Όσο η πολύχρονη και παρατεταμένη κρίση εμφανίζεται να αναδεικνύει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που τραυματίζουν την ήδη από καιρό βαρέως νοσούσα Ευρωπαϊκή Ένωση, πλήττοντας όχι μόνο την γκρίζα πραγματικότητα της αλλά και τον ίδιο τον πυρήνα της οικοδόμησης της, τόσο αυξάνεται η ανάγκη καθολικής αντιπαράθεσης της Αριστεράς απέναντι στις ακραία αυταρχικές, ρατσιστικές και προκλητικά φασιστικές επιλογές του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος απαλλαγμένος από κάθε προκάλυμμα μιας δήθεν επιθυμητής πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης, επιχειρεί να ακυρώσει οτιδήποτε αποτέλεσε εφαλτήριο χειραφέτησης των λαών, τουλάχιστον τους τελευταίους δύο αιώνες.
Ωστόσο, η αυτονόητη και πιθανόν κοινότοπη αυτή παραδοχή δεν αρκεί πλέον για να ισορροπήσει τη διάχυτη και όλο και πιο φανερή αμηχανία της Αριστεράς, αμηχανία η οποία ενίοτε εξασθενίζει πρωτοβουλίες και παρεμβάσεις της, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρύτερο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.
Από την εποχή του «προλετάριοι όλων των λαών ενωθείτε» και την υιοθέτηση της ταξικής ανάλυσης και του διεθνισμού ως κινητήριας δύναμης ανάπτυξης των αριστερών κομμάτων, τον εμπλουτισμό τους με την πολυχρωμία των χειραφετητικών κινημάτων και των δυνάμεων αμφισβήτησης κάθε είδους κοινωνικών και πολιτισμικών στεγανών και στερεοτύπων, μέχρι σήμερα, η πορεία της Αριστεράς ουδέποτε υπήρξε ευθύγραμμη, όπως και τίποτε άλλο στην παγκόσμια ιστορία. Μόνο που τώρα, η εκπόνηση ενός ολοκληρωμένου, σαφούς και υλοποιήσιμου εναλλακτικού αριστερού σχεδίου που αφενός θα μπορούσε να πείσει και να εμπνεύσει το δικό της κόσμο, αφετέρου να συμπαρασύρει ευρέως φάσματος δυνάμεις, οι οποίες αναφέρονται ουσιαστικά και συνεπώς στον πολιτικό και κοινωνικό δημοκρατικό μετασχηματισμό του τρίπτυχου «Ελευθερία – Ισότητα – Αδελφότητα», μοιάζει να αποκτά έναν αυξανόμενο βαθμό δυσκολίας.
Στην προφανή αμφιθυμία διαφορετικών προσεγγίσεων ως προς τη βιωσιμότητα και την αναγκαιότητα τελικώς μιας ενωμένης Ευρώπης, την καθόλου εύκολη προσπάθεια εμπλουτισμού με νέα ιδεολογικοπολιτικά εργαλεία ανάλυσης, ερμηνείας και στρατηγικού σχεδιασμού, ώστε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η νεοφιλελεύθερη επέλαση, προστίθεται ένας ακόμα δυσμενής παράγοντας: η δυναμική διείσδυσης του πλέον επιθετικού νεοφιλελεύθερου βραχίονα, της λαϊκιστικής ακροδεξιάς, η οποία δείχνει -προς το παρόν τουλάχιστον- να εκμεταλλεύεται επιτυχώς το καλλιεργούμενο αίσθημα ανασφάλειας ενός καθόλου αμελητέου ποσοστού του κοινωνικού σώματος, τόσο μεταξύ των παραδοσιακά ευάλωτων ομάδων που ακροβατούν μεταξύ της επιβίωσης και της περιθωριοποίησης, όσο και της μικροαστικής κυρίως μεσαίας τάξης , η οποία βιώνει τη συμπίεση της προς την περιοχή των «από κάτω», τους οποίους παραδοσιακά καταφανώς απεχθάνεται.
Το λάθος του ετεροκαθορισμού
Κι αν η ευθεία αναγωγή του τοπίου αυτού στο μεσοπολεμικό κόσμο είναι ίσως αδόκιμη, το γεγονός παραμένει: Η θυμική απεύθυνση στον κοινωνικό αυτοματισμό και τις πάσης φύσεως εθνοτικές, θρησκευτικές πολιτισμικές διαιρέσεις (πλασματικές και μη) βρίσκει και πάλι στόχο, ενώ η Αριστερά εγκλωβίζεται σε ένα γήπεδο το οποίο ουδέποτε υπήρξε δικό της, επομένως δεν την ευνοεί. Ταυτόχρονα, έχει χάσει, σε μεγάλο βαθμό, ένα όπλο καθοριστικό της μέχρι τώρα πορείας της σε πολύ δύσκολες γι’ αυτήν εποχές: τη δυνατότητα να συνεγείρει, να συγκινεί βαθιά και να αξιοποιεί σε βάθος χρόνου το δικό της αντιπαράδειγμα, όπως θεμελιώθηκε πάνω στο όραμα, τη δράση, τους ήρωες και τους μάρτυρες της. Οι αλλεπάλληλες και ορμητικές δυσμενείς αλλαγές και διαψεύσεις που σάρωσαν τον κόσμο, δημιούργησαν κοινωνίες συχνά κουρασμένες, απαθείς και ατομικιστικά κυνικές, σ’ αυτές η Αριστερά καλείται να απευθυνθεί.
Εν μέσω αναζήτησης μεθόδων και εργαλείων, λάθη και ανεπάρκειες δύσκολα αποφεύγονται. Η υιοθέτηση όμως έστω και τμήματος της αντίπαλης συστημικής ατζέντας -ή χειρότερα, παραλλαγών της ρητορικής της- πού μπορεί να οδηγήσει; Κι όμως, φαίνεται πως υπάρχουν αριστερές δυνάμεις που δεν αποφεύγουν τον ετεροκαθορισμό, στην προσπάθεια τους να απεμπλέξουν κοινωνικές ομάδες από τη θανάσιμη γοητεία των εθνικιστικών κελευσμάτων της λαϊκιστικής άκρας δεξιάς.
Η αριστερή ατζέντα στην Κεντρική Ευρώπη
Στο πρόσφατο συνέδριο της, η γερμανική αριστερά (Die Linke) απέφυγε την πιθανολογούμενη διάσπαση της, υιοθετώντας μεταξύ άλλων τη σκλήρυνση των θέσεων της σχετικά με το μεταναστευτικό/προσφυγικό ζήτημα, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των παραδοσιακά ευρωσκεπτικιστικών σκανδιναβικών αριστερών δυνάμεων αποφεύγει να συγκρουστεί ευθέως με την εθνικιστική κατασκευή περί κατάρρευσης του -χρόνια αιμορραγούντως εξαιτίας των πολιτικών λιτότητας- περίφημου κοινωνικού κράτους, εξαιτίας της εισόδου ξένων πληθυσμών. Αντ’ αυτού, περιορίζεται σε μια γενικόλογη καταδίκη πολιτικών που ευνοούν τη μετανάστευση και στρέφεται σε προτάσεις προάσπισης των εθνικών συμφερόντων, στο οικονομικό κυρίως επίπεδο.
Τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά συγκροτούν την πολιτική ατζέντα των αριστερών δυνάμεων στην κεντρική Ευρώπη, (Λουξεμβούργο, Αυστρία, Ολλανδία). Στις πρώην «ανατολικές» ευρωπαϊκές αριστερές δυνάμεις, οι ηρωικές προσπάθειες επιβίωσης έναντι κυβερνήσεων στην πλειοψηφία τους ανοιχτά αντιδημοκρατικών έως φιλοφασιστικών, με σαφές εθνικιστικό στίγμα, ελάχιστα επιτρέπουν τον απεγκλωβισμό από τα εσωτερικά μέτωπα και κάποια σοβαρή ενασχόληση με ευρύτερου ενδιαφέροντος ερωτήματα. Παραμένουν, ωστόσο, υποστηρικτικά σε διεθνείς αριστερές συμμαχίες και δίκτυα, προσδοκώντας τη στήριξη τους στις ακραίες συνθήκες που συχνά αντιμετωπίζουν. Αξίζει εδώ να διακρίνουμε τη στάση των μικρών και συχνά στενά συνεργαζόμενων αριστερών κομμάτων της Ουγγαρίας, τα οποία αντιτάσσονται σθεναρά σε όλο τα φάσμα των θέσεων της κυβέρνησης Όρμπαν, οργανώνοντας πολιτικές ομιλίες και ακτιβιστικές δράσεις κατά του φασισμού, του αντισημιτισμού, της κατάλυσης των ελευθεριών και στηρίζοντας εμπράκτως πρόσφυγες και μετανάστες στα κλειστά σύνορα αλλά και τους πληθυσμούς Ρομά εντός της χώρας.
Η διαφοροποίηση του ευρωπαϊκού Νότου
Η διαφοροποίηση είναι σαφέστερη εντός των αριστερών δυνάμεων, στον ευρωπαϊκό Νότο. Γιατί μπορεί η τραγική πολυδιάσπαση και οι συχνές αρχηγικές συμπεριφορές εντός της ιταλικής αριστεράς να συντηρούν σταθερά την πολιτική της συρρίκνωση, δεν έχουν όμως εξαφανίσει μεγάλο τμήμα της ευρωκομμουνιστικής της παρακαταθήκης, των αλληλέγγυων προσεγγίσεων και της κινηματικής της ιστορίας. Έτσι παράγεται ενδιαφέροντας προβληματισμός σχετικά με το μέλλον του ευρωπαϊκού εγχειρήματος και πληθώρα κινηματικών πρωτοβουλιών που αντιστρέφουν, στο βαθμό που τα μεγέθη της το επιτρέπουν, τη συστημική κυβερνητική ατζέντα, ενώ επιχειρούν να συμπαρασύρουν δυνάμεις εντός του συνδικαλιστικού, του φοιτητικού και του αυτοδιοικητικού χώρου. Από τη δική της σκοπιά, η νέα πραγματικότητα στην ισπανική πολιτική σκηνή, τονώνει τις ελπίδες διαμόρφωσης ευρύτερων αριστερόστροφων συμμαχιών, χωρίς να παραβλέπει κανείς το γεγονός των ταλαντεύσεων στις σχέσεις της Ενωμένης Αριστεράς και των Podemos, καθώς και το γεγονός ότι το ιδεολογικό πολιτικό προφίλ των τελευταίων, πολύ απέχει από την αποκρυστάλλωσή του. Είναι, ωστόσο, ιδιαιτέρως θετική η στάση της ισπανικής αριστεράς απέναντι σε όλο το φάσμα των κοινωνικώς προταγμάτων και η σταθερή σύμπραξη σε μια ευρεία τάση δράσεων στήριξης και αλληλεγγύης ταυτοτικού και αξιακού περιεχομένου.
Η σύγκρουση μεταξύ της επιλογής των πολιτικών και ταξικών συγκρούσεων εντός ευρωπαϊκού πλαισίου και της επιστροφής σε σαφέστερα εθνοκεντρικές πολιτικές αποτυπώνεται ανάγλυφα εντός των δυνάμεων της γαλλικής και της πορτογαλικής αριστεράς. Η ανοιχτή και ευθεία αντιπαράθεση μεταξύ του ΚΚ Γαλλίας και των υποστηρικτών του Ζακ Λικ Μελανσόν απεικονίζει τη δυναμική προσπάθεια δημιουργίας ενός πόλου διευρυμένων κοινωνικών συμμαχιών για την επαναδιεκδίκηση της ευρωπαϊκής συνοχής με ταξικό, διεθνιστικό και αλληλέγγυο πρόσωπο (η συμμετοχή των Γάλλων κομμουνιστών εντός του ΚΕΑ, του αριστερού/δημοκρατικού Caucus στο ευρωκοινοβούλιο και του Forum αριστερών δυνάμεων, κινημάτων, συνδικάτων και οργανώσεων της νεολαίας είναι ιδιαιτέρως δυναμική). Από την άλλη, απεικονίζει και την απόπειρα σύμπηξης ενός μετώπου δράσης με στόχευση την εθνικού προσανατολισμού προσπάθεια ανατροπής των πολιτικών λιτότητας (οργανωμένου μέσω της επικοινωνίας μεταξύ των Μελανσόν, DIEM, σκανδιναβικής αριστεράς, μειοψηφίας εντός της Die Linke, μέρους του πορτογαλικού Bloco και άλλων). Ο διχασμός αυτός επηρεάζει τα τεκταινόμενα εντός του πορτογαλικού Bloco, ταλανίζοντας το κόμμα τόσο σε επίπεδο πολιτικών και στρατηγικών επιλογών όσο και σε επίπεδο μελών και στελεχών σε όλο το εύρος της ιεραρχίας του.
Τόσο μέσω των επιδιωκόμενων συνθέσεων όσο και διά των αναπόφευκτων ρήξεων, η Αριστερά καλείται να ανακτήσει τη δυναμική της, αναστοχαζόμενη και αναπροσαρμόζοντας τις πολιτικές και στρατηγικές της προτεραιότητες, ως τη μόνη αξιόπιστη επιλογή των κοινωνικών στρωμάτων στα οποία απευθύνεται και τα οπoία καλείται να εκφράσει. Αυτό παραμένει το μείζον ζητούμενο. Ένα όμως είναι σίγουρο:
Η Αριστερά στηρίζει ιστορικά την ύπαρξη της στην πρωτοβουλία των κινήσεων και τον αυτοπροσδιορισμό της, έναντι κάθε αντίπαλου σχεδίου. Διαφορετικά, δεn μπορεί να υπάρξει.
Είναι αδύνατον να ελευθερώσεις την κοινωνία από τα δεσμά της, χαϊδεύοντας τους φόβους της που οι δεσμοφύλακες τρέφουν.
Όλγα Αθανίτη
Πηγή: Η Εποχή