«Όλα όσα ζήσαμε τα τελευταία χρόνια και όλα όσα περνάει η Ευρώπη έχουν εκ των πραγμάτων θέσει νέα πολιτικά διλήμματα, μακριά από τα ξεθωριασμένα σύνορα Αριστεράς – Δεξιάς», ισχυρίστηκε ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης, στην ομιλία του στους τομεάρχες του κόμματος του (5 Ιουνίου 2018). Και πρόσθεσε: «Τα μετέφεραν στο όριο που χωρίζει την πρόοδο από την καθυστέρηση, τη δημοκρατία από τον αυταρχισμό, την ικανότητα από την ανεπάρκεια και τελικά την αλήθεια από το ψέμα, την ειλικρίνεια από τον λαϊκισμό. Ασφαλώς και πολιτική δεν γίνεται χωρίς ιδεολογία. Όμως όλο και περισσότεροι πολίτες προκρίνουν την ενότητα, το μέτρο και το αποτέλεσμα απέναντι στα ψεύτικα, στα κούφια λόγια του λαϊκισμού».
Οι παραπάνω γραμμές παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, όχι λόγω της δήθεν καινοτομίας τους, αλλά γιατί συμπυκνώνουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο επικεφαλής της Ν.Δ. την πολιτική. Η δήθεν υπέρβαση της διαίρεσης «Αριστερά-Δεξιά» δεν είναι καθόλου φρέσκο φρούτο. Είναι πολύ γνωστά αυτά ήδη από το 1994, όταν ο Άγγλος κοινωνιολόγος Άντονυ Γκίντενς, ο οποίος διετέλεσε σύμβουλος του Τόνυ Μπλερ, εξέδωσε το βιβλίο με τίτλο Πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς i. Ένα βιβλίο που αποτέλεσε οδηγό για τη μετεξέλιξη του αγγλικού Εργατικού Κόμματος στους Νέους Εργατικούς και τη συναφή πολιτική και ιδεολογική στροφή προς τη «λογική της αγοράς». Είναι η περίοδος που ακολουθεί την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, κατά την οποία η ρητορική περί του «τέλους της Ιστορίας», του «τέλους της ιδεολογίας» και όλων των συναφών είχε σαφώς το πάνω χέρι. Η επικράτηση της ιδεολογίας του νεοφιλελευθερισμού εμφανίστηκε, όχι τυχαία, ως η επικράτηση της «πραγματικότητας». Από το 1917 ώς το 1989, η ανθρωπότητα είχε πέσει στην «πλάνη της ιδεολογίας», συνεπώς.
Τα γνωρίσαμε από πρώτο χέρι, άλλωστε, και στην Ελλάδα, κατά τη διακυβέρνηση Σημίτη από το 1996 ώς το 2004 με κεντρικό σύνθημα τον «εκσυγχρονισμό». Κατά την οκταετία αυτή μάθαμε πως οι ισχυροί της χώρας αυτής είναι, βεβαίως, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνδικαλιστές, αλλά όχι λόγου χάρη οι εφοπλιστές ή οι τραπεζίτες, και πως το χρηματιστήριο είναι ένας θεσμός από τον οποίο όλοι μπορούν να κερδίσουν.
Ακόμα πιο ενδιαφέρον, ωστόσο, παρουσιάζει η απόφανση του Κυρ. Μητσοτάκη πως «πολιτική δεν γίνεται χωρίς ιδεολογία». Και το ενδιαφέρον είναι πως, ενώ η ιδεολογία εμφανίζεται ως πλάνη, ταυτόχρονα είναι και απαραίτητη. Ας δεχτούμε, λοιπόν, ακολουθώντας το παραπάνω σκεπτικό, πως η ιδεολογία δεν είναι κάτι άλλο πέρα από ένα εργαλείο για την άσκηση πολιτικής. Όπως, λόγου χάρη, ο μηχανικός διαθέτει την εργαλειοθήκη με τα κατσαβίδια, τα τρυπάνια κι όλα τα υπόλοιπα εργαλεία του, έτσι κι ο πολιτικός διαθέτει το εργαλείο της ιδεολογίας. Σε τι χρησιμεύει στον Κυρ. Μητσοτάκη το συγκεκριμένο… εργαλείο;
Για ποιον λόγο λοιπόν ο επικεφαλής της Ν.Δ. χρειάζεται την ιδεολογία για να μιλήσει για την εισαγωγή των ιδιωτών στην κοινωνική ασφάλιση; Με ποιο κριτήριο θεωρεί ως «ξεπερασμένες» τις συλλογικές συμβάσεις; Γιατί πρέπει να καταφύγει στην ιδεολογία για να υποστηρίξει πως δεν είναι δυνατόν να ισχύει το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας; Δεν είναι… πραγματικά και προοδευτικά όλα αυτά;
Σε τι χρησιμεύει η ιδεολογία στον Κυρ. Μητσοτάκη όταν κάνει λόγο για την ανάγκη ιδιωτικοποίησης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ); Δεν είναι… αυτονόητο ότι πρέπει να ιδιωτικοποιηθεί, όσο αυτονόητη είναι, παραδείγματος χάρη, η ανατολή του ηλίου από την ανατολή;
Κι αν η ιδιωτικοποίηση του ΓΛΚ κρίνεται ως απαραίτητη, για ποιον λόγο να μην ιδιωτικοποιηθεί και το ίδιο το γραφείο του πρωθυπουργού; Για ποιον λόγο χρειάζεται να είναι κάποιος εκλεγμένος; Δεν θα γίνεται καλύτερα η… δουλειά;
i. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 1999, από τις εκδόσεις Πόλις.
Σίμος Χρήστος
Πηγή: Η Αυγή