Macro

H γενοκτονία των Ροχίνγκια και οι ρίζες της στην αποικιοκρατία

Τη στιγμή που η διεθνής πίεση προς την Αούνγκ Σαν Σούου Κι εντείνεται, προκειμένου να καταδικάσει όσα πολλοί χαρακτηρίζουν εγκλήματα πολέμου, ο επικεφαλής του στρατού της Μιανμάρ υπερασπίζεται σταθερά τη δράση των δυνάμεών του ενάντια στους Ροχίνγκια.

Μιλώντας σε μια συνέντευξη Τύπου στην πρωτεύουσα της χώρας, απέδωσε την κρίση στην ανάγκη να ολοκληρωθούν «ανοιχτά ζητήματα» που ξεκινούν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Χωρίς η ευθύνη της παρούσας κυβέρνησης της Μιανμάρ να μειώνεται ούτε κατ’ ελάχιστο για όσα συμβαίνουν, η ιστορία της χώρας δείχνει το πώς η αποικιοκρατία έβαλε τις βάσεις για τις συνεχιζόμενες διώξεις.

Το 1948 η βρετανική διοίκηση της Βιρμανίας λαμβάνει τέλος. Το στρατιωτικό καθεστώς ξεκινά να δημιουργεί ένα νέο είδος εθνικής ταυτότητας, μέσα στο οποίο μπαίνουν οι πρώτοι σπόροι για τη στοχοποίηση των Ροχίνγκια. Αντλώντας από τις φυλετικές και θρησκευτικές διαφορές, αρχίζουν να συγκροτούνται δημόσιοι μύθοι ότι οι Ροχίνγκια προέρχονται από το Μπαγκλαντές.

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια κοινότητα που έχει τις ρίζες της στις περιοχές που προσδιορίστηκαν μετά το τέλος της αποικιοκρατίας ως σύνορα της Μιανμάρ.

Οι ομοιότητες με κοινότητες του Μπαγκλαντές σχετίζονται με τη γειτονική θέση του Ρακίν με την μπαγκλαντεσιανή επαρχία Τσιταγκόνγκ: ο διαχωρισμός των δύο επαρχιών και η επιβολή συνόρων ήταν προϊόν της αποικιοκρατικής διοίκησης. Οι Βρετανοί είχαν υποσχεθεί ανεξαρτησία στους Ροχίνγκια κατά τη διάρκεια του πολέμου με την Ιαπωνία, όμως η υπόσχεση στη συνέχεια ανακλήθηκε.

Προβλέποντας την κλιμάκωση της έντασης ανάμεσα στους Ροχίνγκια και άλλες εθνικές κοινότητες της Βιρμανίας, ορισμένοι Ροχίνγκια διατύπωσαν δημόσια το αίτημα να περιληφθούν στο Ανατολικό Πακιστάν (σημερινό Μπαγκλαντές), κατά τη διαίρεση του 1947.

Το παρόν άρθρο δεν επιδιώκει να αναλύσει λεπτομερώς τις μεταποικιακές ταυτότητες στη Μιανμάρ: κανένας παράγοντας και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αμφισβητεί το δικαίωμα των Ροχίνγκια στην ιδιότητα του πολίτη και στον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους εντός της Μιανμάρ.

Μια σημαντική ιστορική στιγμή που συνδέεται τις σημερινές διώξεις μπορεί να εντοπιστεί το 1962, όταν η στρατιωτική δικτατορία πήρε την εξουσία. Προκειμένου να ενισχύσει το λαϊκό έρεισμά της, άρχισε να χρησιμοποιεί το ζήτημα της θρησκείας ως βασικό παράγοντα για την ιδιότητα του πολίτη, εκμεταλλευόμενη έτσι τον βουδισμό για να στηρίξει το εθνικιστικό της πρόγραμμα.

Το 1974, οι Ροχίνγκια στερούνται την ιδιότητα του πολίτη και αρχίζουν να περιγράφονται ως «ξένοι» από το κράτος. Το γεγονός αυτό οδήγησε πολλούς Ροχίνγκια να αναζητήσουν καταφύγιο σε γειτονικές χώρες, προκειμένου να διαφύγουν από τη βία την οποία η νομοθεσία ενθάρρυνε.

To 1982 τίθεται σε εφαρμογή ο Νόμος για την Ιδιότητα του Πολίτη. Οι Ροχίγνκια όχι μόνο αποκλείονται από την ιδιότητα του πολίτη, αλλά και τους απαγορεύεται να ζουν στη Μιανμάρ, εκτός αν προσκομίσουν στέρεες αποδείξεις ότι οι πρόγονοί τους ζούσαν εκεί και πριν από την ανεξαρτησία.

Χαρακτηρίζοντάς τους ως «παράνομους μετανάστες από το Μπαγκλαντές», οι αρχές της Μιανμάρ αρνούνται να χρησιμοποιήσουν τον όρο «Ροχίνγκια», ενισχύοντας με κάθε τρόπο τη συστηματική απόπειρα εξάλειψής τους.

To 2013, o Win Myaing, επίσημος εκπρόσωπος της τοπικής κυβέρνησης του Ρακίν, είπε: «Πώς μπορούμε να μιλάμε για εθνοκάθαρση; Δεν είναι εθνοτική ομάδα». Παρουσιάζοντάς τους ως Μουσουλμάνους του Μπαγκλαντές, το κράτος τούς παριστά όχι μόνο ως σύμβολο μιας «μουσουλμανικής εισβολής», αλλά και ως «Μουσουλμάνους Μπενγκάλι», ένας χαρακτηρισμός που επιστρατεύεται ως εθνοτικά υποδεέστερος και σε όλη την ινδική χερσόνησο χρησιμοποιήθηκε στο όνομα της νομιμοποίησης γενοκτονιών (όπως για παράδειγμα στον Πόλεμο της Απελευθέρωσης του Μπαγκλαντές, ή στη σφαγή του Νελί στο Ασάμ της Ινδίας).

Η βία κλιμακώνεται μετά τις αναταραχές στο Ρακίν, το 2012, με χιλιάδες δολοφονίες και 125.000 εκτοπισμένους Ροχίνγκια. Έκτοτε, περισσότεροι από 140.000 Ροχίνγκια έχουν εγκαταλείψει τη Μιανμάρ προς γειτονικές χώρες, έχοντας να αντιμετωπίσουν πολλαπλές διακρίσεις μέσα στο Μπαγκλαντές, την Ινδία, την Ταϊλάνδη και τη Μαλαισία.

Σύμφωνα με αξιωματούχους των Ηνωμένων Εθνών, νωρίτερα αυτή τη χρονιά, 1.000 Ροχίνγκια σκοτώθηκαν από το κράτος της Μιανμάρ. Οι ίδιοι οι Ροχίνγκια αναφέρονται σε συστηματικούς βιασμούς ως τακτική του στρατού εναντίον τους.

H Αούνγκ Σαν Σούου Κι, ηγέτιδα της Μιανμάρ, γνωστή για τους παλιούς αντιδικτατορικούς της αγώνες και βραβευμένη με το Νόμπελ Ειρήνης, αρνείται σήμερα να αναγνωρίσει τις διώξεις των Ροχίνγκια

Η κυβέρνηση και ο στρατός της Μιανμάρ κατηγορούνται για εγκλήματα πολέμου, ωστόσο η διεθνής κοινότητα αρνείται να δράσει. Και η βρετανική κυβέρνηση έχει άμεση ευθύνη μετά την πώληση όπλων στη Μιανμάρ, κατά τα τρία τελευταία χρόνια. Η δειλή τοποθέτηση του Μπόρις Τζόνσον ως υπουργού Εξωτερικών το μόνο που έκανε είναι να εξιδανικεύσει μια γυναίκα (σημ. την Αούνγκ Σαν Σούου Κι) που χαρακτηρίζει τις κατηγορίες για γενοκτονία ως «ψεύτικες ειδήσεις».

Οι Ροχίνγκια χρειάζονται επείγουσα υποστήριξη. Ζουν σε στρατόπεδα, τους αρνούνται την ιδιότητα του πολίτη, βασικά δικαιώματα στην υγεία και την εργασία.

Χωρίς περιστροφές, η καταστροφή μιας εθνοτικής ομάδας είναι γενοκτονία και η συνεχιζόμενη αδιαφορία της διεθνούς κοινότητας ενισχύει και νομιμοποιεί τη βία της Μιανμάρ.

Tasnima Uddin

Πηγή: Pass world από Independent.