Οι εκλογές της 9/6 διενεργούνται μέσα στο ζοφερό κλίμα του πολέμου και με την αγωνία ότι το αποτέλεσμά τους θα ενισχύσει την πολιτική εκπροσώπηση των δυνάμεων που αντιμάχονται τις καταστατικές αρχές της δημοκρατίας και υπονομεύουν την κοινωνική ειρήνη. Οι δημοσκοπήσεις προδιαγράφουν μια σημαντική άνοδο της Ακροδεξιάς, την οποία οι συντηρητικές δυνάμεις, το ΕΛΚ και τα κόμματα που το συγκροτούν, αποδέχονται ως αναπόδραστη. Προετοιμάζονται, μάλιστα, να καλοδεχτούν τις ανερχόμενες ακροδεξιές παρατάξεις, διαμορφώνοντας σημεία σύγκλισης των προγραμμάτων τους και μεταμφιέζοντας τις αιχμές της ακροδεξιάς πολιτικής που αποτελούν πρόδηλη αμφισβήτηση της ισότητας και της κοινωνικής αξιοπρέπειας όλων.
Έτσι, η πολιτική συμμαχία που ενδέχεται να πλειοψηφήσει στο Ευρωκοινοβούλιο, θα συγκροτηθεί στην βάση μιας πρότασης που στοχεύει να αναδιαρθρώσει εκ βάθρων την Ε.Ε., να περιορίσει την λειψή δημοκρατική λειτουργία της και να υποβαθμίσει ακόμη περισσότερο τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της. Η δεξιά και ακροδεξιά συμπαράταξη σχεδιάζει να μετατρέψει την Ένωση σε οικονομία του πολέμου, ανοίγοντας διάπλατα τον δρόμο, οι κοινωνίες της να βιώσουν την εντεινόμενη στέρηση, την ανασφάλεια, τον φόβο και να αποδεχθούν εντέλει την υλική και ηθική εξαθλίωση των μελών τους. Γιατί σε μια οικονομία του πολέμου όχι μόνον η αναδιανομή του πλούτου υπέρ των λίγων πραγματοποιείται με έντονους και ανέλεγκτους ρυθμούς, αλλά η δημοκρατία και το κράτος δικαίου μπαίνουν σε παρένθεση.
Συνοπτικά και ενδεικτικά: Η πολεμική συνθήκη νομιμοποιεί δραστικούς περιορισμούς σε θεμελιώδεις ελευθερίες, κρίσιμες και για τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, όπως η ελευθερία της έκφρασης και της συνάθροισης. Όταν οι χώρες εμπλέκονται, έστω και έμμεσα, σε πολεμικές αναμετρήσεις ο δημόσιος διάλογος τίθεται υπό κρατική κηδεμονία, το ίδιο και οι δημόσιες συγκεντρώσεις και οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Παράλληλα, η ανάγκη εξυπηρέτησης των πολεμικών δαπανών αναμένεται να αναβαθμίσει την «επιφύλαξη του εφικτού» που υποτάσσει τα κοινωνικά δικαιώματα και τις κοινωνικές πολιτικές στην ευρωστία των οικονομικών του κράτους. Διατυπωμένη από το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, αυτή η επιφύλαξη βάζει δραστικά όρια στην κοινωνική προστασία, καθώς οι αναγκαίες για την επίτευξή της πολιτικές σχεδιάζονται στο περιθώριο των οικονομικών προτεραιοτήτων του κράτους. Αν ο στόχος της δημοσιονομικής σταθερότητας υπήρξε ικανός να αποδομήσει το εργατικό δίκαιο, να συρρικνώσει τις ασφαλιστικές παροχές και να υποβαθμίσει την δημόσια υγεία και παιδεία, η πολεμική αναμέτρηση θα τείνει να εξουθενώσει τα κοινωνικά δικαιώματα και αγαθά. Η αξιοπρέπεια θα προστατεύεται όσο το επιτρέπουν οι πολεμικές δαπάνες.
Η ολοσκότεινη αυτή προοπτική εντείνει τα ήδη σημαντικά προβλήματα στην λειτουργία των θεσμών και την διαμόρφωση των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συζήτηση για το δημοκρατικό έλλειμμα που ξεκίνησε μετά την υπογραφή της συνθήκης του Μάαστριχτ βρίσκεται σε αδιέξοδο. Όχι μόνον η ευρωπαϊκή πολιτική εξουσία διαμορφώνεται και ασκείται μακριά από τους πολίτες, αλλά συγκεντρώνεται στα χέρια τεχνοκρατών που λαμβάνουν τις κρίσιμες αποφάσεις. Παράλληλα, η μείωση του δημοκρατικού ελέγχου και η απουσία λογοδοσίας διευκόλυνε την υποταγή των ευρωπαϊκών πολιτικών στους κανόνες της αγοράς και βαθαίνει το ρήγμα ανάμεσα στους λαούς και όσους ασκούν την ενωσιακή εξουσία. Τούτη η αδυναμία επιρροής των πολιτών στην διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων είναι μια από τις παραμέτρους που ενίσχυσαν την πολιτική απάθεια και στήριξαν την άνοδο της Ακροδεξιάς. Με άλλα λόγια, η συστηματική και εκ των άνω απορρύθμιση της πολιτικής έδωσε ώθηση στις ακροδεξιές και φασιστικές πολιτικές δυνάμεις και οδηγεί στην μετατροπή της Ένωσης σε εμπόλεμο πια φρούριο.
Για να αντιμετωπιστεί αυτός ο κίνδυνος, χρειάζεται να ενισχυθούν οι δυνάμεις που διαθέτουν ένα εναλλακτικό σχέδιο για την Ευρωπαϊκή Ένωση, να εξασφαλιστεί η ισχυρή κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των κομμάτων που πιστεύουν στην κοινωνική Ευρώπη και που θα εργαστούν για να ανατρέψουν την υποταγή της στα δόγματα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Η διακυβέρνηση δια των αριθμών οδήγησε στην δραματική υποβάθμιση της σημασίας του νόμου για την ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων. Ωστόσο, η προώθηση δημόσιων πολιτικών που θα τείνουν στην εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος προϋποθέτει την αμφισβήτηση της τεχνοκρατίας και την αποκατάσταση της πρωταρχικότητας του δικαίου στο ενωσιακό θεσμικό οικοδόμημα. Οι κανόνες και οι αρχές του, με την δημοκρατική καταγωγή και τον κοινωνικό προσανατολισμό τους, είναι το μέσο για να εξασφαλιστεί μια νέα κοινωνικοοικονομική ισορροπία θεμελιωμένη στην σταθερή επιδίωξη της χειραφέτησης από την φτώχεια, την ανασφάλεια, αλλά και τις προκαταλήψεις.
Η προσπάθεια του Jacques Delors να πάψει η Ευρώπη να είναι μόνο μια οικονομική ένωση και να γίνει ένα πεδίο διεκδίκησης της συλλογικής και προσωπικής ευημερίας με όρους ισότητας και αλληλεγγύης, δείχνει να έχει μείνει χωρίς συνέχεια. Η οριστική εγκατάλειψη της όμως θα σημάνει το τέλος της ίδιας της Ένωσης. Η σύντηξη των δεξιών με τα ακροδεξιά, ακόμη και με φασιστικά κόμματα και η μεταλλαγή της Ένωσης σε μηχανισμό πολέμου δεν είναι ένα φυσικό φαινόμενο, όπως φυσικό φαινόμενο δεν είναι οι οικονομικές εξελίξεις.
Η Ευρώπη, για να ανακτήσει την δυναμική της και να εξελιχθεί σε παράγοντα ειρήνης και ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή, χρειάζεται ένα καινούργιο σχέδιο: μια πειστική πρόταση για ενίσχυση της δημόσιας εξουσίας και την προστασία των δημόσιων αγαθών, για μια βιομηχανική πολιτική στηριγμένη και στις νέες τεχνολογίες, για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και για την ρύθμιση των νέων τεχνολογιών και των συνεπειών τους. Η Ακροδεξιά και οι πολιτικές της απαιτούν πολιτική απάντηση και δημόσιες πολιτικές, δηλαδή ένα αγώνα για την άμεση κατάπαυση των πολέμων και ιδίως της γενοκτονίας του παλαιστινιακού λαού, για την ισότητα και την κοινωνική αξιοπρέπεια.
Η Ιφιγένεια Καμτσίδου είναι Αν. καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Συν-Διευθύντρια του ΔΔΠΜΣ «Ευρωπαϊκό και συγκριτικό κοινωνικό δίκαιο» Α.Π.Θ.- Université Toulouse 1 Capitole Διευθύντρια του ΠΜΣ «Δημόσιο Δίκαιο και Πολιτική Επιστήμη» Α.Π.Θ.