Macro

Η δημοκρατία στον καιρό του νεοφιλελευθερισμού

Φωτεινή Βάκη «Νεοφιλελευθερισμός. Δημοκρατία και δικαιώματα», εκδόσεις Ευρασία, 2021
 
Το εξαίρετο βιβλίο της κ. Βάκη ανήκει στην κατηγορία των έργων που μας βάζουν να σκεφτούμε. Που μας εμπνέουν. Ιδού μερικές από τις σκέψεις που μου γέννησε.
 
1. Ο νεοφιλελευθερισμός ως οικονομική συνταγή είναι χρεοκοπημένος, μετά την κρίση του 2008. Ζει και βασιλεύει, ωστόσο, ως κυβερνητική λογική ως καθεστώς κυβερνητικότητας. Το καθεστώς αυτό επιβάλλει τη γλώσσα του. Λέξεις που αντλεί από τον κλασικό οικονομικό φιλελευθερισμό, τις οποίες όμως επενδύει με μια νέα κανονιστικότητα. Η «ελευθεριακή» ρητορική του («ελεύθερη αγορά», «απελευθέρωση τιμών», «απελευθέρωση της εργασίας», «ευελιξία», «απελευθέρωση από τις συντεχνίες», κοκ), ενσωματώνει ισχυρές κανονιστικότητες, χωρίς τις οποίες είναι αδιανόητη η όποια λειτουργία αγοράς. Τις κανονιστικότητες αυτές διαχειρίζεται όχι η αγορά, αλλά η πολιτική εξουσία. Ο νεοφιλελευθερισμός στην πράξη κάνει αυτό, ενώ κηρύττει το ακριβώς αντίθετο: κατασκευάζει τις πολιτικές προϋποθέσεις επιβολής ενός δόγματος, μάλλον, παρά αφήνει την αυθόρμητη εξέλιξη των πραγμάτων να αναδείξει μια υποτιθέμενη φυσική και αυθόρμητη ευταξία. Η επίφαση «ουδετερότητας», «φυσικότητας» και «αυτονόητου μονόδρομου» σημαίνει την ίδια την άρνηση του δημόσιου χαρακτήρα της άσκησης εξουσίας. Άρνηση της έκθεσης της διοικητικής διαδικασίας στον δημόσιο έλεγχο. Διαφύλαξή της στο απυρόβλητο της δημόσιας δοκιμασίας και ελέγχου. Με άλλα λόγια: καταστατική άρνηση της δημοκρατίας.
 
2. Σε μια παγκόσμια οικονομία κυριαρχούμενη από μονοπώλια και ολιγοπώλια, μοιάζει παράδοξο να επικαλείται κανείς την ελεγκτική και μετριαστική λειτουργία που είχε ο ανταγωνισμός στη σκέψη των πρώτων φιλελευθέρων του 18ου αιώνα. Σήμερα είναι μόνον στη σφαίρα της εργασίας, όπου κυρίως και πρωτίστως είναι βασιλεύει ο ανταγωνισμός. Η αγορά εργασίας είναι η μόνη πραγματικά ανταγωνιστική αγορά: ο εργαζόμενος ως επιχειρηματίας του ανθρώπινου κεφαλαίου του εαυτού του εξορκίζει κάθε στοιχείο αλληλεγγύης προς τον ανταγωνιστή όμοιό του, όπου η σχέση τους συγκροτείται στο πεδίο του αγοραίου ανταγωνισμού, όπου προσέρχονται ως πωλητές ομοειδούς εμπορεύματος. Ο θρίαμβος της ατομοκρατίας έχει εδώ το ισχυρό του έρεισμα. Αν η ιδεολογία εγκαλεί τα άτομα ως υποκείμενα, η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία τα εγκαλεί ως υποκείμενα του επιχειρείν.
 
3. Η θεωρία του Πουλαντζά, την οποία εύστοχα επικαιροποιεί η Φ. Βάκη, παραπέμπει σε αυτό που ιστορικά γνωρίζουμε ως εθνικό κράτος, το οποίο εμφανίζεται ως ενσάρκωση της ενότητας του έθνους, ως ενσάρκωση του γενικού συμφέροντος. Η επίθεση του νεοφιλελευθερισμού στο εθνικό κράτος, ασφαλώς εκφράζεται ως εντατικοποίηση του αυταρχισμού. Αυτό σημαίνει περιστολή δικαιωμάτων και σειρά αποκλεισμών, δηλαδή διάνοιξη νέων πεδίων διεκδίκησης δικαιωμάτων. Ωστόσο, όσο επιτυχής και αν είναι η κατάκτηση επί μέρους δικαιωμάτων, το σύστημα μπορεί να τα αφομοιώνει, υπό τον όρο ότι δεν προσβάλλεται ο στρατηγικός αποκλεισμός της δημοσιότητας, ήτοι της πολιτικής από το πεδίο της νεοφιλελεύθερης κυβερνητικότητας. Που σημαίνει ότι το πλήθος και η ποικιλία των ατομικών δικαιωμάτων δεν απειλούν από μόνα τους το καθεστώς της νεοφιλελεύθερης ρύθμισης, παρά μόνον εφόσον ενοποιηθούν πολιτικά με συνισταμένη τη συγκρότηση του δήμου. Όμως αυτή η επανεκκίνηση του δήμου είναι ό,τι πιο δύσκολο πλέον, ακριβώς λόγω του ιδεολογικού θριάμβου του νεοφιλελευθερισμού: εθιζόμαστε, ακόμα και οι αντίπαλοί του, στην αυτοαντίληψή μας ως επιχειρηματίες του εαυτού μας και όλο και περισσότερο ο καλύτερος φίλος μας γίνεται το βιογραφικό μας. Ο κλονισμός των δεσμών αλληλεγγύης πιστεύω ότι εκδηλώνεται πολύ χαρακτηριστικά στη «νέα ομίλα» (τη new speech του Όργουελ) του νεοφιλελευθερισμού, μέσα από την τρομερά εκτεταμένη όσο και στρεβλή χρήση του όρου «λαϊκισμός» και των παραγώγων του. Εκείνο που στιγματίζεται και απαξιώνεται με αυτή τη γλώσσα είναι η λαϊκή κυριαρχία.
 
4. Πώς θα μπορούσε η δημοκρατία να ανασυγκροτηθεί σε ένα γενικότερο, υπερεπικρατικό επίπεδο, αν δεν την ξανα-ανακαλύψουμε στα επίπεδα των απτών, όσο πιο άμεσων και τοπικά προσδιορισμένων σχέσεων που βιώνουμε; Συναφώς, η εθνική ανεξαρτησία, η πατρίδα, ο δημοκρατικός πατριωτισμός είναι έννοιες που αποκτούν σήμερα ένα νέο ενδιαφέρον, το οποίο δυστυχώς δεν τους δείχνουμε, εγκαταλείποντας το πεδίο στον ακροδεξιό αντιδημοκρατικό φονταμενταλισμό.
 
Χωρίς αυτή την παράμετρο, δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε δύο πολύ χαρακτηριστικά και σημαντικά φαινόμενα του καιρού μας:
 
α. Την «αντισυστημική» ρητορική της παλαιάς λαϊκής ακραίας Δεξιάς. Αυτή η ρητορική γοητεύει και παρηγορεί τον «θυμό των ηττημένων», κατά την εύστοχη έκφραση της συγγραφέως. Δεν θα κατανοήσουμε το φαινόμενο, αν δεν δούμε την αποσύνδεση, την απομόνωση, την αποξένωση, τον ξεριζωμό και την απογύμνωση που επιφέρει στην καθημερινή ζωή των πολιτών ο μηδενισμός των αξιών και των βιωμάτων πάνω στα οποία είχαν συνηθίσει χρόνια να ζουν. Η άμεση, η αστόχαστη αντίδραση σε αυτά τα υπαρκτά, ωστόσο, κενά είναι η φυγή προς την ακροδεξιά, που αξιοποιεί υπέρ της τη νοσταλγία των απαξιούμενων παραδοσιακών μορφών του κοινού βίου.
 
β. Τη μαζική μετοίκιση αριστερών διανοουμένων στο στρατόπεδο της μεταμοντέρνας, νεοφιλελεύθερης Δεξιάς (αυτό που πρόχειρα και αδέξια ονομάζουμε «ακραίο κέντρο»). Μια νέα Δεξιά χωρίς θρησκεία, χωρίς παράδοση, χωρίς πατρίδα. Δεν θα κατανοήσουμε το δεύτερο αυτό φαινόμενο, αν δεν δούμε τη γοητεία που μπορεί και ασκεί σε πρώην αριστερούς, ο ριζοσπαστισμός και ο αδιάλλακτος και κυρίως τελέσφορος προοδευτισμός του νεοφιλελευθερισμού, που επιπλέον τους επιφυλάσσει την πολύ άνετη θέση του δωρεάν «αντισυντηρητικού».
 
Οι δύο αυτοί διαφορετικοί κόσμοι, προϊόντα αμφότεροι του νεοφιλελευθερισμού, μπορούν και συνυπάρχουν και βρίσκουν τρόπους να συμμαχούν στη βάση του κοινού του μίσους για τη δημοκρατία. Ωστόσο, έχει ενδιαφέρον να προσέξουμε ότι αποικιοποιούν και προσεταιρίζονται δυο συστατικά που παραδοσιακά η Αριστερά θεωρούσε ότι της προσήκουν και την χαρακτηρίζουν αποκλειστικά: το ένα είναι η αντισυστημικότητα και το άλλο είναι ο ριζοσπαστισμός και ο προοδευτισμός. Πιστεύω ότι αυτό το διπλό άδειασμα, προστιθέμενο βεβαίως στο δεδομένο της ιστορικής ήττας του 1990, που είναι ήττα της όλης Αριστεράς, σχετίζονται με την παρούσα ιδεολογική αμηχανία της.
 
Όσο η Αριστερά μένει εγκλωβισμένη σε έναν γενικό-αφηρημένο δικαιωματισμό, μπορεί να συνεχίσει να κρύβει την αμηχανία της και την καθηγεμόνευσή της πίσω από διεκδικήσεις δίκαιες, βεβαίως, που όμως αφήνουν την πρωτοβουλία κινήσεων στον αντίπαλο. Το κρίσιμο στοιχείο όσον αφορά την πολιτική ηγεμονία είναι ποιος θέτει υποχρεώσεις μάλλον παρά δικαιώματα. Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία μπορεί και θέτει υποχρεώσεις: την υποχρέωση να λειτουργώ ως υπεύθυνος επιχειρηματίας του εαυτού μου. Αντιθέτως, η Αριστερά έχει χάσει τη δύναμη να θέτει υποχρεώσεις και καθήκοντα όπως π.χ. η αλληλεγγύη στην υπηρεσία ενός κοινού αγαθού.
 
Οφείλονται συγχαρητήρια και ευχαριστίες στην Φωτεινή Βάκη, για τον πλούσιο προβληματισμό και την πολύπλευρη πραγμάτευση του θέματος και την έμπνευση που δαψιλώς προσφέρει με το βιβλίο της.
 
Διονύσης Γ. Δρόσος
 
Πηγή: Η Αυγή