Macro

Η «δίκη Τοπαλούδη» ήταν ένα μεγάλο χτύπημα στην «κουλτούρα βιασμού»

Η «υπόθεση Τοπαλούδη» θεωρήθηκε εμβληματική για το φεμινιστικό κίνημα, που έχει βγει ξανά ορμητικά στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Πλειάδα γυναικείων και φεμινιστικών, ακτιβιστικών και θεσμικών συλλογικοτήτων και οργανώσεων, μαζί με γυναίκες δημοσιογράφους, νομικούς, κ.ά., επέβαλαν στη δημόσια σφαίρα την άγνωστη –στην Ελλάδα– λέξη «γυναικοκτονία», επισείοντας συχνά την αντίδραση και τη σεξιστική χλεύη.

 

 

Ομόφωνα ένοχοι κρίθηκαν από το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθήνας, την προηγούμενη Παρασκευή 15/5, οι Μανώλης Κούκουρας και Αλέξανδρος Λουτσάι, για την ανθρωποκτονία από πρόθεση και τον ομαδικό βιασμό της Ελένης Τοπαλούδη, στη Ρόδο το Νοέμβριο του 2018, λαμβάνοντας τις μέγιστες των ποινών για αυτά τα αδικήματα.

Με πλήρη επίγνωση ότι καμιά δικαστική απόφαση δεν μπορεί να αποκαταστήσει την απώλεια της ζωής, η εν λόγω μπορεί να θεωρηθεί μια πρώτη δικαίωση στη μνήμη της· δικαίωση για τους οικείους της, που έδωσαν έναν πραγματικά ψυχοφθόρο αγώνα, αλλά και για το εγχώριο φεμινιστικό κίνημα, που απαιτούσε από την πρώτη στιγμή την καταδίκη των δραστών για όλες τις κατηγορίες.

Η εικόνα της μητέρας της Ελένης και των φεμινιστριών και αλληλέγγυων γυναικών και αντρών στο τέλος της δίκης, που ένωσαν τις φωνές τους στο σύνθημα «Ποτέ μην ξεχαστεί τι ’κάναν στην Ελένη – Καμία άλλη δολοφονημένη», ξεχωρίζει για τον ύψιστο συμβολισμό της, μιας και κάνει ηχηρή την απαίτηση για δικαιοσύνη για κάθε γυναίκα που δολοφονήθηκε επειδή ήταν γυναίκα, για να μην υπάρξει άλλη Ελένη.

Η «υπόθεση Τοπαλούδη» θεωρήθηκε εμβληματική για το φεμινιστικό κίνημα, που έχει βγει ξανά ορμητικά στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Πλειάδα γυναικείων και φεμινιστικών, ακτιβιστικών και θεσμικών συλλογικοτήτων και οργανώσεων, μαζί με γυναίκες δημοσιογράφους, νομικούς, κ.ά., επέβαλαν στη δημόσια σφαίρα την άγνωστη –στην Ελλάδα– λέξη «γυναικοκτονία», επισείοντας συχνά την αντίδραση και τη σεξιστική χλεύη.

Διεκδίκησαν το χώρο που τους αναλογούσε για να μιλήσουν για τις χιλιάδες καταγεγραμμένες γυναικοκτονίες παγκοσμίως, για τις δεκάδες στη χώρα μας, για ένα έγκλημα που αποτελεί την πιο ακραία έκφραση της έμφυλης βίας. Απαίτησαν τη νομική αναγνώριση της γυναικοκτονίας, την αναγνώριση του σεξιστικού και μισογυνικού κίνητρου σε αυτά τα εγκλήματα. Συνδέθηκαν με τη φεμινιστική κίνηση άλλων χωρών. Συνομίλησαν με χιλιάδες νεαρές γυναίκες, που «το πήραν πολύ προσωπικά», γιατί είδαν κατάματα πως καμία γυναίκα και θηλυκότητα δεν μπορεί να είναι ασφαλής μέσα στην πατριαρχία.

Έτσι, η ενσώματη εμπειρία του μισογυνισμού και της έμφυλης βίας, καθημερινότητα για την πλειονότητα των γυναικών και των θηλυκοτήτων, μετατράπηκε από ατομικό βίωμα σε συλλογικό τραύμα αλλά και υπόσχεση για αγώνα, πάνω στο νεκρό σώμα της Ελένης.

Η βοή από αυτό το μελίσσι των επίμονων «εργατριών μελισσών» άγγιξε ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας. Βρήκαμε συμμάχους. Κάναμε εχθρούς. Το κίνημα μας ωρίμασε βίαια.

Με φόντο αυτή την πολύμορφη δράση θα πρέπει να ιδωθεί και η θαρραλέα αγόρευση της εισαγγελέως Αριστοτελείας Δόγκα, που ξήλωσε πόντο πόντο όλους τους ψευδείς ισχυρισμούς των αμετανόητων δολοφόνων, αποκαλύπτοντας το σταθερό μοτίβο της εγκληματικής τους δράσης, βάζοντας στο κάδρο των ευθυνών και τις τοπικές αστυνομικές αρχές, τόσο για τον πλημμελή χειρισμό της υπόθεσης όσο και για τις συστηματικές πράξεις και παραλήψεις που αφήνουν έκθετα και χωρίς προστασία τα θύματα βιασμού, όπως συνέβη στον πρώτο βιασμό της Ελένης.

Μια αγόρευση που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιστορική, γιατί προσδιόρισε με σαφήνεια πως αυτό το έγκλημα είναι μισογυνική δολοφονία.

«Η Ελένη είναι σύμβολο, γιατί το 2020 κάποιοι εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τις γυναίκες ως τίποτα», ανέφερε χαρακτηριστικά, κάνοντας ορατό πως οι γυναικοκτονίες είναι αποτέλεσμα των ιστορικά εμπεδωμένων σχέσεων ανισότητας μεταξύ των φύλων, σχέσεων που διαμορφώνουν «τοξικές αρρενωπότητες», που θεωρούν τις γυναίκες «κτήματά» τους, τις οποίες μπορούν να «σωφρονίσουν» με τη βία, ακόμα και ανθρωποκτόνα βία, σε περίπτωση που αντισταθούν ή αρνηθούν τις θελήσεις του «κυρίαρχου αρσενικού».

Η Ελένη δολοφονήθηκε ακριβώς για αυτό, επειδή δεν συναίνεσε, επειδή είπε όχι, υπογράμμισε η εισαγγελέας, αναφέροντας για πρώτη φορά μέσα στις δικαστικές αίθουσες πως «χωρίς συναίνεση είναι βιασμός», σύμφωνα και με το νέο Ποινικό Κώδικα, κάτι που σε κάθε τόνο επεσήμανε άλλωστε και το φεμινιστικό κίνημα.

Η αγόρευση της σίγουρα ξάφνιασε, καθώς έχουμε συνηθίσει τα θύματα βιασμού να μην γίνονται πιστευτά και να στιγματίζονται, μέσα και έξω από τις δικαστικές αίθουσες.

«Εγώ βιασμό σε αυτή τη δικογραφία δεν είδα… Βιασμό με στηθόδεσμο δε μπορώ να φανταστώ…», τόνισε στην αγόρευση του ένας εκ των συνηγόρων των δραστών, υποστηρίζοντας ότι «για ένα τρίο πήγανε», αλλά η Ελένη «ήταν παρανοϊκή», «έπαιρνε ναρκωτικά», «είχε συμπλέγματα», «δεν είχε σχέση» και έτσι «κλείσαμε τρία σπίτια». Αυτά είναι λίγα μόνο από όσα ακούστηκαν στη διάρκεια της δίκης, σχόλια κακοποιητικά που προσπαθούν να εξευτελίσουν το θύμα, σπιλώνοντας τη μνήμη του.

Σε αυτά τα σχόλια δεν μπορούμε να δούμε τίποτα λιγότερο από την εμπεδωμένη κουλτούρα του βιασμού, που βγάζει λάδι τους θύτες, κατηγορεί τα θύματα, τρομοκρατεί κάθε γυναίκα που θέλει να καταγγείλει τους βιαστές της. Κουλτούρα που δεν αναπαρήγαγαν μόνο οι δράστες και οι συνήγοροί τους, σε αυτή τη δίκη, αλλά και σημαντικός αριθμός (ανδρών) χρηστών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης· ακόμα και μετά την ανακοίνωση της απόφασης.

Ευτυχώς, αυτή τη φορά όμως ο αντίλογος ήταν ισχυρός και ηχηρός.

Η Νατάσα Κεφαλληνού είναι υπεύθυνη επικοινωνίας του Κέντρου Διοτίμα

Πηγή: Η Αυγή