Macro

Γιώτα Λαζαροπούλου: “Οι πολλές ταχύτητες εργαζομένων διαβρώνουν την δύναμή μας και ναρκοθετούν εξαρχής κάθε αγώνα”

Μιλήσαμε με την Γιώτα Λαζαροπούλου, Πρόεδρο του Συλλόγου Εργαζομένων Εθνικής Τράπεζας, ΣΕΕΤ, με αφορμη τον εορτασμό και τις διεκδικήσεις των εργαζόμενων στα πλαίσια της εργατικής Πρωτομαγιάς. Βραχυπρόθεσμα αιτήματα, διαχρονικές διεκδικήσεις, ιστορικότητα και συνέχεια του εργατικού κινήματος, διεθνική συγκρότηση και διασπαστικές στρατηγικές των εργοδοτών είναι μόνο μερικά από όσα αποτυπώθηκαν παρακάτω.
 
Έχουν περάσει περίπου 140 χρόνια απ’ όταν ξέσπασαν τα γεγονότα στο Σικάγο. Η Πρωτομαγιά είναι σημαντικός κόμβος για τους εργαζόμενους σε όλο τον κόσμο. Εδώ, στην Ελλάδα, ποιες είναι οι διεκδικήσεις που αντιστοιχούν στη συγκυρία κατά τη γνώμη σου;
 
Έχουν περάσει 140 χρόνια από τα γεγονότα του Σικάγο και μερικά αιτήματα που – θα έπρεπε να – θεωρούνται αυτονόητα ως κεκτημένα, δεν είναι.
 
Θα αναφερθώ στον τραπεζικό τομέα: υπάρχουν συνάδελφοι που μένουν στο γραφείο τους και εργάζονται μέχρι τις 6μ.μ. ή 7 μ.μ. καθημερινά, ενώ έχουν ήδη χτυπήσει την ψηφιακή κάρτα εργασίας για έξοδο! Η ψηφιακή κάρτα εργασίας έχει μπει σε εφαρμογή στις Τράπεζες ήδη από τον Ιούλιο του 2022, ωστόσο η εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας μεταφράζεται ως εξής: Ο εργαζόμενος χτυπά την κάρτα εργασίας για έξοδο με την λήξη του ωραρίου και επιστρέφει στο γραφείο για να δουλέψει! Η τήρηση του ωραρίου είναι μία συνεχής, αέναη προσπάθεια που πρέπει να κάνουμε ως σωματείο, και όχι ένα αυτονόητο δεδομένο.
 
Η «ίση αμοιβή για ίση εργασία» έχει καταντήσει κενό γράμμα όταν, ενώ υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις (Κλαδική, Επιχειρησιακή, Κανονισμός Εργασίας), αυτές δεν καλύπτουν όλους τους εργαζόμενους που απασχολούνται σε έναν κλάδο ή σε μια επιχείρηση.
 
Στην Εθνική Τράπεζα έχουμε:
 
Α. Εργαζόμενους/ες με ατομική σύμβαση. Δεν κάνουν κάποιο ιδιαίτερο έργο, δεν έχουν προσληφθεί για κάποια ιδιαίτερη ανάγκη, δεν έχουν κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ωστόσο δεν καλύπτονται από τις ΣΣΕ.
 
Β. Εργαζόμενους/ες με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών (μπλοκάκι). Προφανώς καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και δεν πρόκειται για ελεύθερους επαγγελματίες.
 
Γ. Εργαζόμενοι/ες στο καθεστώς μεσιτείας (ενοικιαζόμενοι-«εργολαβικοί»). Το καθεστώς αυτό διαιωνίζεται αφού υπάρχει για περισσότερα από 25 χρόνια.
 
Όταν οι συλλογικές συμβάσεις δεν καλύπτουν όλους/ες τους εργαζόμενους/ες σε έναν κλάδο ή σε μία επιχείρηση, τότε είναι κατ’ όνομα μόνο συλλογικές.
 
Όταν οι Τράπεζες έφτασαν στο χείλος της χρεοκοπίας ζήτησαν από όλους μας να βάλουμε πλάτη, να υποστούμε περικοπές, πάγωμα αυξήσεων και να τις ανακεφαλαιοποιήσουμε . Τώρα που τα κέρδη των Τραπεζών έχουν φτάσει … στο θεό (4,7 δισ. για το 2024) δεν υπάρχει η αντίστοιχη προθυμία να αποκατασταθούν οι απώλειες μας. Στην Ελλάδα, από το 2019 και μετά η εισοδηματική ανισότητα αυξάνεται. Η εικόνα αυτή πρέπει να αντιστραφεί με την φορολόγηση του πλούτου και την διεκδίκηση ουσιαστικών αυξήσεων στους μισθούς.
 
Η συνδικαλιστική πυκνότητα φθίνει παντού και στο ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα είναι ιδιαίτερα μικρή. Παράλληλα, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας: μόνο τρεις στους δέκα καλύπτονται από αυτές και σε Τεράστια απόκλιση από το 80% που επιτάσσει η οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τι πρέπει να γίνει μεσοπρόθεσμα για να αναταχθεί η διεκδικητική δυναμική;
 
Θα αναφερθώ και πάλι στον τραπεζικό τομέα και ειδικά για τον χώρο της Εθνικής Τράπεζας (ΕΤΕ) όπου εργάζομαι. Στην ΕΤΕ υπάρχει σωματείο (ΣΥΕΤΕ) από το 1917, έχει δηλαδή πάνω από 100 χρόνια ζωής, και μια παράδοση που ξεκινάει από τον προηγούμενο αιώνα, περνάει μέσα από αγώνες την περίοδο της Κατοχής, (όταν τραπεζοϋπάλληλοι εκτελέστηκαν από τις δυνάμεις Κατοχής), και φτάνουν μέχρι την απεργία για το ωράριο (1980), το ενιαίο μισθολόγιο κ.ά.
 
Και όμως αυτή η παράδοση διακόπτεται απότομα και ουδείς νέος εργαζόμενος στην Τράπεζα εντάσσεται σε αυτή ή, έστω, την μαθαίνει. Αυτό γιατί από το 2004 και μετά οι νέες προσλήψεις αφορούν σχεδόν αποκλειστικά εργαζόμενους με ατομική σύμβαση, με μπλοκάκι ή ενοικιαζόμενους/ «εργολαβικούς». Οι συνάδελφοι αυτοί είναι αόρατοι και σχεδόν δεν υπάρχουν για το συνδικαλιστικό κίνημα στις τράπεζες. Αντί να τους αγκαλιάσει, να τους ενημερώσει (τουλάχιστον), και να τους φέρει κοντά του, ακόμα και αν δεν μπορεί (;) να ικανοποιήσει τα δίκαια αιτήματά τους, τους αντιμετωπίζει ως παρίες, που κακώς υπάρχουν. Με αυτό τον τρόπο δεν αυξάνεται η συνδικαλιστική πυκνότητα.
 
Θα πρέπει να είναι πρώτη προτεραιότητα για όλα τα συνδικάτα σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα η κατάργηση των διαφορετικών μορφών και ταχυτήτων εργαζομένων. Οι πολλές ταχύτητες εργαζομένων διαβρώνουν την δύναμή μας και ναρκοθετούν εξαρχής κάθε αγώνα. Στον βαθμό που αυτοί οι εργαζόμενοι δεν καλύπτονται, μειώνεται η συνδικαλιστική πυκνότητα και οι συνέπειες έχουν επιπτώσεις σε όλο το εργατικό κίνημα.
 
Ωστόσο, την εποχή της πληροφορικής και του Internet, δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για τους εργαζόμενους ότι δεν υπάρχει γνώση για το πώς οργανώνονται οι διεκδικήσεις. Θα χρειαστεί επίσης να γίνει κατανοητό ότι οι διαπιστώσεις από μόνες τους, όσο δίκαιες και αν είναι, δεν αλλάζουν τα πράγματα. Χρειάζεται οργάνωση και δράση, χρειάζεται να ακολουθήσουμε πάλι τα βήματα όσων, πριν από μας, έκαναν πράξη τα τότε πρωτόγνωρα και σήμερα αυτονόητα εργασιακά δικαιώματα.
 
Όλες αυτές τις δεκαετίες εγκαθιδρύθηκαν θεσμικά πλαίσια που ευνόησαν την κοινωνική δικαιοσύνη με εργασιακούς όρους. Πριν τον συντεταγμένο συνδικαλισμό οι εργαζόμενοι απλώς δεν είχαν δικαιώματα. Ωστόσο “η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο” απέχει από το να γίνει πραγματικότητα. Πώς μπορείτε ως συνδικαλιστικό κίνημα να έχετε διεθνική, δηλαδή κοινή υπερεθνικά αλλά και ταξικά, συγκρότηση που να είναι αποτελεσματικότερη απ’ ότι σήμερα;
 
Η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο θα συνεχίζεται στον βαθμό που δεν υπάρχει εκείνος ο συσχετισμός δύναμης που θα την περιορίζει ή/και θα την ανατρέπει.
 
Για την συγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος, δυστυχώς δεν υπάρχουν συνταγές. Ωστόσο, νομίζω ότι δεν είναι η μορφή της συγκρότησης που παίζει ιδιαίτερο ρόλο, όσο η συντεχνιακή νοοτροπία που εμποδίζει την κοινή και αποτελεσματική οργάνωση και δράση.
 
Είναι η νοοτροπία του «να σώσουμε ό,τι σώζεται» ή με άλλα λόγια το «δεν μπορώ να σώσω όλον τον κόσμο, ας κοιτάξω τα δικά μου προβλήματα», που περιορίζει την συμπόρευση και κόβει τις γέφυρες ανάμεσα σε συνδικάτα είτε σε εθνικό επίπεδο, είτε σε διεθνές επίπεδο.
 
Όμως, εφόσον οι εξελίξεις στην οικονομία, που επηρεάζουν και την ζωή μας, κινούνται σε πλανητικό επίπεδο, έτσι είναι αναγκαίο να αποκτήσουμε τρόπους επικοινωνίας και κοινής δράσης στην ίδια βαθμίδα, δηλαδή εκτεταμένα χωρικά.
Βασίλης Ρόγγας