεί στη μακρά λίστα τζιχαντιστών που χτύπησαν στην Ευρώπη μετά την επιστροφή τους από τη Συρία. Ο Roy όμως σημειώνει και κάποια θετικά νέα: Εκατοντάδες ξένοι μαχητές από την Ευρώπη προσπαθούν να επιστρέψουν με ασφάλεια στην Ευρώπη παραδιδόμενοι στις πρεσβείες τους στην Τουρκία, σύμφωνα με τον Ιταλικό Τύπο.

Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουν τα αυτοκτονικά ένστικτα που χαρακτηρίζουν τρομοκράτες όπως ο Abedi» λέει ο Roy, αν και προειδοποιεί ότι η «ηγεμονία του κοσμικισμού» και η απόρριψη «όλων των μορφών της θρησκοληψίας» στη Δύση έχουν δημιουργήσει ένα πνευματικό κενό που μπορεί να γίνεται εύφορο έδαφος για τον φονταμενταλισμό.

Ο Olivier Roy είναι καθηγητής στο European University Institute και είναι ειδικός πάνω στην Ισλαμική τρομοκρατία.

Πηγή: Haaretz