Λιγότερο από πέντε μήνες μας χωρίζουν από τις ευρωεκλογές και η συζήτηση για την Ευρώπη φαίνεται ότι απαιτεί απαντήσεις σε επείγοντα ερωτήματα μετά τις πρόσφατες εξελίξεις. Επείγοντα, όμως, δεν είναι μόνο τα οικονομικά ή πολιτικά με τη στενή έννοια προβλήματα. Επείγουσες απαντήσεις απαιτούνται και για κρίσιμα ηθικά ή ιδεολογικά προβλήματα, παλιότερα ή που ανέκυψαν αιφνιδίως. Η κρίση της ολοκλήρωσης αντανακλάται στην κρίση του ευρωπαϊκού ιδεώδους και ως τέτοια έχει ευρύτερες πολιτικές και ηθικές διαστάσεις και συνέπειες. Η αμφιθυμία έλξης- απώθησης που προκαλεί το ευρωπαϊκό όραμα οδηγεί σε μια παράδοξη συνθήκη εγκλωβισμού, υστερίας και μετεωρισμού των ανθρώπων. Η ραγδαία άνοδος της ακροδεξιάς, η ανύψωση τειχών και φραγμών παντού, η πρωτοφανής κατάσταση ευαλωτότητας και βίας που προκαλεί η αποσύνδεση στο Brexit, η Συμφωνία των Πρεσπών τροφοδοτούν την κρίση θετικά και αρνητικά αλλά και τη συζήτηση εν όψει ευρωεκλογών.
Το τέλος της ιδέας της Ευρώπης;
Όπως σε κάθε νεοσύστατη μορφή πολιτείας, θεωρούμε την ευρωπαϊκή ενοποίηση ως ένα παράδειγμα, ως ένα ιστορικό και θεωρητικό πείραμα σύστασης μιας ενότητας-πολιτείας και συγχρόνως των υποκειμένων της. Στην περίπτωση της ΕΕ πρόκειται για μια «συγκρότηση της ιδιότητας του πολίτη» πέρα από το έθνος. Η σύσταση αυτή εγείρει ήδη πάντοτε το ζήτημα μιας νέας πολιτικής (και) ηθικής: μπορεί η Ευρώπη, συνηθισμένη ιστορικά σε διαιρέσεις και πολέμους, να αποτελέσει μια ρυθμιστική ιδέα-οδηγό, έναν τρόπο επίλυσης των κοινωνικών συγκρούσεων και των πολιτισμικών διαιρέσεων, κατάλληλο για τον ιστορικό προσανατολισμό ατόμων και μαζών μέσω μιας νέας ιστορικής ορθολογικότητας;
Από την εποχή του φεντεραλιστικού μανιφέστου του Βεντοτένε, των Σπινέλι, Ρόσι και Ούρσουλα Χίρσμαν (1941) η συζήτηση για την Ευρώπη εντάθηκε και πάλι μετά το 1989. Οι αριστεροί και δημοκράτες στοχαστές που συμμετείχαν στη συζήτηση επιχειρούσαν, άραγε, να αντικαταστήσουν σταδιακά το προηγούμενο ιδεώδες του σοσιαλισμού, που φαινόταν ότι κατέρρεε, με αυτό της Ευρώπης; Θα αρκούσε αν στον «μετα-τον-πόλεμο» χαρακτήρα της ένωσης θα προστίθενταν ως θεμέλιο τα κοινωνικά δικαιώματα; Η γνωστή διατύπωση-σύνθημα του Νίκου Πουλαντζά για το σοσιαλισμό και τη δημοκρατία παραφράζεται από τον Μπαλιμπάρ με πολύ νόημα ως εξής: «η πολιτική Ευρώπη ή θα είναι δημοκρατικότερη από τα έθνη-κράτη ή δεν θα υπάρξει καθόλου». Από την άλλη, αν το ευρωπαϊκό ιδεώδες εκφράζει μια αντίληψη πολιτικής ενοποίησης της ανθρωπότητας και τη μόνη «υπαρκτή παγκοσμιοποίηση», τότε πόσο ανεξάρτητα από την «υπαρκτή Ευρώπη» νοείται αυτή;
Η Ευρώπη απέκτησε ξανά τη σημασία της για ορισμένους ιστορικούς λόγους. Καταρχήν, η αποδόμηση ενός κόσμου δύο «στρατοπέδων» με την κατάρρευση του Τείχους (συμβόλου του κόσμου αυτού), κατέλειπε ένα κενό προσανατολισμού και αποκάλυπτε, συνάμα, έναν πολυπολικό χώρο-κόσμο. Αναμένονταν να παίξει η Ευρώπη το ρόλο της «ήπιας δύναμης» προβάλλοντας την ειρήνη και τη μεσολάβηση για το θεσμικό έλεγχο της βίας, τη «συγκρουσιακή δημοκρατία», την εκκοσμίκευση και τη «γλωσσική ενδο-μετάφραση», τον εκδημοκρατισμό των κάθε λογής συνόρων. Όλα αυτά, σήμερα, βρίσκονται σε αντιστροφή.
Παρατηρείται ορθώς, ότι η διαδικασία της ενοποίησης «καπελώθηκε» από τον νεοφιλελευθερισμό ή ότι εξαρχής είχε τέτοιο χαρακτήρα. Γιατί όμως η απάντηση των κυριαρχούμενων θα είναι πάντοτε εντός του πλαισίου της ολοκλήρωσης και μάλιστα, όταν αυτή είχε ως συστατικό τον νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα της; Χωρίς να συγχέουμε το επίπεδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης με εκείνο της ηγεμονίας και της νομιμοποίησης, η απάντηση βρίσκεται στο εξής: ενώ η καπιταλιστική συσσώρευση και επέκταση μπορεί να συνεχίζεται και να επαναλαμβάνεται, οι πολιτικές μορφές όταν μπουν σε κρίση δεν ξαναρχίζουν με απλό τρόπο, δεν αρχίζουν από την αρχή χωρίς τα προηγούμενα λάθη, δεν επαναλαμβάνονται απλώς. Ξαναρχίζουν μόνο αν εμβαθύνουν στις αιτίες της κρίσης τους.
Σε συνθήκες «παγκοσμιοποίησης», η μετανάστευση είναι το κρίσιμο ζήτημα για μια ολοκλήρωση καθόσον η πάλη για τα δικαιώματα των μεταναστών είναι που δεν ενσωματώνεται, που αφήνει ένα υπόλοιπο ανθρώπων-μη πολιτών λόγω συνεχούς ιεράρχησης και ταξινόμησης των ανθρώπων στη διέλευση των πολλαπλών συνόρων. Εκεί αποκαλύπτονται τα παράδοξα της ευρωπαϊκής ταυτότητας που σπαράσσεται από αντιθέσεις και διαιρέσεις της έννοιας της ανθρωπότητας και του ανθρώπινου.
Ως εκ τούτων, απαιτείται μια μορφή ολοκλήρωσης πέραν του κράτους-έθνους που αν και καθοδηγείται από μια κυρίαρχη γραμμή ενοποίησης «από τα πάνω», εντούτοις παρακολουθείται πάντοτε «από τα κάτω» με την έμπρακτη, ενσώματη συμμετοχή των μαζών. Στις πρακτικές αυτές και τις αξίες που αναδεικνύουν πρέπει να στρέφουμε το βλέμμα μας σε περιόδους κρίσης, διότι από τις ιδεολογίες των κυριαρχούμενων συγκροτείται ή όχι το καθολικό ιδεώδες.
Πού βρισκόμαστε σήμερα;
• Μετά την κρίση του 2008-2015 όταν η ελληνική περίπτωση αποτέλεσε τη συμπύκνωση των αντιφάσεων της αρχιτεκτονικής της ευρωζώνης. Η σκληρή αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης εκ μέρους των ιθυνόντων της ΕΕ δημιούργησε μια περίπτωση εξαίρεσης, πλήττοντας ηθικά και πολιτικά το κοινό όραμα. Ηθικά: διότι στο ερώτημα «μπορούμε να καταστρέψουμε μια κοινωνία;» απάντησε ναι, υποβαθμίζοντας απότομα τις συνθήκες ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων, πλήττοντας το αίσθημα αξιοπρέπειας τους. Πολιτικά: με την απαξίωση της δημοκρατίας, αφού όχι μόνο δεν εισακούστηκαν τα μηνύματα από τα κινήματα των Πλατειών και τις οριζόντιες κινήσεις δημοκρατίας, αλλά ενισχύθηκαν θεσμοί χωρίς καμιά δημοκρατική νομιμοποίηση όπως το Γιούρογκρουπ. Έκτοτε η πορεία της Ένωσης είναι διαλυτική και σε αποσύνθεση.
• Μετά το Προσφυγικό 2015-2016, όπου αν εξαιρέσουμε την πολιτική της καγκελαρίου Μέρκελ, της Ελλάδος και της Ισπανίας, όλες οι άλλες χώρες ανύψωσαν φραγμούς και τείχη δίνοντας το εναρκτήριο λάκτισμα για την εκρηκτική άνοδο της ξενοφοβικής ακροδεξιάς. Αν η «επέκταση», η «διεύρυνση» προς τους ξένους συντελεί, σύμφωνα με τον Μακιαβέλι, στην ενίσχυση και μακροημέρευση της πολιτείας τότε το αντίθετο θα πρέπει να περιμένουμε για την ευρωπαϊκή ένωση. Το τίμημα του πολλαπλασιασμού των συνόρων είναι πολύ ακριβό, διότι το ποιοι θεωρούνται ευρωπαίοι έχει στενέψει ασφυκτικά, μετατρέποντας τον εξωτερικό αποκλεισμό των προσφύγων σε εσωτερικό μπλοκάρισμα της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Από τη μια, η προσέλευση προσφύγων στα όρια της ευρωπαϊκής επικράτειας δείχνει την θελκτικότητα του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής, από την άλλη, η απόρριψή τους την ίδια στιγμή τη διαψεύδει εμπράκτως. Πρόκειται για μια εκρηκτική αντίφαση όσον αφορά το θέμα των ταυτοτήτων και του ιδεώδους που εξετάζουμε.
• Μετά την ενίσχυση των αντίρροπων στην ενοποίηση δυνάμεων: BREXIT, Όρμπαν, Σαλβίνι, ΑfD (2016- 2018) όπου το ρεύμα αποσύνδεσης από την ολοκλήρωση επεκτείνεται. Παρακολουθούμε το αδιέξοδο του Brexit με πολύ ενδιαφέρον γιατί εκεί κρίνεται όλη η συζήτηση για το αντιστρεπτό η μη της ολοκλήρωσης. Καθίσταται βιωμένη εμπειρία πλέον η έλλειψη του θεσμικού πλαισίου της ενοποίησης. Εντούτοις τα μέλη του AfD τάχθηκαν προσφάτως υπέρ της πιθανότητας ενός «Dexit».
Μια παράδοξη ιστορική συνθήκη
Μετά τις εξελίξεις αυτές παγιώθηκαν οι δομές αποκλεισμού και θεσμικής θωράκισης που ακυρώνουν τον πολιτικό έλεγχο και τη δημοκρατία προκαλώντας μια μόνιμη αρνητικότητα προς την Ευρώπη. Είναι πλέον αργά για μεταρρύθμιση της ΕΕ, οπότε είναι προτιμότερη η σταδιακή διάλυση της σε άλλες πολλαπλές ενότητες (μοντέλο της Multi-Europe); Λογικό ακούγεται. Από τα παραπάνω αποκαλύπτεται πλήρως η κρίση ηγεμονίας ή κρίση του ιδεώδους: η Ευρώπη δεν εμπνέει, δεν αποτελεί ένα όραμα δημιουργίας μιας ευρύτερης ενότητας στο οποίο συνέκλιναν κυρίαρχοι και κυριαρχούμενοι, ένα ιδανικό επίλυσης διαφορών και συγκρούσεων, μια ρεαλιστική ουτοπία κοινής δράσης προς ένα κοινό μέλλον. Αποτελεί απλά μια ρεαλιστική ιδέα. Αν θεωρήσουμε ότι ήταν η μόνη «υπαρκτή παγκοσμιοποίηση» τότε, όντως σήμερα «δεν υπάρχει τίποτε που να ενώνει την κατακερματισμένη σε συγκρούσεις ανθρωπότητα» (Αλτουσέρ). Από τη μια ενώνεται με όρους επικοινωνίας (όλοι επικοινωνούν με όλους), από την άλλη εντείνονται οι ανισότητες και οι αποκλεισμοί. Μήπως, όμως, ήταν διηρημένη πάντοτε; Δεν συντελέσθηκε ποτέ η ενωμένη, ελεύθερη και ειρηνική, πολιτισμένη ανθρωπότητα όπως την οραματιζόταν ο κλασικός καντιανός κοσμοπολιτισμός.
Αυτή η παράδοξη συνθήκη οδηγεί τους ανθρώπους (τα υποκείμενα) σε έναν μετεωρισμό από το ένα άκρο στο άλλο, πολλαπλασιάζει τις αντιφάσεις τους, ανατινάζει τα συναισθήματα και τις δράσεις σε μια υστερία εναντίον της χειραφέτησης και υπέρ της τάξης και ασφάλειας. Σε ένα τέτοιο ανθρωπολογικό παράδοξο πόσο άμεσες πολιτικές απαντήσεις μπορεί να δοθούν; Σε μια τέτοια ιστορική κατάσταση ποια είναι η χρησιμότητα του ευρωπαϊκού ιδεώδους; Δεν θα ήταν προτιμότερον να καταστραφεί τελείως, να κάνουμε την αλήθεια πιο επαίσχυντη ώστε να ξεκινήσει μια νέα προσπάθεια χωρίς ψευδαισθήσεις;
Ποια αναθεμελίωση;
Μια ισορροπημένη και ψύχραιμη τοποθέτηση θα αναδείκνυε τις θετικές αντίρροπες τάσεις, θα προσπαθούσε να εγγραφεί στις χειραφετητικές, δημοκρατικές πρακτικές. Πάντοτε υπάρχουν πρακτικές των ατόμων, των ομάδων και των μαζών που υποδηλώνουν αξίες και αρχές οι οποίες είναι καθολικεύσιμες. Τέτοια ήταν για παράδειγμα το σύνθημα για αξιοπρέπεια με τοπικές σημασιοδοτήσεις σε πολλαπλά σημεία αντιστάσεων που μπορούν να αρθρωθούν σε μια οικουμενική σημασία. Αποτελεσματικότερο θα ήταν να αποσκοπούμε στο να παραχθεί ένα ιδεώδες από τα κάτω που το έχουμε ανάγκη για να υπάρξουμε σε μια κοινή ζωή, μέσα σε θεσμούς μειώνοντας όσο το δυνατόν τη βία.
Για αυτό το λόγο, η επανεξέταση των ιδρυτικών αρχών είναι αναπόφευκτη, ακόμη και σε προεκλογική περίοδο. Μετά την οδυνηρή ελληνική εμπειρία από την καταστροφική λιτότητα και μπροστά στον κίνδυνο της ακροδεξιάς, παρατηρούνται ήδη μικρές αλλαγές άμβλυνσης των πολιτικών λιτότητας με τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες συγχρόνως. Ακόμη και αν ψηφίσουν για να δώσουν ένα σήμα στροφής στα εθνικά πεδία, αυτό δεν παύει να συνιστά μια πανευρωπαϊκή τάση. Ίσως μάλιστα είναι η πρώτη φορά που οι εκλογές για το ευρωκοινοβούλιο θα συμπυκνώσουν κεντρικές πολιτικές αντιθέσεις αποκαλύπτοντας την αυξανόμενη σημασία του ερωτήματος «Ποια Ευρώπη θέλουμε;». Η πάλη είναι συνεχής και πρέπει να βλέπουμε ακριβώς τι αλλάζει. Η αναθεμελίωση δεν είναι ρεαλιστική προσαρμογή μεταρρύθμισης και διαπραγματεύσεων ούτε εσχατολογική ουτοπία. Η αναθεμελίωση των αρχών είναι μια στρατηγική εναλλακτικής λύσης από τα κάτω και στο παρόν. Σημαίνει λέω ΟΧΙ για να το κάνω αλλιώς. Δεν σημαίνει λέω ΝΑΙ για να το βελτιώσω. Μια ολοκλήρωση είναι οιονεί μη αντιστρεπτή με την έννοια ότι δεν υπάρχει έξω, ότι η φυγή είναι πάντοτε προς τα μέσα με εντατικοποίηση και εμβάθυνση των σχέσεων ΑΛΛΙΩΣ.
Ενώ δοκιμάζονται διάφορες στρατηγικές της αναθεμελίωσης ο στόχος των προοδευτικών δυνάμεων είναι μια επανεκκίνηση της ευρωζώνης με πολιτικές κοινωνικής συνοχής, ενίσχυσης της δημοκρατίας με πολιτικές συμπερίληψης και επαναφοράς του σχεδιασμού με οικολογικά και φεμινιστικά προτάγματα.
Ας απαριθμήσουμε τώρα τις δυνατότητες ανανέωσης του κοινού οράματος μέσα από τρία εμβληματικά παραδείγματα: ένα θετικό στο ελληνικό καλοκαίρι της αλληλεγγύης και φιλοξενίας, ένα αρνητικό του BREXIT και ένα ακόμη θετικό, τη Συμφωνία των Πρεσπών.
• Στα ελληνικά καλοκαίρια των δράσεων αλληλεγγύης στα σύνορα Ελλάδας και Ευρώπης φτιάχτηκε μια μεγάλη Ιστορία συνόρων από πολλές μικρές ιστορίες και αφηγήσεις εαυτών στο «εσωτερικό τους όριο», εκεί όπου υπερασπίζονται και αναδομούνται οι ταυτότητες. Η μεταβατική συνθήκη ζωής των ανθρώπων της κρίσης τροφοδοτεί τη διασύνδεση του βαθέως εαυτού και των εξωτερικών δομών επαναπροσδιορίζοντας νέα είδη δεσμών. Σήμερα, ο δήμαρχος του Παλέρμο Λεολούκα Ορλάντο αρνούμενος το νομοσχέδιο του Σαλβίνι περί ασφάλειας έναντι των προσφύγων και υπερασπιζόμενος την προτεραιότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ανασυστήνει με την πρακτική του την Ευρώπη, εκεί στο άκρο της.
• Το BREXIT μας αποκαλύπτει μια πρωτοφανή συνθήκη ευαλωτότητας των υποκειμένων. Από την εντατική διασύνδεση με άλλα άτομα εντός των θεσμών της ενοποίησης κάποιοι άνθρωποι χάνουν αιφνιδίως το θεσμικό νομικό καθεστώς τους. Στερούνται των δικαιωμάτων που είχαν ως πολίτες άλλου ευρωπαϊκού κράτους, αφού η Βρετανία δεν είναι πλέον στην ΕΕ. Τίθενται σοβαρά προβλήματα για την ύπαρξή τους συμπλησιάζοντας κατ΄ αναλογία τους πρόσφυγες στα σύνορα της Μεσογείου, καθόσον μεταπίπτουν σε μια κατάσταση που δεν καλύπτεται από τα δικαιώματα και τον νόμο, πολύ δύσκολα διαχειρίσιμη και από την πλευρά του κράτους. Το κόστος της απόσπασης, της αποσύνδεσης (disconnection) είναι υψηλός παράγοντας βίας τόσο προς αυτούς όσο και από τους ίδιους. Είναι μια βίαιη κατάσταση θεσμικού κενού που αποκαλύπτει τις αντιφάσεις πλέον της πολιτικής στην Ευρώπη. Αν λοιπόν, μετατοπίζονται τα όρια πολιτικής, θεσμών και βίας, τρεις βαθμίδες που συγκρατούνται μεταξύ τους ακριβώς από τη λειτουργία ενός καθολικού ιδεώδους, τότε αποκαλύπτεται η τρομακτική μορφή που παίρνει η ραγδαία κρίση του.
• Τέλος, η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί, αντιστρόφως, ένα θετικό παράδειγμα παγκόσμιας σημασίας και όχι απλώς μια σημαντική επιτυχία για τα δυο μέρη. Η ισορροπία της λύσης δεν οφείλεται σε μια ανέφικτη εξίσωση ισχύος μεταξύ των δυο κρατών ούτε σε μια αφηρημένη εφαρμογή των αξιών του διεθνούς δικαίου. Η ισορροπία έγκειται στην αναγνώριση του δυσεπίλυτου χαρακτήρα ενός προβλήματος σύγκρουσης ταυτοτήτων, τον σεβασμό των εθνικών αισθημάτων των δυο μερών, την επούλωση τραυμάτων. Οφείλεται στο ότι ευνοεί το σεβασμό και την αναγνώριση του Άλλου, τη συνύπαρξη και τη συνεργασία, τις σχέσεις καλής γειτονίας και κοινής ανάπτυξης στην ευρωπαϊκή προοπτική, βασιζόμενη και σε δι-εθνικές δράσεις «από τα κάτω» ή ανάμεσα στα κράτη, δηλαδή σε ανοιχτές διαδικασίες ανταλλαγών, δημιουργίας κοινών τόπων της μνήμης και δημόσιων χώρων των πολιτών και των ομάδων. Με λίγα λόγια, δεν θα ήταν παράτολμο να την θεωρήσει κανείς μοντέλο επίλυσης διαφορών με βάση τη «σύνθετη ή ήπια ισχύ», όπως θα έπρεπε να είναι η Ευρώπη.
Για την Ευρώπη της κοσμοπολιτικής και όχι του εγκλωβισμού
Παρόλο που εισερχόμαστε σε τριπλή προεκλογική περίοδο όπου το βλέμμα στρέφεται στην κεντρική πολιτική σκηνή, αυτή τη φορά, οι δημοκρατικές και ευρωπαϊκές δυνάμεις θα πρέπει να κινηθούν αντίστροφα: από το τοπικό, στο περιφερειακό και στο υπερεθνικό.
Η Ευρώπη ως κοσμοπολιτική δεν σημαίνει μια επανάληψη όσων λέγονται εδώ και διακόσια χρόνια διαφωτισμού και κοσμοπολιτισμού, αλλά μια εναλλακτική ρυθμιστική ιδέα που έρχεται από τις αξίες των πρακτικών ατόμων και μαζών, που έρχονται από όλον τον κόσμο και αναφέρονται στην Ευρώπη. Να αξιοποιήσουμε τέτοια δεδομένα της διατομικής εμπειρίας από τις δράσεις αλληλεγγύης και τους θεσμούς συμπερίληψης. Να παρέμβουμε υπέρ μιας μεταστροφής των αισθημάτων: απορρίπτουμε την ταυτοτική ομοιότητα προκρίνοντας την ταυτότητα της διαφοράς με ευαισθησία στην ευαλωτότητα και την επισφάλεια. Αναζητώντας νέα ιδεώδη σημαίνει ότι δεν θα αναφερόμαστε πλέον σε κάτι που ήμασταν μαζί και το οποίο απωλέσαμε, αλλά σε κάτι που θα φτιάξουμε μαζί με διαφορετικές ταυτότητες από δω και στο εξής. Όταν από τις συνθήκες απόγνωσης, αναξιοπρέπειας των ευάλωτων σωμάτων και στιγματισμού τους ως υπ-ανθρώπων οι ιστορίες συμπεριλαμβάνονται στη ζώνη του ανθρώπου-πολίτη, τότε παράγεται κοσμοπολιτική. Τέτοιες δράσεις των χαρούμενων παθών, ενταγμένες σε μια αντίληψη κοσμοπολιτικής και όχι υποκριτικού κοσμοπολιτισμού είναι που ανανεώνουν μια κάποια ιδέα της ανθρωπ(ιν)ότητας και της Ευρώπης διασώζοντας την τιμή της.
Υπάρχει πιο ασφαλής και έξυπνος τρόπος για να ανακοπεί η εκτύλιξη του φόβου και του μίσους, από αυτό το είδος κοσμοπολιτικών δράσεων ανοίγματος στο κόσμο και στο διαφορετικό;
Ο Μιχάλης Μπαρτσίδης είναι επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Ν. Πουλαντζάς – Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Το κείμενο αποτελεί την εισήγηση του ίδιου στην εκδήλωση του Ινστιτούτου Ν. Πουλαντζάς με θέμα «Η Ευρώπη σήμερα: δομικές αντιθέσεις, γεωπολιτικές προκλήσεις» (22/1/2018), με συνομιλητές τον Σωτήρη Βαλντέν και τον Χρήστο Χατζηιωσήφ, του οποίου την εισήγηση δημοσιεύσαμε την προηγούμενη εβδομάδα.
Πηγή: Η Εποχή