Η Σέβη Στάικου, μέλος της διοίκησης του Εργατικού Κέντρου Αθήνας, έδωσε τη συνέντευξ’η της στην Εποχή “επί του πιεστηρίου”, δηλαδή την ώρα που απολύονταν ο πρώην Πρόεδρος του Σωματείου μηχανοδηγών του ΟΣΕ και βασικός μάρτυρας του εγκλήματος των Τεμπών, Κώστας Γενιδούνιας.
“ενάμιση αιώνα μετά του αίμα που χύθηκε στο Σικάγο, τίποτα δεν είναι δεδομένο”, τονίζει η Στάικου και ξεδιπλώνει το σκέπτικό της που καταλήγει στο ότι “η διαθεματική προσέγγιση για την ενότητα των κινημάτων, που υπερβαίνει τα σύνορα και δημιουργεί ταξική συναντίληψη είναι η απάντηση που χρειάζεται να δώσουμε εμείς.”
Έχουν περάσει περίπου 140 χρόνια απ’ όταν ξέσπασαν τα γεγονότα στο Σικάγο. Η Πρωτομαγιά είναι σημαντικός κόμβος για τους εργαζόμενους σε όλο τον κόσμο. Εδώ, στην Ελλάδα, ποιές είναι οι διεκδικήσεις που αντιστοιχούν στη συγκυρία κατά τη γνώμη σου;
Τη στιγμή που συνομιλούμε, παραμονή Πρωτομαγιάς, τελούμε υπό το σοκ της εκδικητικής και τυπικά αναιτιολόγητης απόλυσης του φυσικού στην πραγματικότητα ηγέτη του σωματείου των μηχανοδηγών της Hellenic Train Κώστα Γενιδούνια και βασικού μάρτυρα στην υπόθεση των Τεμπών. Του συνδικαλιστή και του σωματείου, δηλαδή, που προειδοποιούσαν ακόμη και με εξώδικα τους υπουργούς, τις κυβερνήσεις, αλλά και την κοινωνία για τα σοβαρά προβλήματα ασφάλειας, που τελικά οδήγησαν στο έγκλημα το 2023.
Η συγκυρία, λοιπόν, μας υπενθυμίζει ότι ενάμιση αιώνα μετά του αίμα που χύθηκε στο Σικάγο, τίποτα δεν είναι δεδομένο, τίποτα δεν είναι αυτονόητο, καμία κατάκτηση δεν διαρκεί για πάντα. Και ακόμα και αν σήμερα στην Ελλάδα το ηγεμονικό μπλοκ εξουσίας δεν ανοίγει όπως τότε στις ΗΠΑ, πυρ κατά βούληση εναντίον των απεργών/διαδηλωτών, αυτό δε σημαίνει ότι δε μετέρχεται άλλων αυταρχικών, κατασταλτικών, εκδικητικών μεθόδων για να αποτρέψει την οποιαδήποτε ρωγμή πάει να το αγγίξει. Όπως αυτή που άνοιξε το τεράστιο κοινωνικό μπλοκ που διαμορφώθηκε γύρω από την υπόθεση. Δε θα πρέπει να ξεχνάμε, επίσης, ότι στα Τέμπη εκτός των πολιτών, σκοτώθηκαν και 11 εργαζόμενοι και για να διευρύνω την απάντηση μου, άλλοι 146 συνάδελφοι/σσες μας το 2024 πήγαν για μεροκάματο και δεν γύρισαν ποτέ στα αγαπημένα τους πρόσωπα, λόγω των εργατικών ατυχημάτων, που αποτελούν πλέον μάστιγα στη χώρα.
Όλα αυτά δεν είναι ούτε κακιά μοίρα που μας βρήκε, ούτε φυσικά φαινόμενα. Είναι το αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών, που από την χρεοκοπία, μέχρι την κατάρρευση των υποδομών και τις πολυκρίσεις που παράγει ο καπιταλισμός, μας έφεραν σε μια κατάσταση, που πολύ ωραία έχει συνοψιστεί στα χείλη των πολιτών εν είδει συνθήματος, αυτό το «από τύχη ζούμε».
Να λοιπόν που φτάσαμε: η βασική μας διεκδίκηση να είναι η ασφάλεια (και όχι όπως το εννοεί η ακροδεξιά), ζωή και όχι επιβίωση, αξιοπρέπεια στην εργασία, δικαίωμα στη στέγη, στην ενέργεια, στα βασικά αγαθά. Πηγές υλικότητας από τη μια, πολιτικά, κοινωνικά, συνδικαλιστικά δικαιώματα από την άλλη. Δυστυχώς, σήμερα είναι όλα υπό αίρεση.
Η συνδικαλιστική πυκνότητα φθίνει παντού και στο ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα είναι ιδιαίτερα μικρή. Παράλληλα, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας: μόνο τρεις στους δέκα καλύπτονται από αυτές, σε τεράστια απόκλιση από το 80% που επιτάσσει η οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τι πρέπει να γίνει μεσοπρόθεσμα για να αναταχθεί η διεκδικητική δυναμική;
Πράγματι η συνδικαλιστική πυκνότητα τείνει στο ελάχιστο πια. Ειδικά στους δύσκολους κλάδους του σκληρού ιδιωτικού τομέα. Αν κρίνω από το δικό μου εργασιακό περιβάλλον σε πολυεθνική τηλεπικοινωνιών, ο εργατικός συνδικαλισμός θωρείται κάτι εξαιρετικά παρωχημένο και παλιό. Οι συνάδελφοί/σσες μου αρέσκονται πλέον περισσότερο στην προσφώνηση «αγαπητέ συνεργάτη» παρά «συνάδελφε». Είναι δεκαετίες πια που καλλιεργείται στο εργασιακό περιβάλλον ο ανταγωνισμός, η ατομικότητα και όχι η αδελφοσύνη. Ως εκ τούτου η συνδικαλιστική εμπλοκή μοιάζει στα μάτια τους ως μια ταυτότητα υποτιμητική, από τη στιγμή που η αυτοεικόνα τους ακουμπάει περισσότερο στην ιδιότητα «στελέχους πολυεθνικής» παρά στο «εργαζόμενου/ης» και ας έχουμε να πάρουμε αύξηση 15 χρόνια. Αν πάμε δε στην gen z που έχει εισέλθει πια μαζικά στην αφορά εργασίας, θα δούμε ότι δεν υπάρχει βίωμα συλλογικής σύμβασης εργασίας, τυπικού ωραρίου, αξιοπρεπούς μισθού. Άρα πώς να παλέψει για κάτι που δεν γνώρισε ποτέ; Αν ισχύει ότι η θέση δημιουργεί (ταξική) συνείδηση, τότε έχουμε μια πρώτη απάντηση. Βεβαίως ακόμα μεγαλύτερες είναι οι ευθύνες των ηγεσιών των συνδικάτων που έχουν καταντήσει εντελώς απαξιωμένες στα μάτια των εργαζομένων. Δικαίως. Στην τεράστια απεργία της 28 Φλεβάρη ο κόσμος ούτε απήργησε, ούτε διαδήλωσε επειδή του το ζητήσαμε εμείς. Δε μας εμπιστεύεται.
Σχετικά με την χαμηλή κάλυψη από συλλογικές συμβάσεις δύο είναι οι άμεσες λύσεις. Πολιτική αλλαγή. Να φύγει χθες η κυβέρνηση της Ν.Δ που διαμόρφωσε πολύ συνειδητά αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο, που δεν επιτρέπει ούτε την ελεύθερη διαπραγμάτευση για τον κατώτατο μισθό μεταξύ των κοινωνικών ανταγωνιστών (εργοδότες – ΓΣΕΕ), ούτε την επεκτασιμότητα των υπαρχουσών ομοεπαγγελματικών ΣΣΕ. Και από την άλλη αυτοκάθαρση του συνδικαλιστικού κινήματος και ριζική αλλαγή στρατηγικής.
Όλες αυτές τις δεκαετίες εγκαθιδρύθηκαν θεσμικά πλαίσια που ευνόησαν την κοινωνική δικαιοσύνη με εργασιακούς όρους. Πριν τον συντεταγμένο συνδικαλισμό οι εργαζόμενοι απλώς δεν είχαν δικαιώματα. Ωστόσο “η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο” απέχει από το να γίνει παραγματικότητα. Πώς μπορείτε ως συνδικαλιστικό κίνημα να έχετε διεθνική, δηλαδή κοινή υπερεθνικά αλλά και ταξικά, συγκρότηση που να είναι αποτελεσματικότερη απ’ ότι σήμερα;
Έχει τεράστια σημασία να αποκτήσουμε αντίληψη της παγκοσμιότητας της εργασίας και της αμοιβαιότητας του πρεκαριάτου ανά τον κόσμο Σήμερα, για πρώτη φορά στην ιστορία, απεδαφικοποιείται η εργασία. Μπορεί να ζούμε οπουδήποτε, να δουλεύουμε από έναν υπολογιστή και ο εργοδότης μας να βρίσκεται οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Αυτό δυσκολεύει μεν την τοπική δράση και την ανάπτυξη συναδελφικής σχέσης στο φυσικό τόπο, θα πρέπει όμως να μας δημιουργήσει μια πιο ανοιχτή αντίληψη για το με ποιους έχουμε κοινά συμφέροντα, πώς και πού παλεύουμε για αυτά. Την ίδια ώρα η μαύρη διεθνής της ακροδεξιάς έχει ήδη συγκροτηθεί, έχει δημιουργήσει τα δίκτυα της και δε μας περιμένει. Με ατζέντα την εξαθλίωση των πολλών υπέρ του 1% του υπερμεγέθους κεφαλαίου, τη φασιστικοποίηση του κυβερνοχώρου, τον πόλεμο στα γυναικεία δικαιώματα και τη λεγόμενη woke ατζέντα, πρέπει να καταλάβουμε ότι η από εδώ πλευρά δεν έχει το περιθώριο του εσωτερικού διχασμού και του ξεχωριστού αγώνα. Βάζω όλα αυτά τα ζητήματα μαζί με τα εργασιακά, γιατί εκεί νομίζω είναι και το κλειδί της αποτελεσματικότητας που αναφέρετε:
Το παραδοσιακό εργατικό κίνημα έχει ως στόχο από τα πιο απλά συνδικαλιστικά αιτήματα μέχρι τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας και είναι το μοναδικό που διαθέτει στην εργαλειοθήκη του το υπερόπλο που λέγεται απεργία, κάτι που εν δυνάμει, ανάλογα με τον τόπο, την διάρκεια και την συμμετοχή μπορεί και καταφέρνει καίρια πλήγματα στο σύστημα. Τα νέα κινήματα από την άλλη, με βασικές διεκδικήσεις το περιβάλλον, τον φεμινισμό, τον αντιφασισμό, την ειρήνη είναι δημοφιλέστερα σε περισσότερες κοινωνικές κατηγορίες και μπορούν να αναζωογονήσουν το παλιό. Πιστεύω λοιπόν, ότι η διαθεματική προσέγγιση για την ενότητα των κινημάτων, που υπερβαίνει τα σύνορα και δημιουργεί ταξική συναντίληψη είναι η απάντηση που χρειάζεται να δώσουμε εμείς.