Macro

Ιφιγένεια Καμτσίδου: Επίθεση της κυβέρνησης στο κοινωνικό κράτος δικαίου

Η κυβέρνηση της Ν.Δ. ολοκληρώνει το πρώτο εξάμηνο της θητείας της, κατά το οποίο σειρά νομοθετικών παρεμβάσεων και συντονισμένες διοικητικές πρακτικές μετατρέπουν σε πράξη τις κατευθύνσεις του κυβερνητικού σχεδίου και καθιστούν κατάδηλους τους στόχους του πρωθυπουργού.

Πραγματικά, μια από τις βασικές προεκλογικές εξαγγελίες της Ν.Δ. ήταν η επιστροφή στην «κανονικότητα», με κύριο μέσο την εφαρμογή του δόγματος «νόμος και τάξη». Γνωστό από τον λόγο που ανάγει την ασφάλεια των προσώπων και τη δημόσια τάξη στο υπέρτατο κοινωνικό αγαθό της εποχής, το παραπάνω δόγμα χρησιμεύει, και από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού, για να αντιμετωπιστούν οι έντονες κοινωνικές κρίσεις που γεννά η νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση.

Με δυο λόγια: η αρρύθμιστη παγκοσμιοποίηση των οικονομικών σχέσεων και η υποχώρηση του εθνικού κράτους, στο οποίο αποδόθηκαν όλα τα ελαττώματα του καπιταλιστικού συστήματος (αδυναμία αντιμετώπισης της ανεργίας, εξουθενωτική γραφειοκρατία, υπέρογκη φορολογία κ.λπ.), ουδόλως δεν οδήγησαν σε μια ανάπτυξη ικανή να εξασφαλίσει την ευημερία των πολλών. Η ανεργία δεν παραμένει απλώς υψηλή, αλλά προσλαμβάνει μορφές που οδηγούν σημαντικές κοινωνικές ομάδες στο περιθώριο.

Επιπλέον η «απελευθέρωση» της κοινωνίας από τους χειραγωγικούς κρατικούς δεσμούς σήμανε την υποταγή της και την υποταγή των μελών της σε ανέλεγκτες οικονομικές μονάδες, που συχνά διαμορφώνουν όχι μόνον τις συνθήκες απασχόλησης, αλλά και τους όρους διαβίωσης των εργαζομένων και τους κανόνες της κοινωνικής συνύπαρξης. Το περιβάλλον υποβαθμίζεται με δραματικούς ρυθμούς, με τους ίδιους που εντείνονται οι ανισότητες.

Το δόγμα «νόμος και τάξη»

Πρόκειται για κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που δυσκολεύουν τη διαχείριση της εξουσίας και περιορίζουν τη νομιμοποίηση των κυβερνώντων, ιδίως όταν αυτοί δεν επιδιώκουν να απαλύνουν τις συνέπειες της νεοφιλελεύθερης θέσμισης, αλλά αντίθετα φροντίζουν για την καταπολέμηση των αντιστάσεων σε αυτές, για την αναπαραγωγή της εξουσίας των λίγων.

Στις παραπάνω δυσκολίες μοιάζει να απαντά το δόγμα «νόμος και τάξη» και γι’ αυτό αποτελεί βασική αναφορά της παρούσας κυβερνητικής πλειοψηφίας: στην ανασφάλεια που γεννούν η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και η ρευστοποίηση σημαντικών δικαιωμάτων, συχνά και της κοινωνικής αξιοπρέπειας, η κυβέρνηση επιδιώκει να δώσει σιγουριά με την ένταση της αστυνόμευσης, με τον εκτοπισμό των «απειλητικών» άλλων, καταρχάς των προσφύγων και μεταναστών, με την επίβλεψη της δημόσιας αντιπαράθεσης και τον κομματικό έλεγχο των κρατικών υπηρεσιών, ώστε οι πολιτικές της να εφαρμόζονται ανεμπόδιστα.

Ήδη με τον σχηματισμό της κυβέρνησης φάνηκαν οι βασικοί άξονες υλοποίησης του δόγματος: η Γενική Γραμματεία αντεγκληματικής πολιτικής μεταφέρθηκε στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, ενώ καταργήθηκε το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής και οι σχετικές αρμοδιότητες ανατέθηκαν σε αναπληρωτή υπουργό, ο οποίος επίσης εντάσσεται στο παραπάνω υπουργείο. Αυτό συνεπάγεται τη μετάλλαξη δυο κρίσιμων δημόσιων πολιτικών, που η μεν πρώτη σχετιζόταν με την απονομή της δικαιοσύνης και την επανένταξη των κρατουμένων, η δε δεύτερη με την υποδοχή και την κοινωνική ένταξη των μεταναστών. Η σύνδεσή τους με τη δημόσια τάξη τις μετέτρεψε από μεθόδους απόδοσης και προστασίας δικαιωμάτων σε απλά εργαλεία της κοινωνικής ευταξίας. Η σημασία, εξάλλου, που αναγνωρίζει η κυβέρνηση στα δικαιώματα και τις ελευθερίες γίνεται φανερή με την κατάργηση της αυτοτελούς Γ.Γ Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Αυταρχική διακυβέρνηση – κομματικό κράτος

Η επιτήρηση της δημόσιας σφαίρας αποτελεί έργο του στενού επιτελείου του πρωθυπουργού. Σε μια χώρα όπου τα ΜΜΕ τελούν υπό τον ασφυκτικό έλεγχο μιας ολιγαρχίας που δεν διστάζει να εκδηλώνει τις κομματικές προτιμήσεις της και να παραγκωνίζει όσους δεν της είναι αρεστοί, η Γ. Γ. Ενημέρωσης και Επικοινωνίας μεταφέρθηκε στην Προεδρία της Κυβέρνησης, ώστε οι πολιτικές της να διαμορφώνονται από το πρωθυπουργικό περιβάλλον.

Στην ίδια κατεύθυνση κινείται ο περιορισμός του πανεπιστημιακού ασύλου: το προϋφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς με κανέναν τρόπο δεν παρακώλυε την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας στα λίγα πανεπιστήμια που η ομαλή λειτουργία τους εμποδιζόταν από παράνομες πράξεις. Το μήνυμα, όμως, που έπρεπε να δοθεί ήταν πως διάφορες μορφές έκφρασης δεν είναι ανεκτές, πως ο δημόσιος λόγος οφείλει να μην ενοχλεί και να συμβαδίζει με τις επιλογές της πλειοψηφίας.

Γι’ αυτό και η προδήλως ακίνδυνη συγκέντρωση των φοιτητών στην ΑΣΟΕΕ, την επομένη της αστυνομικής εισβολής στον χώρο του ασύλου, αντιμετωπίστηκε με δυσανάλογη και δυσεξήγητη βία.

Τέλος, η βία. Η υλική αστυνομική βία, που από τους δρόμους και τις πλατείες εισβάλλει στο άσυλο της κατοικίας υπονομεύοντας τα θεμέλια του φιλελεύθερου και δημοκρατικού πολιτεύματος. Η συμβολική βία, που αναπτύσσεται από όσα κυβερνητικά στελέχη επιχειρούν να νομιμοποιήσουν τις πρακτικές εκείνων των αστυνομικών οργάνων που αυθαιρετούν, παραβιάζουν τον νόμο και εξουθενώνουν θεμελιώδη δικαιώματα. Στο ξεγύμνωμα, στον άγριο ξυλοδαρμό, στην αδικαιολόγητη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας αποδίδεται θετικό πρόσημο, καθώς θεωρούνται αναγκαία μέσα για τη διατήρηση της κοινωνικής ηρεμίας και την αδιατάρακτη ανάπτυξη των οικονομικο-κοινωνικών σχέσεων.

Ένα υπερδικαίωμα στην ασφάλεια γεννιέται, παραμερίζοντας τα υπόλοιπα δικαιώματα, τις ελευθερίες, τις θεμελιώδεις αρχές και τις διαδικασίες που στηρίζουν τη λειτουργία του κοινωνικού κράτους δικαίου τις τελευταίες δεκαετίες. Η πραγμάτωσή του προβάλλει ως κύρια επιλογή της κυβέρνησης, που στο όνομά του διαμορφώνει πολιτικές αποκλεισμού, μετατρέπει το «επιτελικό» κράτος σε κομματικό λάφυρο και χτίζει σταθερά μια αυταρχική διακυβέρνηση.

 

Η Ιφιγένεια Καμτσίδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ, μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων του Συμβουλίου της Ευρώπης (CPT)

Πηγή: Η Αυγή