Βλέποντας τις εικόνες από ρεπορτάζ στην Ιταλία για τους αζήτητους νεκρούς του κορονοϊού, νιώθεις ότι αυτή η κοινωνία που σαπίζει μέσα στις αναθυμιάσεις της ατομικής ευθύνης και της πειθαρχίας βρίσκεται στην αρχή μιας νέας εποχής.
Αυτό που αναδύεται από τις εικόνες του ρεπορτάζ είναι μια αίσθηση αβάσταχτης μοναχικότητας και οι συνειρμοί που μπορεί να κάνει κανείς είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι έζησαν σε μια εποχή σε ένα κοινωνικό σύστημα όπου ο θάνατος τους δεν είχε καμία σημασία για κανέναν. Δεν ήταν άστεγοι, ήταν τρόφιμοι οίκων ευγηρίας που σημαίνει ότι είχαν παιδιά, εγγόνια, οικογένειες που ακόμα και στον θάνατο τους δεν νοιάστηκαν έστω και για ένα τελευταίο αντίο σε αυτούς.
Ήταν πατεράδες, μανάδες, παππούδες, αδελφοί, συγγενείς, συνάδελφοι. Συνειρμικά μου ήρθε στο μυαλό ο μονόλογος της Αντιγόνης για τους άταφους νεκρούς και τις ύβρεις. Γιατί ναι, στην πραγματικότητα αυτοί οι αζήτητοι νεκροί που έδειχναν τα πλάνα της τηλεόρασης στην πραγματικότητα παρέμειναν άταφοι, αφού η έννοια της ταφής δεν είναι μόνο η βιολογική διάλυση των σωμάτων αλλά η απόδοση τιμής για ό,τι άφησαν πίσω τους. Εδώ ακόμα και αυτές οι προαιώνιες αξίες που συγκροτούν την ανθρώπινη ύπαρξη τσαλαπατιούνται. Είναι η σύγχρονη ύβρις και δυστυχώς δεν υπάρχουν στις μέρες μας Σοφοκλήδες για να την κάνουν πανανθρώπινο μνημείο ανατρεπτικού λόγου.
Είναι άραγε οι αζήτητοι νεκροί στην ίδια κατηγορία των χιλιάδων πνιγμένων μεταναστών στα νερά της Μεσογείου; Των παιδιών που χάνονται στους δρόμους της προσφυγιάς; Αλλά και αυτών που η φτώχεια, η ανέχεια, η ανεργία τους έστειλε να πεθάνουν στα πεζοδρόμια των μεγαλουπόλεων ή στους διαδρόμους και στα ράντζα των νοσοκομείων; Του φυλακισμένου που πέθανε από ένα χαλασμένο δόντι; Μπορεί ναι μπορεί και όχι.
Όμως όλοι αυτοί έχουν ένα κοινό. Είναι τα θύματα μιας εποχής που η απαρχή της στηρίχτηκε στις πανανθρώπινες άξιες όλων των προηγούμενων επαναστάσεων για την απελευθέρωση του ανθρώπου όπου κινητήρια δύναμη της ήταν η κραυγή των φτωχών και καταφρονεμένων ότι «δεν έχουμε να χάσουμε τίποτε πέρα από τις αλυσίδες μας». Αυτή η εποχή φτάνει στο τέλος της. Ένα τέλος με δισεκατομμύρια κατακερματισμένες, «πειθαρχημένες» ατομικότητες σε βαθμό αστρικής σκόνης, όπου τα «Παράσιτα» και οι «Τζόκερ» πρέπει να βρουν την σύγχρονη κραυγή που θα τους ενώσει ξανά.
Ίσως αυτή η κραυγή να μεταφέρεται ακόμα μέσα στα τζάκετ των παιδιών με «τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα» και ας τους πρόδωσε ο ποιητής τους. Ίσως να κρύβεται στον υπολογιστή του πιτσιρικά που μαζί με άλλους οργανώνει την διαδικτυακή αλληλεγγύη. Ίσως στους λίγους διαδηλωτές έξω από τα νοσοκομεία και το υπουργείο εργασίας. Ισως…
Λένε πως δεν είναι οι εποχές των σαλπισμάτων. Όμως πια δεν έχουμε την πολυτέλεια της αέναης υπομονής για την «ωρίμανση των συνθηκών».
Δεν έχουμε άλλα περιθώρια για καινούργιες αυταπάτες μπροστά στο κοινωνικό τσουνάμι ισοπέδωσης των πάντων που έρχεται άμα τη λήξει της εποχής Τσιόδρα. Δεν έχουμε την πολυτέλεια της διαφωνίας στα δευτερεύοντας και τριτεύοντα. Έχουμε μόνο τα λόγια του ποιητή:
Γιατί οἱ ἄνθρωποι, σύντροφε, ζοῦν ἀπὸ τὴ στιγμὴ
πού βρίσκουν μιά θέση
στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων.
Καὶ τότε κατάλαβες γιατί οἱ ἀπελπισμένοι
γίνονται οἱ πιὸ καλοὶ ἐπαναστάτες.
Καὶ μένουμε ἀνυπεράσπιστοι ξαφνικά, σὰν ἕνα νικητὴ
μπροστὰ στὸ θάνατο
ἢ ἕνα νικημένον ἀντίκρυ στὴν αἰωνιότητα…
Μεγάλες λέξεις δὲ λέγαν πιὰ τίποτα καὶ τὶς πετοῦσαν στοὺς
ὀχετούς.
Ά, ἐσὺ δὲν εἶδες ποτὲ τὸ ἴδιο τὸ χέρι σου νὰ σὲ σημαδεύει ἀλύπητα
ἀπ᾿ τὸ βάθος τῶν περασμένων.
Τάσος Λειβαδίτης
Νίκος Γουρλάς
Πηγή: Kommon