Macro

Γιώργος Μπουγελέκας: Τα όρια

Το λεωφορείο του δρομολογίου δεν έμπαινε πια στο κέντρο. Άφηνε το επιβατικό κοινό στα όρια του μητροπολιτικού δήμου. Εκείνο το πρωί ο Κώστας ανέβηκε τη μεγάλη λεωφόρο λίγο βιαστικά.

Οι εικόνες των άστεγων που πεινούσαν και κρύωναν είχαν γίνει κοινός τόπος πια. Παντού υπήρχαν απελπισμένοι περιπλανώμενοι με δυο κουβέρτες, έναν υπνόσακο από πάνω, κοντά σ’ ένα βαρέλι που άναβε μια κόκκινη φωτιά και έδινε αμυδρά την αίσθηση μιας εστίας.

Εκείνος βάδιζε γρήγορα. Όχι από τον φόβο των καταραμένων αυτής της αρρώστιας, που ήταν πιθανό να έκαναν τα πάντα για την επιβίωσή τους, αλλά γιατί κρύωνε.

Το ραντεβού με τον Λευτέρη ήταν σε μια γωνιά της γραφικής πλατείας στους πρόποδες του χαμηλού λόφου. Τον ήξερε από παλιά, από τις αρχές του αιώνα.

“Κοίταξε, Κώστα, η κατάσταση δεν πάει άλλο. Δεν αντέχεται. Κάτι πρέπει να κάνουμε, αλλά δεν ξέρω τι».

«Όταν ερχόσουν, πρόσεξες μήπως σε παρακολούθησε κανείς;».

«Και βέβαια πρόσεχα. Κάθε τόσο σταματούσα στα συσσίτια κι έκανα πως στεκόμουν στην ουρά για να ελέγξω τι γινόταν πίσω μου. Είχα το νου μου, μην ανησυχείς».

«Ανησυχώ γιατί, αν δώσεις οποιαδήποτε αφορμή με μια σου κίνηση, το τσιπάκι που σούχουν περάσει στο χέρι θα σε καρφώσει αμέσως στην αστυνομία”.

«Προσέχω, Λευτέρη. Κινούμαι πολύ διακριτικά. Το ζητούμενο, στο ξαναλέω, είναι η δική μας αντίδραση. Τρία χρόνια τώρα μπαινοβγαίνουμε στα σπίτια μας. Κάθε φορά που φουντώνει η αρρώστια μας κλειδαμπαρώνουν. Η πέμπτη καραντίνα δεν είναι αυτή που ζούμε; Κάτι πρέπει να κάνουμε!».

«Έχω ξεχωρίσει δύο συναδέλφους στο γραφείο. Αύριο, στο σχόλασμα, θα τους μιλήσω. Το τελευταίο πετσόκομμα των μισθών είναι καλή ευκαιρία για να τους πιάσω κουβέντα στον δρόμο. Όλοι βρίζουν και καταριούνται. Το ξέρω, δεν θα είναι εύκολο με τις αποστάσεις που πρέπει να κρατάμε. Θα τους πηγαίνω απ’ τα στενά και θα τους μιλάω. Αυτό, όπως καταλαβαίνεις, θα γίνει σε δύο διαφορετικές μέρες. Ένας τη φορά. Θα ακούσω τις αντιδράσεις τους και τα ξαναλέμε”.

«Σύμφωνοι. Ραντεβού σε μία βδομάδα εδώ. Χωρίς άλλη ειδοποίηση με τηλέφωνα, μηνύματα και τα ρέστα. Αν είμαστε καλά, συναντιόμαστε εδώ”.

Ο Κώστας πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Έπρεπε να βιαστεί για να προλάβει τη βραδινή απαγόρευση της κυκλοφορίας. Περπατώντας, η φράση “απαγόρευση της κυκλοφορίας” τον γύρισε -παράξενο γιατί απόψε- πολλά χρόνια πίσω. Δηλαδή για την ακρίβεια πενήντα πέντε χρόνια πιο παλιά, όταν μαθητής της Τετάρτης Δημοτικού άκουγε στο ραδιόφωνο για την απαγόρευση κυκλοφορίας «περί την δύσιν του ηλίου», τα κλειστά σχολεία και πανεπιστήμια, την απαγόρευση των συγκεντρώσεων άνω των τριών ατόμων σε ανοιχτό χώρο και των πέντε σε κλειστό.

Οι δρόμοι τον τελευταίο χρόνο ήταν γεμάτοι από την ίδια αφίσα, αλλά ποτέ άλλοτε δεν του ξανάφερνε στον νου τόσο έντονα τις παιδικές του αναμνήσεις.

«Αποφεύγετε την παράβαση των εντολών που δίνουν οι ειδικοί. Έτσι μείνατε ζωντανοί τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής σας. Κανένας δεν μπορεί να κάνει προβλέψεις για το μέλλον. Ούτε εμείς, η υπεύθυνη κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας, που σας έσωσε από την καταστροφή. Από την πρώτη στιγμή σας είχαμε προειδοποιήσει: η προσπάθεια θα είναι σκληρή και μακρόχρονη. Κάνετε υπομονή και σε καμία περίπτωση όνειρα για πλήρη και άμεση κατάργηση των περιοριστικών μέτρων. Είναι απολύτως επικίνδυνο για την εθνική οικονομία, το μέλλον της πατρίδας και τη ζωή σας. Μην ξεχνάτε: οι περιορισμοί καταπατώνται μόνο από τους τρομοκράτες και τους εχθρούς των διαρθρωτικών αλλαγών».

Αυτό το κείμενο το έβλεπε παντού. Στους δρόμους, στα λεωφορεία, στα κέντρα διανομής τροφίμων, στις κολώνες. Το έβλεπε και αυτό το απόγευμα. Ο κόσμος το πρώτο διάστημα συμμορφώθηκε, όμως σύντομα διαπίστωσαν οι κάτοικοι του κλεινού άστεως ότι, και να ήθελαν να κυκλοφορήσουν ελεύθεροι, τους ήταν αδύνατον στις φάσεις επανάκαμψης της νόσου. Δεν ήταν παρότρυνση. Τα πρόστιμα με τις ποινές φυλάκισης που τα συνόδευαν ήταν απολύτως αποτρεπτικά. Έτσι παραιτήθηκαν από την προσπάθεια. Ο Κώστας, όμως, δεν μπορούσε να το χωνέψει.

Γύρισε στο σπίτι. Πρόλαβε την απαγόρευση της κυκλοφορίας. Ήταν μόνος. Έβγαλε τα παπούτσια πριν περάσει την πόρτα του διαμερίσματος. Τα κράτησε προσεκτικά και τα έβγαλε στη βεράντα. Εκεί έβγαλε και τα ρούχα του. Δεν τον ένοιαζε αν τον έβλεπαν με τα εσώρουχα οι γείτονες ή περαστικοί. Τα ακούμπησε στην ξεχασμένη καλοκαιρινή πολυθρόνα. Ξαναμπήκε στο σπίτι. Έβγαλε τα γάντια. Τα πέταξε προσεκτικά στη μαύρη σακούλα με τ’ άλλα σκουπίδια, έπλυνε τα χέρια του και χρησιμοποίησε το απολυμαντικό.

Κάθισε στον καναπέ. Κοίταξε τις δύο φωτογραφίες με τα παιδιά του. Η κόρη στη Γερμανία και ο γιος στην Αμερική. Με δουλειές, με οικογένειες, αλλά και τα ίδια προβλήματα. Αναστέναξε. Σκέφτηκε πως, αν ήταν μαζί του η γυναίκα του, ίσως όλα να ήταν υποφερτά. Τώρα, όμως; Τι νόημα είχε όλη αυτή η φροντίδα για τον εαυτό του, για τη ζωή του; Σε ποιον ήταν χρήσιμος;

Για φαγητό θα άνοιγε μια κονσέρβα. Θα έπινε κι ένα ούζο, που σταθερά αγαπούσε. Δεν άνοιξε την τηλεόραση. Οι απαγορεύσεις, ο εγκλεισμός, οι πρόσφατες επίσημες απειλές, που μιλούσαν ακόμα και για πυροβολισμό των παραβατών αν δεν σταματούσαν στη δεύτερη παρατήρηση της αστυνομίας, στριφογύριζαν στο μυαλό του. Μέχρι και η εικόνα της φρεσκοχειρουργημένης μάνας του μέσα στο περιπολικό, που την έσερνε τον Απρίλη του ’67 στην Ασφάλεια της περιοχής, ξανάρθε μετά από χρόνια στο νου του. Όλα απόψε επέστρεφαν.

Σηκώθηκε και ξαναντύθηκε. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Είχε αρχίσει η απαγόρευση. Εκείνος θα έκανε μια βόλτα στη γειτονιά. Αν δεν τον έπιαναν, θα το έλεγε και στον Λευτέρη. Το είχε αποφασίσει: θα δοκίμαζε κάθε μέρα να διευρύνει τα όρια του εφικτού, όπως του άρεσε να λέει κάποτε…

Ο Γιώργος Μπουγελέκας είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας

Πηγή: Η Αυγή