Η φοροδιαφυγή είναι ένα θέμα για το οποίο έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά τις τελευταίες δεκαετίες. Δημιουργεί διαχρονικά μεγάλα προβλήματα τόσο στη λειτουργία του κράτους όσο και στο περί κοινού δικαίου αίσθημα, αφού προκαλεί τεράστια απώλεια εσόδων και μόνιμη πηγή στρεβλώσεων στην κατανομή των φορολογικών βαρών.
Την προηγούμενη εβδομάδα η κυβέρνηση παρουσίασε του βασικούς άξονες ενός σχεδίου νόμου στο οποίο περιλαμβάνεται μια παρέμβαση που –όπως ισχυρίστηκε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών κ. Χατζηδάκης– θα αποτελέσει ένα νέο, πιο δίκαιο σύστημα φορολόγησης για τους ελεύθερους επαγγελματίες ενώ ταυτόχρονα θα βοηθήσει στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής μέσω της καθιέρωσης ενός τεκμαρτού ελάχιστου φορολογητέου εισοδήματος. Η πρώτη –και εύκολη– επισήμανση που μπορεί να κάνει κάποιος είναι ο λαϊκισμός με τον οποίο πολιτεύεται ο κ. Μητσοτάκης. Ενώ μας διαβεβαίωνε προεκλογικά ότι δεν θα υπάρξουν νέοι φόροι αλλά αντίθετα θα μειωθούν τα φορολογικά βάρη, τώρα εισάγει έναν οριζόντιο φόρο, ούτε 5 μήνες μετά την επανεκλογή του. Γιατί ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Μπορεί να μην εισάγει νέα φορολογία, αλλά ο τεκμαρτός υπολογισμός του φορολογητέου εισοδήματος αυξάνει την επιβάρυνση για την πλειονότητα των ελευθέρων επαγγελματιών και άρα είναι εκ των πραγμάτων ένας νέος φόρος. Βέβαια, θα πει κανείς, ο κ. Μητσοτάκης βρίσκεται τώρα μπροστά στις συνέπειες των δικών του επιλογών. Γιατί χρειάζεται πόρους για να κάνει τις δαπάνες που έχει υποσχεθεί, αλλά και για να υλοποιήσει τις μειώσεις των φόρων που υποσχέθηκε –όπως η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος. Το πρόβλημα μεγεθύνεται αν λάβει κανείς υπόψη ότι τα επόμενα χρόνια η χώρα θα πρέπει να επανέλθει σε ένα καθεστώς υψηλών πλεονασμάτων.
Αντί οριζόντιου τέλους, οριζόντιο φόρο
Η κυβέρνηση, λοιπόν, προσπαθεί να πείσει ότι τα μέτρα που προτείνει δεν είναι νέος φόρος, αλλά παρέμβαση πάταξης της φοροδιαφυγής. Το αφήγημα είναι ότι «θα πληρώσουν αυτοί και αυτές που δεν πληρώνουν τίποτα» και «δεν μπορεί να έχουν οι εργοδότες μικρότερο εισόδημα από τους υπαλλήλους τους». Αυτά στην πραγματικότητα είναι επιχειρήματα που μόνο στόχο έχουν τον κοινωνικό αυτοματισμό στη λογική του διαίρει και βασίλευε. Μόνο που αυτή τη φορά οι καλοί είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι και οι κακοί οι ελεύθεροι επαγγελματίες.
Όμως εδώ έχουμε δύο βασικά προβλήματα.
Από την μία η παρέμβαση της κυβέρνησης δεν αποτελεί πολιτική αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής. Γιατί η επιβολή ενός οριζόντιου τεκμαρτού φόρου δεν δημιουργεί κανένα κίνητρο ενίσχυσης της φορολογικής συνείδησης. Εδώ μάλλον βλέπουμε μια προσπάθεια re-branding. Στην προσπάθειά της να υλοποιήσει την υπόσχεση για κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος –που είναι ένας οριζόντιος φόρος που επιβλήθηκε κατά τη διάρκεια των μνημονίων– αλλά και να μην χάσει τους πόρους των κρατικών ταμείων εισάγει έναν νέο οριζόντιο φόρο. Στο τέλος αυτό που θα μας πει εμφατικά ο κ. Μητσοτάκης είναι ότι και το τέλος επιτηδεύματος κατήργησε και τη φοροδιαφυγή πάταξε (αυξάνοντας μάλιστα τα δημόσια έσοδα, λόγω αύξησης της φορολογικής συμμόρφωσης των ελευθέρων επαγγελματιών)!
Από την άλλη, η τεκμαρτή φορολόγηση στους ελεύθερους επαγγελματίες δημιουργεί τις στρεβλώσεις που δημιουργεί κάθε τεκμήριο. Δεν αφήνει περιθώριο για αντικειμενική αξιολόγηση των φορολογουμένων. Παίρνει ως δεδομένο ότι όποιος δηλώνει λιγότερο από 10.920 ευρώ κατ’ έτος φοροδιαφεύγει. Ανεξάρτητα λοιπόν αν κανείς έχει στην πραγματικότητα ένα χαμηλότερο εισόδημα θα πρέπει να φορολογείται για ένα υψηλότερο, χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι για αυτό. Ας μην μιλήσουμε εδώ για τη φοροδιαφυγή που υπάρχει σε υψηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες για την οποία η κυβέρνηση δεν παρεμβαίνει εξίσου δυναμικά. Αρκείται απλώς στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης με όποιο κόστος κι αν έχει αυτό για την καθημερινότητα των ελευθέρων επαγγελματιών.
Οι προτάσεις της Αριστεράς
Η κριτική στις πολιτικές της κυβέρνησης της ΝΔ είναι αναγκαίο να κατατίθενται στο δημόσιο διάλογο, αυτό όμως δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να σημαίνει ότι οι προτάσεις της Αριστεράς εξαντλούνται εκεί. Γιατί το πρόβλημα που -κατά δήλωση- προσπαθεί να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση είναι αδιαμφισβήτητο: υπάρχει εκτεταμένη, συστημική φοροδιαφυγή στις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες. Και αυτό χρειάζεται σχέδιο και σοβαρή αντιμετώπιση. Οι επιλογές είναι πολλές. Θα μπορούσε κανείς να στηριχθεί σε αυστηρότερους ελέγχους και μεγαλύτερες ποινές για τη φοροδιαφυγή. Θα μπορούσε κανείς να ενισχύσει τα κίνητρα συλλογής αποδείξεων από τους πολίτες για ομάδες επαγγελματιών και επιχειρήσεων ή τις ηλεκτρονικές συναλλαγές. Θα μπορούσε κανείς να στραφεί σε σύγχρονες τεχνικές ελέγχου που οι φορολογικές αρχές θα συλλέγουν στοιχεία ηλεκτρονικά, από πολλές πηγές, για να διαμορφώσουν ένα φορολογικό προφίλ συγκεκριμένων ατόμων ή επαγγελματικών ομάδων έτσι ώστε να προτεραιοποιούνται καλύτερα οι φορολογικοί έλεγχοι. Σε κάθε περίπτωση όμως, η μείωση της φοροδιαφυγής θα είναι μια διαδικασία που χρειάζεται χρόνο, σταθερό πολιτικό προσανατολισμό και διακομματική συναίνεση. Και μέχρι στιγμής η Νέα Δημοκρατία δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για τη συνολική και συστηματική αντιμετώπιση του προβλήματος, για τη δημιουργία φορολογικής συνείδησης αλλά περισσότερο για παρεμβάσεις που θα έχουν πρόσκαιρα επικοινωνιακά οφέλη, ενώ ταυτόχρονα θα αφήνουν τεράστια περιθώρια να μην γίνει τίποτα για τη φοροδιαφυγή στις μεγάλες επιχειρήσεις και τα υψηλά εισοδήματα.
Για την Αριστερά η συζήτηση για τη φοροδιαφυγή πρέπει να προχωρά ένα βήμα παρακάτω. Και αυτό το βήμα είναι η συζήτηση για τη φορολογία εν γένει. Είναι απολύτως κατανοητό ότι σε μία χώρα που, από την μία, το κοινωνικό κράτος έχει καταρρεύσει και, από την άλλη, υπάρχει μια άδικη κατανομή των βαρών λόγω ενός στρεβλού φορολογικού συστήματος, η συζήτηση αυτή δεν είναι εύκολη. Η αναγκαιότητα όμως είναι προφανής και ενισχύεται από την ύπαρξη των πολλαπλών κρίσεων από την πανδημία μέχρι την ενεργειακή και την κλιματική κρίση που καταδεικνύουν με τον πλέον εμφατικό τρόπο ότι δεν υπάρχει πια άλλος χρόνος. Η δημιουργία κοινωνικού κράτους –καλύτερων σχολείων και νοσοκομείων, υποδομών και παροχών– η συνοχή και ανθεκτικότητα της κοινωνίας δεν θα έλθουν ως διά μαγείας. Χρειάζονται την ύπαρξη πόρων που θα τις χρηματοδοτούν, πόρων που προέρχονται από τη φορολογία. Το επιχείρημα λοιπόν ότι μιλώντας κανείς για την αναγκαιότητα επιβολής φόρων δυσαρεστεί ή/και τρομοκρατεί αυτόματα την κοινωνική πλειοψηφία θα πρέπει να εγκαταλειφθεί. Οι φόροι χρηματοδοτούν τις υπηρεσίες που πρέπει οι πολίτες να απολαμβάνουν ως δικαίωμα. Η Αριστερά πρέπει να θέσει την ατζέντα, να ανοίξει αυτή τη συζήτηση, να επαναφέρει αυτή την ιδέα στο επίκεντρο.