Ακόμη και πριν το Νοέμβριο του 1970, όταν ο μαρξιστής Σαλβαδόρ Αλιέντε, ανέλαβε την προεδρία της Χιλής ως ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος, οι αμερικανικές κυβερνήσεις υπήρξαν ιδιαίτερα ανήσυχες με τις εξελίξεις στη λατινοαμερικανική χώρα.
Όπως έμελλε να αποκαλύψει αργότερα η έκθεση του 1975 της επιτροπής Frank Church του αμερικανικού Κογκρέσου, ρεπουμπλικάνοι και δημοκρατικοί, είχαν επενδύσει στην εκστρατεία κατά του Αλιέντε σε τέσσερις διαδοχικές προεδρικές εκλογές – το 1952, το 1958, το 1964 και το 1970-. Σύμφωνα με τις μετέπειτα αποκαλύψεις, μόνο στις εκλογές του 1964, η CIA δαπάνησε, ανά κάτοικο Χιλής, περισσότερα χρήματα από τις καμπάνιες ρεπουμπλικανών και δημοκρατικών μαζί, στις εκλογές των ΗΠΑ της ίδιας χρονιάς.
Η Χιλή υπήρξε από τις λίγες, μεγάλες χώρες της Νότιας Αμερικής με μακρά, αδιάσπαστη δημοκρατική παράδοση, ήδη από το 1927. Τα έντονα προοδευτικά στοιχεία στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή της προκαλούσαν συχνά την αντίδραση των συντηρητικών γειτόνων της οι οποίοι συντηρητικοποιήθηκαν ακόμα περισσότερο από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι ΗΠΑ επέκτειναν αδιάκοπα την επιρροή τους στη Λατινική Αμερική, διατηρώντας άριστες σχέσεις με τα δικτατορικά καθεστώτα στον περιοχή – στη Βολιβία, τη Βραζιλία, την Παραγουάη, την Ουρουγουάη, ή την Αργεντινή- μέσω γενναιόδωρων χρηματοδοτήσεων και στρατιωτικών παροχών. Τα καθεστώτα, με τη σειρά τους, επέτρεπαν στην υπερδύναμη απεριόριστη πρόσβαση στις αγορές και τους φυσικούς πόρους τους.
Η Χιλή, με το ζωντανό σοσιαλιστικό και εργατικό κίνημά της, ήταν ένα αγκάθι για τις ΗΠΑ, και ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον παρακολουθούσε με αυξανόμενη απογοήτευση τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1970 στη Χιλή. Το ενδεχόμενο ο Αλιέντε να μην ήταν ο επόμενος πρόεδρος της χώρας ήταν πολύ μικρό, ενώ, η εκλογή του απαιτούσε και την επικύρωση του Κογκρέσου. Ο Νίξον είχε συμφωνήσει, χρόνια πριν την εκλογή Αλιέντε, με τον σύμβουλο ασφαλείας των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, ότι δεν θα άφηναν τη Χιλή «να πάει κατά διαόλου». Η συντηρητική ιδιοσυγκρασία των ΗΠΑ της περιόδου, προκαλούνταν από τα ισχυρά, σοσιαλιστικά διαπιστευτήρια του Αλιέντε, ο οποίος ηγείτο του συνασπισμού στον οποίο συμμετείχε και το κομμουνιστικό κόμμα της Χιλής. Οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, δεν θα κάθονταν με σταυρωμένα χέρια. Με επικεφαλής τον Κίσινγκερ θεσπίστηκε η «Επιτροπή των 40», με εντολή τον συντονισμό και την επίβλεψη των μυστικών επιχειρήσεων σαμποτάζ για την ματαίωση της υποψηφιότητας Αλιέντε- ακόμα και με τη μεθόδευση στρατιωτικού πραξικοπήματος, αν αυτό κρινόταν απαραίτητο- γεγονός που αποκαλύφθηκε χρόνια αργότερα.
Το 1999- 2000, υπό διεθνείς πιέσεις, η κυβέρνηση Κλίντον υποχρεώθηκε να δώσει στη δημοσιότητα απόρρητα έγγραφα αναφορικά με τις επιχειρήσεις των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών στη Χιλή. Στο φως ήρθαν ανατριχιαστικές λεπτομέρειες ενός σκοτεινού σχεδίου ανατροπής και τρομοκρατίας με σκοπό την ανατροπή του χιλιανού προέδρου. Όπως προέκυψε, υπήρξε χρηματοδότηση και συντονισμός, από μέρους της CIA για την απαγωγή του Χιλιανού στρατηγού Σνάιντερ, ο οποίος αρνήθηκε να συνωμοτήσει για την απομάκρυνση του εκλεγμένου προέδρου στη χώρα του. Ο Σνάιντερ σκοτώθηκε σε μία αποτυχημένη απόπειρα απαγωγής του ενώ, σύμφωνα με τις αποκαλύψεις των εγγράφων, η CIA ήταν αυτή που βοήθησε τους επίδοξους απαγωγείς να διαφύγουν στις ΗΠΑ, «για ανθρωπιστικούς λόγους». Μετά την αποτυχία στην αποτροπή της ορκωμοσίας Αλιέντε, ο Νίξον προέτρεψε τον Κίσινγκερ να εξαϋλώσει την χιλιανή οικονομία. Ο καταποντισμός της οικονομίας της Χιλής, θα άφηνε λίγα περιθώρια στα κράτη υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ να αναθαρρήσουν εναντίον τους. Ταυτόχρονα, εγκρίθηκαν από τον Αμερικανό πρόεδρο τεράστιες επιχορηγήσεις σε αντίπαλους στον Αλιέντε πολιτικούς σχηματισμούς και επιχειρήσεις. Ο μεγαλύτερος όμιλος μέσω ενημέρωσης της Χιλής, ο El Mercurio, απέσπασε υπέρογκα ποσά, με σκοπό την παραπληροφόρηση και προπαγάνδα κατά της νεοεκλεγμένης κυβέρνησης.
Σαλβαντόρ Αλιέντε
Χιλιανός σοσιαλιστής πολιτικός, που ανατράπηκε με στρατιωτικό πραξικόπημα στις 11 Σεπτεμβρίου 1973 και έκτοτε αποτελεί ένα από τα σύμβολα της Αριστεράς. O Σαλβαντόρ Αλιέντε ήταν ο πρώτος Μαρξιστής πολιτικός της Λατινικής Αμερικής που ανέλαβε το ανώτατο αξίωμα της χώρας του με ελεύθερες εκλογές.
Ο Σαλβαντόρ Αλιέντε (Σαλβαδόρ Αγιέντε η ορθή προφορά του ονοματεπωνύμου του) γεννήθηκε στο Σαντιάγο της Χιλής στις 26 Ιουνίου 1908 και καταγόταν από μεγαλοαστική οικογένεια με ρίζες από την Βασκωνία και το Βέλγιο. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Χιλής και αποφοίτησε το 1933. Κατά την διάρκεια των σπουδών του πολιτικοποιήθηκε στον χώρο της Αριστεράς και ανέπτυξε δράση ως στέλεχος μαρξιστικής κίνησης.
Πήρε μέρος στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού Κόμματος το 1933 και το 1937 εκλέχθηκε βουλευτής. Από το 1938 έως το 1942 διετέλεσε υπουργός Υγείας στην αριστεροφιλελεύθερη κυβέρνηση του προέδρου Πέδρο Αγκίρε Σέρδα. Το 1945 εκλέχθηκε για πρώτη φορά γερουσιαστής και επανεκλέχθηκε τρεις φορές ακόμη.
To 1940 παντρεύτηκε την βιβλιοθηκονόμο Ορτένσια Μπούσι (1914-2009), με την οποία απέκτησε τρεις κόρες, την Κάρμεν Πας Αλιέντε (γ.1941), την πολιτικό και γιατρό Μπεατρίς Αλιέντε (1943-1977), ) και την γνωστή και δημοφιλή συγγραφέα Ιζαμπέλ Αλιέντε (γ.1945)
Τό 1952 έθεσε υποψηφιότητα για την προεδρία της Χιλής, αλλά διαγράφηκε προσωρινά από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, επειδή δέχθηκε την υποστήριξη του παράνομου τότε Κομμουνιστικού Κόμματος. Κατέλαβε την τέταρτη θέση με το πενιχρό 5,45% των ψήφων.
Έθεσε και πάλι υποψηφιότητα το 1958, με την υποστήριξη του Σοσιαλιστικού και Κομμουνιστικού Κόμματος (νόμιμου στο μεταξύ) και ήρθε δεύτερος μέ μικρή διαφορά από τον φιλελεύθερο συντηρητικό υποψήφιο Χόρχε Αλεσάντρι (28,85% έναντι 31,56%). Με την υποστήριξη των ίδιων κομμάτων, όμως, υπέστη συντριπτική ήττα από τον χριστιανοδημοκράτη Εντουάρντο Φρέι το 1964 (38,93 % έναντι 56,09%)
Με την τέταρτη απόπειρά του, ο Αλιέντε άλωσε το Παλάσιο ντε λα Μονέδα, το προεδρικό μέγαρο της Χιλής. Το 1970, ως υποψήφιος της Λαϊκής Ενότητας, ενός συνασπισμού σοσιαλιστών, κομμουνιστών, ριζοσπαστών και μερικών αποστατών χριστιανοδημοκρατών, απέσπασε το 36,3% των ψήφων, αλλά δεν συγκέντρωσε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα της χώρας πλειοψηψία. Η εκλογή του έπρεπε να επικυρωθεί από τη Βουλή στην οποία κυριαρχούσε η Δεξιά. Τελικά η εκλογή του επικυρώθηκε στις 24 ‘Οκτωβρίου 1970, αφού ο Αλιέντε υποσχέθηκε να υποστηρίξει δέκα φιλελεύθερες συνταγματικές τροπολογίες που ζητούσαν οι χριστιανοδημοκράτες.
Μετά την ορκωμοσία του, στις 3 Νοεμβρίου 1970, άρχισε νά παίρνει μέτρα γιά την αναδιάρθρωση της χιλιανής οικονομίας, κατά τα σοσιαλιστικά πρότυπα και σύμφωνα με την μόδα της εποχής. Εθνικοποίησε ορισμένες βιομηχανίες και με μια τροποποίηση του Συντάγματος θεμελίωσε το δικαίωμα της χώρας του να εθνικοποιεί τον ορυκτό της πλούτο, έχοντας η ίδια την διακριτική ευχέρεια στον προσδιορισμό της αποζημίωσης. Οι αποφάσεις του αυτές τον έφεραν σε σύγκρουση όχι μόνο με τις ΗΠΑ, οι οποίες είχαν μεγάλα συμφέροντα στην βιομηχανία ορυκτών, αλλά και με την διεθνή επενδυτική κοινότητα.
Η κυβέρνησή του απαλλοτρίωσε μεγάλες γαιοκτησίες προς όφελος γεωργικών συνεταιρισμών και ευνόησε μεγάλες αυξήσεις για τους βιομηχανικούς εργάτες. Μιά και δεν είχε υποστήριξη για να προχωρήσει σε άμεσες εθνικοποιήσεις, απέκτησε τον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος αγοράζοντας μετοχές με κρατικά ομόλογα. Την ίδια περίοδο εγκαινίασε διπλωματικές σχέσεις με την Κίνα και την Κούβα του Φιντέλ Κάστρο.
Δύο χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας τα πράγματα για το Σαλβαδόρ Αλιέντε είχαν γίνει πραγματικά δύσκολα: άδεια ταμεία, πληθωρισμός πάνω από 1000%, συνδικαλιστικές αντιδράσεις για τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις του και έντονη απογοήτευση από την μεσαία τάξη. Πάντως έχαιρε ακόμη της υποστήριξης των εργατών και αγροτών, γεγονός που επιβεβαιώθηκε στις βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου του 1973, στις οποίες η παράταξή του συγκέντρωσε το 44% των ψήφων.
Στις 29 Ιουνίου, ο συνταγματάρχης Ρομπέρτο Σουπέρ επιχείρησε ανεπιτυχώς να ανατρέψει τον Αλιέντε. Η κατάσταση στην Χιλή άρχισε να γίνεται χαοτική. Στις αρχές Σεπτεμβρίου η χώρα γνώρισε μια ιστορική πολιτική διαδήλωση. 400.000 γυναίκες έξω από το Καθολικό Πανεπιστήμιο του Σαντιάγο απαιτούσαν την παραίτηση του Προέδρου. Όταν ο Αλιέντε ανακοίνωσε την παντελή έλλειψη σιταριού, ο λαός άρχισε να σκέφτεται σοβαρά τους στρατιωτικούς.
Το πρωί της 11ης Σεπτεμβρίου 1973 εκδηλώθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα υπό τον αρχηγό του στρατού, στρατηγό Αουγκούστο Πινοτσέτ, με την υποστήριξη των ΗΠΑ και της Βραζιλίας. Οι πραξικοπηματίες, αφού πρώτα περικύκλωσαν και βομβάρδισαν το Προεδρικό Μέγαρο στην συνέχεια εισέβαλαν μέσα σε αυτό. Ο Σαλβαντόρ Αλιέντε και οι στενοί συνεργάτες του σκοτώθηκαν, ύστερα από σθεναρή αντίσταση.
Οι πραξικοπηματίες αξιωματικοί ισχυρίστηκαν ότι έδωσαν τη δυνατότητα στον Αλιέντε να διαφύγει στο εξωτερικό, παραχωρώντας του αεροπλάνο. Ο Πρόεδρος, όμως, αρνήθηκε. Σύμφωνα με δηλώσεις του προσωπικού του γιατρού, ο Αλιέντε παρέμεινε στο σαλόνι του Προεδρικού Μεγάρου και αφού κάθε αντίσταση είχε πλέον εκλείψει, έβαλε ανάμεσα στα πόδια του ένα αυτόματο όπλο ΑΚ-47 (Καλάσνικοφ), που του είχε χαρίσει ο Φιντέλ Κάστρο και αυτοπυροβολήθηκε.
Τη διακυβέρνηση της Χιλής ανέλαβε τετραμελής στρατιωτική χούντα, υπό τον στρατηγό Πινοτσέτ. Η χώρα παρέμεινε «στον γύψο» έως το 1990.
LEFT με πληροφορίες από ethnos.gr, sansimera.gr