“Η αποδημοκρατικοποίηση προκύπτει συνήθως ως αποτέλεσμα των αντιδράσεων από μέρους των πολιτικών ηγεσιών και ελίτ σε καταστάσεις που οι ίδιες εκλαμβάνουν ως κρίσεις του καθεστώτος και ως απειλή στη δική τους εξουσία. Ο εκδημοκρατισμός, από την άλλη πλευρά, συνήθως προκύπτει όταν το κράτος (έστω και απρόθυμα) ανταποκρίνεται θετικά στα λαϊκά αιτήματα, αφού έχει κοπάσει κάπως η πολιτική κρίση. Γι’ αυτό λοιπόν η αποδημοκρατικοποίηση είναι συνήθως μια πιο ραγδαία και κεντρικά ελεγχόμενη διαδικασία από ό,τι ο εκδημοκρατισμός”.1
Αρκετά διαδεδομένη είναι η άποψη που θέλει την ελληνική κοινωνία να μην έχει αντιδράσει ενεργά στη δικτατορία των συνταγματαρχών. Ενώ μια τέτοια διατύπωση είναι φαινομενικά ορθή, συχνά υποκρύπτει μια υπεραπλουστευτική αντίληψη που ξεχνά πως οι κοινωνίες, ως ευρύτατα και ετερόκλητα πληθυσμιακά σύνολα, ιστορικά και εξ ορισμού δεν υπήρξαν ποτέ σε θέση να εκφραστούν ομόθυμα και συνολικά, ακόμη και σε εξεγερσιακές ή επαναστατικές διαδικασίες που χαρακτηρίζονται πάνδημες. Κατά κανόνα, μεγαλύτερα ή μικρότερα υποσύνολά τους, συλλογικοί δρώντες, αναλαμβάνουν δράση προς έναν κοινωνικό στόχο και ταυτόχρονα την εκπροσώπηση του κοινωνικού συνόλου.
Κάποιες θεωρίες περί εκδημοκρατισμού στο παρελθόν απέφευγαν να προσδώσουν κεντρικό παραγοντικό ρόλο σε συλλογικούς κοινωνικούς φορείς, τονίζοντας είτε την εξάρτηση των τελευταίων από οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές δομές, είτε αντίθετα, το νευραλγικό ρόλο των ελίτ. Πράγματι, η αποτελεσματικότητα των συλλογικών δράσεων απέναντι σε ένα αυταρχικό κράτος δεν αποτελεί μετρήσιμο στοιχείο. Πότε, λοιπόν, μια αντιστασιακή δραστηριότητα θα έπρεπε να θεωρηθεί αποτελεσματική; Σαφώς όχι μόνο στην περίπτωση που αυτή θα κατάφερνε ένα καίριο χτύπημα στο καθεστώς, με αποτέλεσμα την άμεση κατάρρευσή του. Αυτού του είδους η λογική θα εμφορούταν από μια στρεβλή και άκαιρη πρόσληψη της ιστορικής επενεργείας των συλλογικών δρώντων και των κοινωνικών κινημάτων με όρους «κατάληψης της Βαστίλης».
Είναι λοιπόν γεγονός πως οι πολυάριθμες αντιδικτατορικές συλλογικές δράσεις εντός της επταετίας δεν προκάλεσαν την άμεση κατάρρευση του καθεστώτος: Οι παράνομες αντιστασιακές οργανώσεις της περιόδου δεν έριξαν τη χούντα με τις βόμβες τους. Οι απολογίες των μελών τους στα στρατοδικεία δεν στάθηκαν ικανές να οδηγήσουν στην κατάρρευσή της, ούτε και η απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα από τον Παναγούλη και την ομάδα του. Ομοίως, οι νόμιμες οργανώσεις με καλυμμένη αντιστασιακή δράση δεν προκάλεσαν την πτώση της χούντας με την πολιτική και πολιτιστική πίεση που της άσκησαν, ούτε η μαζική, αυθόρμητη συμμετοχή των πολιτών στις κηδείες των Γ. Παπανδρέου και Γ. Σεφέρη. Το Αντιδικτατορικό Φοιτητικό Κίνημα, αντίστοιχα, δεν ανέτρεψε το καθεστώς με τις καταλήψεις των Σχολών της Νομικής και του Πολυτεχνείου και οι επίστρατοι του 1974 δεν έστρεψαν μαζικά τα όπλα ενάντια στους διοικητές τους.
Παρ’ όλα αυτά, όλες οι παραπάνω -και πολλές ακόμη- εκδηλώσεις αντίστασης, ανεπτυγμένες σε ολόκληρο το χρονικό φάσμα της επταετίας και εντοπισμένες σε ένα απίστευτα πλουραλιστικό φάσμα οργανωτικής συγκρότησης των αντιδικτατορικών συλλογικών φορέων δημιούργησαν εκείνες τις συνθήκες που έκαναν αδύνατη την πολιτική επιβίωση του καθεστώτος μετά από την κυπριακή τραγωδία, υπονομεύοντας σταθερά την πολιτική του νομιμοποίηση από την πρώτη στιγμή του απριλιανού πραξικοπήματος. Ταυτόχρονα, όμως, η πολιτική παρακαταθήκη των αντιδικτατορικών συλλογικών δράσεων κατέστησε ευνοϊκότερες τις συνθήκες για την μετάβαση στη δημοκρατία, αλλά και για την εμπέδωσή της, σε μια χώρα και μια περίοδο που η συγκεκριμένη διαδικασία δε θα έπρεπε να θεωρείται ούτε αυτονόητη ούτε βέβαια εύκολη υπόθεση. Με λίγα λόγια, οι συλλογικοί φορείς κατάφεραν, αν μη τι άλλο, να επιβάλουν τη θέση τους ανάμεσα στους κύριους παράγοντες εκδημοκρατισμού, διεκδικώντας, θεωρούμε, τη μερίδα του λέοντος σε αυτή τη διαδικασία.
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές γινόμαστε, για πολλοστή φορά, μάρτυρες μιας σχεδόν εμμονικής απόπειρας ιστορικού αναθεωρητισμού στο πλαίσιο του οποίου υποβαθμίζεται, μεταξύ άλλων, ο ιστορικός ρόλος των συλλογικών δράσεων, αλλά και της ελληνικής κοινωνίας στο σύνολό της, τόσο στη διαρκή διαδικασία του εκδημοκρατισμού της σύγχρονης Ελλάδας όσο και στη διαμόρφωση των πολιτικών πραγμάτων του ελληνικού κράτους ευρύτερα. Την ίδια στιγμή, έννοιες όπως «εθνική συνείδηση» και «ιστορική μνήμη» βρίσκονται ξανά στο επίκεντρο του δημόσιου λόγου, εμβαπτισμένες, κατά κανόνα, σε έναν ηθικιστικό, φορμαλιστικό χυλό, αφυδατωμένες από τη συλλογική και τη δυναμική τους διάσταση. Έννοιες που περιφέρονται σε υπουργικές εγκυκλίους και τηλεοπτικά κανάλια ως τυπολογικά θέσφατα, τα οποία μπορούν – ή μάλλον θα όφειλαν – να διαμορφωθούν από τα πάνω προς τα κάτω, χρησιμοποιούνται ως κενοί βερμπαλισμοί που παραπέμπουν επικίνδυνα στον επίσημο ιδεολογικό λόγο των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών.
Η Ιστορία, ωστόσο, δεν αποτελεί απολίθωμα του παρελθόντος με αποστολή τη «διαμόρφωση εθνικής συνείδησής». Και αν αυτή είναι η άποψη της σημερινής Υπουργού Παιδείας, η Χάνα Άρεντ μάλλον θα διαφωνούσε μαζί της: «Στην Ιλιάδα (ΙΗ’) εμφανίζεται το ουσιαστικό «ίστωρ» (ο «ιστορικός» κατά μία έννοια), και αυτός ο ομηρικός ιστορικός είναι ο κριτής. Εάν η κρίση είναι η ικανότητά μας να πραγματευόμαστε το παρελθόν, ο ιστορικός είναι ο ερευνητής εκείνος ο οποίος, καθώς το αφηγείται, ουσιαστικά το δικάζει.»2 Συνεπώς, ενώ τα ιστορικά γεγονότα καθαυτά δεν αλλάζουν, οι προσλαμβάνουσές μας σε σχέση με αυτά μεταβάλλονται διαρκώς και η κρίση μας σε σχέση με το καταγεγραμμένο παρελθόν συναρτάται από ερωτήματα που τίθενται στο παρόν και αναπότρεπτα το αντανακλούν. Μπορούμε λοιπόν σήμερα να κρίνουμε τόσο την «εθνική συνείδηση» όπως την εξυμνούσανε οι απριλιανοί πραξικοπηματίες όσο και την εθνική συνείδηση του Μήτσου Παπαχρήστου τη στιγμή που εκφωνούσε τον εθνικό ύμνο στο ραδιοσταθμό του Πολυτεχνείου. Μπορούμε ακόμη να αποφανθούμε με βεβαιότητα πως είναι αδύνατον να υπάρχει κοινή συνισταμένη των δύο.
Η δυναμική φύση της σύγχρονης ιστορικής επιστήμης αποτελεί την πεμπτουσία της, ταυτόχρονα την καλύτερη ευκαιρία μας να διδαχθούμε από το παρελθόν, να ερμηνεύσουμε το παρόν και, αν είμαστε νηφάλιοι, να αποδώσουμε χαρακτηριστικά στο μέλλον. Στη Γαλλία της δεκαετίας του 1960 οι τελειόφοιτοι του λυκείου διδάσκονταν τη «Γραμματική των Πολιτισμών» του οικουμενικού Μπρωντέλ με κύριο γνώμονα την ανάπτυξη της κριτικής τους σκέψης.3 Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα η τρέχουσα αντίληψη της πολιτικής ηγεσίας για το μάθημα της ιστορίας αποτελεί κάτι παραπάνω από αναχρονισμό. Πρόκειται για μια από τα πάνω απόπειρα ιστορικής στρέβλωσης και πνευματικής αγκύλωσης.
Παράλληλα με την εργαλειακή αντίληψη της Ιστορίας, μία νέο-θατσερικής κοπής λογική που αγνοεί το ιστορικό βάρος των κοινωνικών δρώντων, ξορκίζει αφηρημένα και αντιεπιστημονικά τον «λαϊκισμό» ως υπεύθυνο για όλα τα δεινά που μπορεί κανείς να διανοηθεί και ταυτόχρονα επικαλείται βολικά το «έθνος» ως έννοια αυθύπαρκτη και ασύνδετη με την κοινωνία ή το λαό. Το φαινόμενο δεν είναι καινούριο. Αναφερόμενος στα τυπικά χαρακτηριστικά του πρωτογενούς φασισμού ο Ουμπέρτο Έκο εξηγεί: «[Στον πρωτοφασισμό] ο Λαός γίνεται αντιληπτός σαν ποιότητα, σαν μια μονολιθική οντότητα που εκφράζει την Κοινή Βούληση. […] Οι πολίτες δεν πράττουν, καλούνται μόνο να παίξουν το ρόλο του Λαού.»4
Στην πραγματικότητα, όμως, το αδιόρατο νήμα που ενώνει τις μεγάλες ιστορικές στιγμές ταυτίζεται αναπόδραστα με τη συλλογική διάσταση των γεγονότων, αλλά και με τη συλλογική τους επεξεργασία και ερμηνεία. Συνείδηση και μνήμη, ατομικές και συλλογικές προσλήψεις αξεδιάλυτα συνυφασμένες με την ίδια την Ιστορία δεν νοούνται ως μονολιθικές έννοιες προς μηχανιστική αναπαραγωγή. Δημοκρατικές κατακτήσεις, όπως η άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία, το σύστημα τετραετούς θητείας της Βουλής, τα δικαιώματα του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, όλα αποτελούν το θεσμικό αποτύπωμα κοινωνικών διεργασιών στη δημόσια σφαίρα, όλα στοιχεία της συλλογικής μας ταυτότητας και της δημοκρατικής μας πολιτικής κουλτούρας. Ας μην ξεχνάμε λοιπόν ότι το Σύνταγμα του 1864 που προέβλεπε τα παραπάνω, το πιο φιλελεύθερο ίσως Σύνταγμα της εποχής του, ψηφίστηκε μετά την εξέγερσή του 1862.
Αυταπόδεικτα, η πορεία προς τη δημοκρατία δεν είναι αδιάλειπτη. Εκτροπές με αντιδραστικό και αυταρχικό χαρακτήρα διακόπτουν συχνά τις προοδευτικές και δημοκρατικές κατακτήσεις. Παρ’ όλα αυτά, καμία από αυτές τις εκτροπές δεν ρίζωσε στη συνείδηση του ελληνικού λαού και δεν απέκτησε τη θεσμική σταθερότητα που θα επιθυμούσαν οι εμπνευστές της. Το ότι η δικτατορία των συνταγματαρχών, ωστόσο, διήρκεσε μόλις επτά χρόνια δεν θα έπρεπε να θεωρείται μία αναπόδραστη εξέλιξη. Η σημαντική κοινοβουλευτική παράδοση της Ελλάδας, παρά τους συχνά δυσλειτουργικούς και ατελείς δημοκρατικούς θεσμούς που την όρισαν ιστορικά, μαζί με τους μεγάλους κοινωνικούς αγώνες για Δημοκρατία εμπόδισαν επανειλημμένα την εμπέδωση αυταρχικών θεσμών.
Δεδομένων των παραπάνω, η σημερινή δημοκρατία δεν μπορεί να νοείται ως έργο ανδρών επιφανών ή κάποιων «αρίστων», για να το πούμε με τρέχοντες όρους, ούτε ως αποτέλεσμα μιας απροσδιόριστης και αυτόματης θεσμικής τυχαιότητας, αλλά ως προϊόν της αδιάλειπτης δράσης συλλογικοτήτων και κινημάτων και βέβαια του αθροιστικού τους ιστορικού αποτυπώματος. Ο ρόλος των προσώπων, υπαρκτός στην Ιστορία, αποκτά βαρύτητα αποκλειστικά σε συνάρτηση με την – υλική ή ιδεολογική – επίδραση που αυτά έχουν στις μάζες, αλλά και με την επιρροή που δέχονται από αυτές. Αυτό ισχύει τόσο για τις πολιτικές ή οικονομικές ελίτ όσο και για μεμονωμένα μέλη των οργανώσεων με αναφορά στην κοινωνία. Η διαπίστωσή αυτή, αντίστοιχα, μπορεί να αποκτήσει αυξημένη πολιτική βαρύτητα μόνο στο βαθμό που αποτελεί συλλογική διαπίστωση.
Αν η ιστορική μνήμη «επιτελεί μια πολύ σημαντική λειτουργία, υποβοηθώντας την ταξινόμηση της εμπειρίας και διασφαλίζοντας τη συνέχεια των παραδόσεων των συλλογικοτήτων»,5 ας θυμηθούμε ότι η γενιά του Πολυτεχνείου δεν ταυτίζεται με τους πλέον αναγνωρίσιμους από τους εκπροσώπους της και ότι η σημερινή Γ’ ελληνική δημοκρατία δεν ήταν το έργο μιας πολιτικής ελίτ που επέστρεψε από το εξωτερικό όταν οι συνθήκες το επέτρεψαν. Γιατί οι συνθήκες αυτές διαμορφώθηκαν διαχρονικά από πολλούς και πολλές που ξεχύθηκαν στους δρόμους ζητωκραυγάζοντας για Δημοκρατία, από εκείνες και εκείνους που συλλογικά αγωνίστηκαν γι’ αυτήν επί μία επταετία.
1 Charles Tilly, Δημοκρατία [Democracy], επιμ. Παντελής Λέκκας, μεταφρ. Παντελής Λέκκας και Κώστας Θεολόγου (Αθήνα: Gutenberg, 2011), 92,93.
2 Χάνα Άρεντ, Η πολιτική φιλοσοφία του Καντ [Hanna Arendt, Lectures on Kant’s Political Philosophy], επιμ. Γιώργος Σαγκριώτης, μεταφρ. Βασίλης Ρωμανός (Αθήνα: Νήσος, 2008), 19.
3 Fernand Braudel, Γραμματική των πολιτισμών [Grammaire des civilisations], μεταφρ. Άρης Αλεξάκης, 9 εκδ. (Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2017).
4 Umberto Eco, “Ur-Fascism,” The New York Review of Books 42, τ. 11 (Ιούνιος 1995).
5 Paloma Aguilar Fernandez, Μνήμη και λήθη του Ισπανικού Εμφυλίου. Δημοκρατία, δικτατορία και διαχείριση του παρελθόντος [Memoria y olvido de la Guerra Civil española], μεταφρ. Σπύρος Κακουριώτης και Χάρης Παπαγεωργίου (Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2005), 19.
Ο Γιώργος Τσιρίδης είναι Ιστορικός, Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης
Πηγή: Η Αυγή