Macro

Η Συμφωνία των Πρεσπών: δύναμη και ευθύνη του δι-εθνικού

Η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί μια μεγάλη επιτυχία για τη χώρα μας, τα Βαλκάνια και την Ευρώπη. Οι πολιτικές, πολιτισμικές και ιδεολογικές διαστάσεις είναι αρκετές και τα αποτελέσματά της εξίσου κρίσιμα. Επηρεάζει ήδη τις πολιτικές εξελίξεις, αναμοχλεύει ζητήματα μνήμης και ανακατασκευής εθνικών ταυτοτήτων, αναδεικνύει πρωτότυπες ιδεολογικές αντιφάσεις και δυνατότητα νέων συνθέσεων. Θα αναφερθούμε σχηματικά σε τρία κρίσιμα σημεία μιας συζήτησης που θα διαρκέσει άλλωστε ακόμη κάποιο καιρό. Το Μακεδονικό συνιστούσε ένα πρόβλημα το οποίο συνδέεται με ένα βαθύ τραύμα της ελληνικής κοινωνίας δηλαδή τον Εμφύλιο και τη μακεδονική μειονότητα, τραύμα που στη συνέχεια εργαλειοποιήθηκε ως εσωτερικό πολιτικό διακύβευμα συγκροτώντας τα μπλοκ εξουσίας με αποτέλεσμα να προκαλέσει ένα παγκοσμίου πρωτοτυπίας παράδειγμα φετιχιστικής εθνικιστικής ιδεολογίας.

Η αυτονόμηση της ιδεολογίας

Καταρχήν, οι Έλληνες δεν γνώριζαν τόσα χρόνια κάτι σχετικά με την ύπαρξη της μειονότητας ή το προσποιούνται; Έτσι έλεγα και γω όταν πρωτοάκουσα περί αυτής στη δεκαετία του 80 αλλά διαπίστωσα πάραυτα ότι είχα πέντε φίλους με αυτή την καταγωγή. Σε κάθε περίπτωση είμαστε ενώπιον μιας Άπάρνησης (Verleugnung/ disavowal). Δηλαδή δεν πρόκειται για άγνοια ενός γεγονότος ή πράγματος, αλλά για απόρριψη του από τη επίσημη σκέψη. Αλλά με τη φροϋδική σημασία η απόλυτη άρνηση είναι μια κατάφαση, μια απόδειξη της ύπαρξης του απορριπτόμενου.

Γιατί όμως προκαλεί τέτοιο πρόβλημα μια αποδεκατισμένη από τις διώξεις μειονότητα; Όπως έδειξε ο Τ. Κωστόπουλος, σε αντίθεση με άλλα «εθνικά» ζητήματα τεχνικού ή καθαρά διακρατικού χαρακτήρα, το Μακεδονικό υπήρξε εξαρχής ένα ζήτημα εσωτερικής κυρίως πολιτικής, ένα ζήτημα μαζών και πολιτικής κινητοποίησής τους, με επίδικο την κατάκτηση ή τη διατήρηση της πολιτικής εξουσίας – τόσο της κεντρικής όσο και ποικίλων μικροεξουσιών, στο επίπεδο του χωριού ή ακόμη και της συνοικίας.

Ωστόσο, η εργαλειοποίηση του ζητήματος, ακόμη και αν συνδέεται με την τραυματική άρνηση, μπορεί να αναφέρεται στη διαπάλη ηγεμονίας παραμένοντας στο κλασικό σχήμα εξήγησης της ιδεολογίας βάσει υλικών συμφερόντων. Αν συνέβαινε αυτό, τότε μια σειρά ορθολογικών επιχειρημάτων θα αρκούσε για να επικρατήσει η μια πλευρά έναντι της αντιπάλου της. Και όμως, διαπιστώθηκε πολλάκις ότι η παράταξη των «μακεδονομάχων» είναι αδιάβροχη από την ιστορική επιχειρηματολογία, αλλά επίσης και από επιχειρήματα διεθνοπολιτικών ή γεωπολιτικών εθνικών συμφερόντων. Τα κινήματα αυτά είναι πέραν της ιδεολογίας και της ηγεμονίας, διότι γυροφέρνουν στις απόλυτες πεποιθήσεις φετιχιστικά και όχι με βάση μια συσχέτιση πίστης και συμφέροντος. Αντλούν απόλαυση από το τραύμα της απώλειας (της ιστορίας, της παγιωμένης ταυτότητας κλπ) και δεν είναι σε θέση να διαπραγματευτούν το τραύμα εντός τους ούτε με τους άλλους. Η «μακεδονική απόλαυση» επιτρέπει την διαρκή εκτύλιξη λόγων αντλώντας αυτοτελή ηδονή από αυτήν, όχι από την επιτυχία του στόχου που φραστικά θέτει. Μέχρι τώρα, λέγαμε ότι η μακεδονολογία ήταν μία «υπερδομή» κάποιας κρυμμένης αιτίας (της εθνοκάθαρσης). Βαθμιαία όμως αυτονομήθηκε, αποσπάστηκε από την όποια «βάση» και έγινε η ίδια το κέντρο.

Δεν πρόκειται για την κλασική ιδεολογία του έθνους που εντάσσει τα άτομα στο κράτος ως υποκείμενα-πολίτες δημιουργώντας μια κοινότητα πολιτών με δικαιώματα. Βρισκόμαστε σε μια νέα εποχή αυταρχικής αναστροφής και αποκλεισμών, ύψωσης συνόρων, τειχών, κρίσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης –της μόνης υπαρκτής παγκοσμιοποίησης. Αρκετοί συμπολίτες μας βιώνουν έντονα την απώλεια ταυτότητας για πολλούς λόγους, κυριαρχούμενοι από «πανικό» και φόβο για τον «Άλλον», για την ετερότητα γενικά. Στις περιπτώσεις αυτές, παρατηρείται μια απόλυτη καθήλωση σε ορισμένες αρχές. Αντί αυτές να χρησιμοποιούνται ως οδηγός μέσα στα γεγονότα και στις περιστάσεις, απολυτοποιούνται και επιστρέφουν φετιχιστικά ως απόλυτες πεποιθήσεις. Όπως συμβαίνει στο φαινόμενο του φονταμενταλισμού, οι άλλοι με διαφορετικές πεποιθήσεις χαρακτηρίζονται πλέον ως άπιστοι και προδότες, παίρνουν τη φιγούρα του «απόλυτου εχθρού». Το μίσος γεννιέται σε αυτό το εσωτερικό τυφλό σημείο όπου αναδύεται το κακό, το οποίο καταστατικά εμφιλοχωρεί μέσα σε όλους μας, ως τάση αυτοκαταστροφής.

Σεβασμός- «όλοι έχουμε ρηγματωμένες ταυτότητες»

Τι κάνουμε απέναντι σε αυτό; Το κλειδί σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η στάση του σεβασμού. Από τον Καντ έως τον Τσαρλς Ταίηλορ, η έννοια αυτή παραπέμπει απευθείας στο σωματικό αίσθημα πέραν του καθαρού λόγου. Αν και συχνά γίνεται χρήση της έννοιας στο πλαίσιο του συντηρητικού εννοιολογικού οπλοστασίου, εντούτοις ο σεβασμός του άλλου και η αναγνώριση των συναισθημάτων του αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να αποκατασταθεί μια έλλογη επικοινωνία. Για να αναγνωρίσουμε τον άλλο και το αδύνατο σημείο του, προϋπόθεση αποτελεί να αναγνωρίζουμε το αδύνατο σημείο μέσα μας. Αλλιώς αναπαράγεται το μοντέλο αλαζονικής συμπεριφοράς της Δύσης έναντι του υπόλοιπου κόσμου. Συγκρούεσαι με τον εθνικά πληγωμένο, αλλά δεν τον υποτιμάς. Υπερασπίζεσαι έναν τόπο ως πατρίδα, μια ταυτοποίηση ρηγματωμένη και ευάλωτη, αλλά με σεβασμό στην αντίστοιχη του αντιπάλου ή του γείτονα. Γι’ αυτό τον λόγο, κανείς δεν είναι απόλυτος εχθρός για μας. Γι’ αυτό τον λόγο, ήταν επιτυχημένη η συνέντευξη του Πρωθυπουργού μετά την υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών. Διευκρίνισε ότι «υπάρχουν συμπολίτες μας που διαφωνούν με αυτή τη συμφωνία. Δεν τους φοβάμαι, τους σέβομαι».

Ο σεβασμός δεν αφορά, βέβαια, τους φασίστες και τους ρατσιστές που χρησιμοποιούν το «Μακεδονικό» για τη διάδοση του μίσους. Μάλιστα είναι οι ίδιοι που διαμαρτύρονται για μη σεβασμό τους εκ μέρους της κυβέρνησης με το χαρακτηριστικό πολιτικό «ύφος της αναίδειας».

Αντιστρόφως, οφείλουμε να υπενθυμίζουμε ότι δεν υπάρχει κάτι που χάνεται, αλλά που κερδίζεται: μια νέα ταυτότητά μας μέσα από την συνανάπτυξη των βαλκανικών λαών και τον σεβασμό του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού. Έχουμε τα λάβαρα από τα τραύματά μας αλλά διαπραγματευόμαστε πάνω σε αυτά τις νέες ταυτότητες σε μια κοινή διαδικασία.

Διεθνικό: μια νέα πολιτική μνήμης και ευθύνης για το μέλλον

Αλλά απαιτείται κάτι επιπλέον: μια νέα πολιτική συνάρθρωση συμμαχιών εντός και εκτός Ελλάδος όχι σε δι-εθνιστική(international) αλλά δι-εθνική βάση(transnational).

Το κράτος φτιάχνει έθνος σύμφωνα με την πάγια μαρξιστική θέση, αλλά όταν εντασσόμαστε μέσα σε ένα ευρύτερο σύνολο, όπως η Ευρώπη, και γενικά όσον αφορά τη θέση μας στον κόσμο, τότε δεν μπορούμε να υποστείλουμε αυτό που μας ξεχωρίζει και μας ενώνει ταυτόχρονα. Η μάχη κατά του εθνικισμού δεν αρνείται την εθνική ταυτότητα υπέρ ενός αισθήματος «πολίτη του κόσμου». Τα χειραφετητικά κινήματα της εποχής μας είναι κινήματα κοσμοπολιτικής, όχι κοσμοπολίτικα: Οι άνθρωποι και τα κινήματα έχουν πλέον επίγνωση με βάση την ιστορική εμπειρία ότι η ανθρωπότητα ήταν πάντοτε, και πόσο μάλλον είναι σήμερα, διηρημένη και συγκρουσιακή. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι τείνουμε προς την ειρηνική, δημοκρατική, πολιτισμένη κατά τα δυτικά πρότυπα ανθρωπότητα που υποσχόταν το χαμένο ιδεώδες του κοσμοπολιτισμού. Ωστόσο, αντί ενός a priori ιδεώδους, μπορούμε να συλλάβουμε ένα ιδανικό ως αποτέλεσμα των πρακτικών μας –ειδικά των πολιτικών δράσεων και αντιστάσεων.

Τα σύγχρονα κινήματα με αυτή την έννοια αποκαλούνται παγκοσμιοτοπικά, αφού οι τοπικές σημασίες με βάση τις οποίες δρουν και αντιστέκονται, μπορούν να συναρθρώνονται εκ των υστέρων σε ορισμένες καθολικές αρχές-αξίες όπως η αξιοπρέπεια, η ισότητα και ελευθερία. Συνεπώς, μπορούμε να απομακρυνθούμε από τη διάκριση εθνικό/κοσμοπολιτικό. Τείνουμε να αντιληφθούμε μια έννοια των ταυτοτήτων πιο σύνθετη και δυναμική. Υπό αυτή την έννοια, φέρουμε την ευθύνη να σκεφτόμαστε τον εθνικό εαυτό μας μέσα στον κόσμο.

Οι αντιιμπεριαλιστές αριστεροί διατείνονται ότι η συμφωνία δεν αποτέλεσε επιλογή της κυβέρνησης αλλά επιβλήθηκε από τον διεθνή παράγοντα. Εδώ μπορούμε να αναπτύξουμε ένα «πλάγιο», αθόρυβο επιχείρημα. Η συμφωνία είναι το ενδεχομενικό αποτέλεσμα μιας συνάντησης ευνοϊκών επιδιώξεων στο εσωτερικό των δυο χωρών. Είναι γνωστό ότι υπάρχει ιστορικά μια αντιεθνικιστική τάση στη φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ από παλιά ή, τουλάχιστον, τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια. Δεν είναι πλειοψηφική στην κοινωνία αλλά είναι ορατή, ξέρει πώς να συναντάται και να χρησιμοποιεί την δύναμη των άλλων, να συνθέτει δυνάμεις. Παρομοίως και στην Βόρεια Μακεδονία αντέδρασαν στον εξαρχαϊσμό, τη διαφθορά του Γκρούεφσκι υπερασπιζόμενοι την κληρονομιά του Γκλιγκόρωφ. Άλλοι είναι μειοψηφία σίγουρα, αφού μαζεύουν 1000 άτομα μάξιμουμ στις κινητοποιήσεις.

Η δι-εθνική τάση όρισε μια ιστορία της περιοχής και της χώρας όπως ήταν πριν κοπεί το νήμα της από όσους αρνούνται το τραύμα και αναδείχτηκε ως η πιο πατριωτική δύναμη από όλες. Αποκαλύπτει το παρελθόν και τα κρίματά μας και γι αυτό το λόγο αναλαμβάνει την ευθύνη για ολόκληρη την ιστορία, αποκαθιστά την πραγματική συνέχειά της χωρίς τα ιδεολογήματα και τα fake news της μακεδονομαχίας.

Σε μια ταυτότητα ενταγμένη σε ένα ευρύτερο σύνολο μπορεί να αποκτήσει νόημα μια νέα πολιτική πρόταση. Τα κινήματα είναι ιδεολογικώς παραγωγικά και, από την άλλη, ένα κόμμα, και μάλιστα κυβερνητικό, χρειάζεται να στεγασθεί ως σύνολο κάτω από μία κατεύθυνση συμπόρευσης και κατανόησης με τα άλλα έθνη. Στην έννοια της δι-εθνικότητας, πρυτανεύει το πολιτειακό στοιχείο της δημοκρατίας έναντι του έθνους, μια πολιτική ενότητα που αναγνωρίζει και ενσωματώνει τη διαφορά –συνεπώς μια νέα πολιτική κοινότητα, μια σύλληψη της «αδερφότητας με ισότητα και ελευθερία». Η αντίθετη ιδεολογία είναι ο αποκλειστικός πατριωτισμός, δηλαδή ο εθνικιστικός λόγος που βασίζεται στην ομοιογένεια, την εξάλειψη της διαφοράς και την πολιτική του μίσους «εις το όνομα της αγάπης» για την πατρίδα.

Η «συμφωνία των Πρεσπών» αποτελεί ένα υπόδειγμα τέτοιας πολιτικής και από τα δυο εμπλεκόμενα μέρη. Αξιοποιώντας ευφυώς ευκαιρίες σε επίπεδο διεθνών συσχετισμών παράγει από τα κάτω, δηλαδή από τη ίδια τη συνεννόηση των δύο μερών, ένα σπάνιο παράδειγμα συνύπαρξης μέσω της κοινής προοπτικής σε ένα ευρύτερο όλον εκεί που επικρατούσε ένα είδος αυτιστικής, απομονωτικής και αποκλειστικής, εθνικής αντίθεσης. Είναι άλλο να αγαπάς την ταυτότητά σου, κι άλλο να αποστρέφεσαι την ταυτότητα των άλλων.

Η δι-εθνικότητα προτείνει μια νέα πολιτική στα Βαλκάνια με δράσεις εντός και ανάμεσα στα κράτη. Μικρά βραχυκυκλώματα κατανόησης, αγάπης, ορισμένες πονηριές αλληλεγγύης στις ευάλωτες ζωές και συμφιλίωσης ακυρώνουν τις εθνοκρατικές περιφράξεις, τις λογοκρισίες, τη θανατοπολιτική του μίσους, της δυσανεξίας-συνθήκης για επιθέσεις βίας, τραμπουκισμών και, εν τέλει, πολιτικής τρομοκρατίας. Να ανοίγουμε komshi kapidjik –«πορτάκια μεταξύ γειτόνων» (Goran Janev) για να επικοινωνήσουμε με τους γείτονές μας. Ο Τσίπρας και ο Ζάεφ άνοιξαν το πορτάκι μεταξύ των γειτόνων. Η αγγελοπουλική σκηνή της διέλευσης των συνόρων στα νερά της λίμνης κατά την υπογραφή της συμφωνίας συμβολίζει το άνοιγμα της επικοινωνίας και της δημιουργίας ενός δικτύου κοινών δράσεων, ενός δημόσιου χώρου ενταγμένου σε μια κοινή ευρωπαϊκή προοπτική.

Μιχάλης Μπαρτσίδης