Είμαστε μπροστά σε μια πρωτοφανή τραγωδία, που πέρα του ακραίου φαινομένου, ευθύνεται γι’ αυτή και το επίπεδο των υποδομών και η μη υλοποίηση απαραίτητων έργων, γεγονός που προκάλεσε μέχρι και την παρέμβαση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. Θα μπορούσε τελικά να είχε γίνει κάτι, προκειμένου να μετριαστεί, έστω, η καταστροφή;
Η απάντηση είναι κατηγορηματικά ναι. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο το φαινόμενο είναι επαναλαμβανόμενο τα τελευταία χρόνια, για παράδειγμα στην περιοχή του Αμπρούζο στην Ιταλία. Υπάρχουν εκθέσεις του ΟΟΣΑ, των Ηνωμένων Εθνών και της ΕΕ που μιλούν για σχέδια που θα πρέπει να έχει κάθε κράτος για την επικινδυνότητα και τον βαθμό επικινδυνότητας καταστροφών, πώς τις διαχειριζόμαστε και τα μέτρα που πρέπει να έχουν ληφθεί. Αυτή είναι μια πραγματικότητα που υπάρχει εδώ και χρόνια, αλλά η σημερινή κυβέρνηση τα είχε βάλει όλα στην άκρη, με αποτέλεσμα να έχουμε αυτές τις ακραίες καταστροφές και από πυρκαγιές και από πλημμύρες. Η κυβέρνηση δεν έκανε απολύτως τίποτα για πράγματα που είναι κοινός τόπος στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο και όχι μόνο.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ τι είχε αφήσει πίσω της σ’ αυτό τον τομέα, τι είχε υλοποιήσει;
Εμείς είχαμε κάνει ένα φάσμα μεγάλων μεταρρυθμίσεων, που αποτελούν το υπόβαθρο αυτής της προσέγγισης. Παραδειγματικά αναφέρω ότι ήμασταν η πρώτη κυβέρνηση που ανάρτησε και επικύρωσε δασικούς χάρτες, που είναι το υπόβαθρο για τη διαχείριση των δασών, μαζί και των κινδύνων τους. Αυτή την είχαν αναλάβει οι 28 φορείς που φτιάξαμε σε όλες τις ευάλωτες και natura περιοχές, μέσα σ’ αυτές και η Δαδιά. Υπήρξαν κι άλλες μεταρρυθμίσεις που έγιναν, προκειμένου η χώρα να μπει στη νέα εποχή και να ξεπεράσει τους γνωστούς αναχρονισμούς, όπως το Κτηματολόγιο, η χάραξη παραλιών, ο εθνικός χάρτης ρευμάτων κ.ά., τις οποίες όμως η κυβέρνηση της ΝΔ πάγωσε ή αλλοίωσε, αφήνοντας τη χώρα έκθετη στις σημερινές καταστροφές.
Πώς κρίνετε τα μέτρα που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός για τη Θεσσαλία; Από τη μία, τίθεται το ζήτημα αν επαρκούν για την άμεση ανακούφιση των πλημμυροπαθών και από την άλλη, το τι γίνεται με τη γενικότερη κατάσταση και σχεδιασμό για την επόμενη μέρα, που ακόμα δεν έχει διασαφηνιστεί.
Υπάρχουν δύο προσεγγίσεις για την επόμενη μέρα. Υπάρχει η βραχυχρόνια προσέγγιση, που μιλά για αποζημιώσεις, που προφανώς χρειάζονται, αναχρηματοδότηση για την παραγωγή και τη στέγαση, και αποκατάσταση των υποδομών. Αυτή η προσέγγιση είναι ξεπερασμένη στην εποχή μας, γιατί ουσιαστικά αναπαράγει τα ίδια προβλήματα. Αντίθετα, υπάρχει η σύγχρονη προσέγγιση, που λέει ότι τώρα πρέπει να γίνει μία τομή με μια μακροχρόνια οπτική. Πρώτον, δηλαδή, να εντοπίσουμε τα ευάλωτα σημεία της καταστροφής και να σχεδιάσουμε μια μακροχρόνια προστασία απέναντι στις πλημμύρες. Εκεί έχουμε δύο στρατηγικές, την ενίσχυση της φυσικής προστασίας, δηλαδή ενίσχυση των δασών, ποταμιών, αποθήκευσης υπερβάλλοντος νερού κ.ο.κ. και συμπληρωματικά στη φυσική προστασία την ενίσχυση των τεχνητών μέσων, όπως αντιπλημμυρικά κτλ. Έπειτα, το βασικότερο, ανασχεδιάζουμε την παραγωγική δομή. Τα εδάφη δεν θα αποκατασταθούν σε έξι μήνες ή ένα χρόνο, κάποιων θα πρέπει να αλλάξει η χρήση τους, η καλλιέργειά τους και να γίνουν πιο συμβατά με τη σημερινή κατάσταση και τη μακροχρόνια οπτική. Οικισμοί και έργα υποδομής πιθανά δεν θα πρέπει να αποκατασταθούν τα ίδια ακριβώς, γιατί θα παραμείνουν ευάλωτα και θα καταστραφούν πάλι. Θα πρέπει να επανασχεδιαστούν κομμάτια των δρόμων και των οικισμών. Βάσει αυτής της ανάλυσης, λοιπόν, χρειαζόμαστε ένα ευρύτερο μακροπρόθεσμο σχέδιο για την κοινωνική, περιβαλλοντική και οικονομική αναδιάρθρωση της περιοχής, ώστε να στηριχτεί πραγματικά η Θεσσαλία.
Ένα ζήτημα για την αποκατάσταση ή την ανακατασκευή των υποδομών, είναι πρώτον η χρηματοδότηση. Η Κομισιόν δίνει 2,2 δισ. Επαρκούν αυτά και τελικά πρόκειται για επιπλέον πόρους ή για μη αξιοποιούμενους που ανακατευθύνονται τώρα για την καταστροφή; Δεύτερον, ποιοι θα αναλάβουν αυτή την ανοικοδόμηση και με ποιους όρους, τι έλεγχο κτλ, καθώς στην περίπτωση του Ιανού είδαμε ότι τελικά δεν έγινε σωστά.
Όπως υπονόησα και πριν, κρατάω τις επιφυλάξεις μου τόσο για του τύπου τις αποκαταστάσεις που ετοιμάζει η κυβέρνηση, όσο και για τα ποσά που θα χρειαστούν. Η Θεσσαλία αποτελεί το 5% του ΑΕΠ και το 20% της αγροτικής παραγωγής της χώρας. Συνεπώς, τα μεγέθη και οι αποζημιώσεις δεν είναι στιγμιαίες και δεν αφορούν μόνο το φέτος, θα κρατήσουν χρόνια, γιατί οι αγρότες θα πρέπει να αποζημιωθούν για όλο τον καιρό που δεν θα μπορούν να παράγουν. Τα μεγέθη, δηλαδή, θα είναι πολλαπλάσια αυτών που υπολογίζουν τώρα. Το ίδιο ισχύει και για τα έργα και γι’ αυτό έχει νόημα να μετατοπίσουμε την οπτική μας στην κατάρτιση ενός σχεδίου 5ετίας, προκειμένου να χρησιμοποιήσουμε τα χρήματα πιο αποδοτικά, με τη ματιά στο μέλλον και όχι για βραχυχρόνια μπαλώματα. Το δημοσιονομικό κόστος θα είναι σημαντικό και, προφανώς, ό,τι γίνει θα είναι ένας συνδυασμός ευρωπαϊκών και εθνικών πόρων. Παρόλ’ αυτά, είναι άγονο να συζητάμε το ζήτημα υπό την προσωρινότητα που χαρακτηρίζει τον σχεδιασμό της κυβέρνησης. Σε περίπτωση που μιλούσαμε για ένα μακροχρόνιο σχέδιο, έτσι όπως το περιγράψαμε πριν, η διαχείρισή του θα μπορούσε να γίνει με τη δημιουργία ενός εθνικού φορέα αντίστοιχου αυτού που υπήρξε για τα έργα των Ολυμπιακών Αγώνων. Θα μπορούσαμε να κινητοποιήσουμε έναν μηχανισμό με γρήγορες αδειοδοτήσεις, με μελέτες, με διαχείριση των πόρων κτλ, προκειμένου να εξυπηρετήσουμε τον εθνικό σκοπό ανοικοδόμησης της Θεσσαλίας.
Αναφερθήκατε στην αγροτική παραγωγή και στα εδάφη που δεν θα είναι καλλιεργήσιμα για πολλά χρόνια, ο κ. Λέκκας μιλά για τουλάχιστον 5. Μέχρι τότε, είναι δυνατή η αντικατάσταση αυτής της απώλειας με παραγωγές σε άλλες περιοχές; Τίθεται δε και το θέμα όταν θα είναι ξανά καλλιεργήσιμος ο θεσσαλικός κάμπος, τι θα μπορεί και θα πρέπει να παράγει τότε. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική και οι περιορισμοί που θέτει σε κάποιες περιπτώσεις, πώς μπορεί να επηρεάσει το ζήτημα;
Αυτά είναι από τα βασικά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν. Δεν υπάρχει εύκολη απάντηση, σίγουρα όμως οι επιστήμονες γνωρίζουν και για την αποκατάσταση των εδαφών και την καταλληλότητά τους και για τους περιορισμούς της ΚΑΠ, όπως και για τις δυνατότητές της όμως. Η νέα ΚΑΠ με τα περιβαλλοντικά στοιχεία που έχει ενσωματώσει, μπορεί να αποτελέσει και μία ευκαιρία αναδιάρθρωσης για μια πιο πράσινη και πιο δυνατή αγροτική παραγωγή. Αυτά είναι τα μεγάλα θέματα που καλείται να απαντήσει η χώρα για την επόμενη μέρα.
Ένα από τα μεγάλα ακόμα θέματα της επόμενης μέρας είναι και οι συνέπειες στην οικονομία της χώρας εν γένει. Τι θα σημαίνει για το ΑΕΠ, τον πληθωρισμό και την επάρκεια τροφίμων, την ανεργία; Και τι παρεμβάσεις θα πρέπει να γίνουν από την κυβέρνηση;
Η Θεσσαλία είναι ένας στρατηγικός χώρος για την ελληνική γεωργία και όχι μόνο, γιατί έχει και καθετοποιημένη παραγωγή, έχει δηλαδή και βιομηχανία τροφίμων κτλ. Δεν είναι κάτι που μπορούμε να προσπεράσουμε, θα έχει πολύ ορατές συνέπειες στο άμεσο μέλλον. Η παραγωγή της Θεσσαλίας θα αντικατασταθεί από εισαγωγές, σε ένα ισοζύγιο πληρωμών που είναι ήδη προβληματικό για τη χώρα. Θα δημιουργηθούν πληθωριστικές πιέσεις, σε μια ήδη πληθωριστική περίοδο, ειδικά στα τρόφιμα. Συνεπώς πρέπει να λάβουμε άμεσα μέτρα. Η κυβέρνηση ήδη θα έπρεπε να ασκεί πολιτικές συγκράτησης τιμών, καθώς ο πληθωρισμός, βάσει των διεθνών οργανισμών, είναι κατά το ήμισυ πληθωρισμός κόστους και το υπόλοιπο ήμισυ λόγω υπερκερδών. Η πολιτική της ΝΔ μέχρι τώρα είναι να επιδοτεί τα υπερκέρδη, δαπανώντας δημοσιονομικούς πόρους. Αυτή η πολιτική ήταν ούτως ή άλλως καταστροφική και τώρα αν συνεχίσει, θα είναι ακόμα χειρότερα.
Η καταστροφή θα επηρεάσει και τον προϋπολογισμό του κράτους. Δεν θα πρέπει να αλλάξει ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος και τι συνεπάγεται αυτό; Υπάρχει, επίσης, κίνδυνος να μειωθούν οι δαπάνες για τις όποιες κοινωνικές πολιτικές σκόπευε να κάνει η κυβέρνηση; Ήδη το market pass φαίνεται να παγώνει.
Προφανώς θα αλλάξει ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα, καθώς το δημοσιονομικό κόστος από την απώλεια 2% του ΑΕΠ, αλλάζει τελείως τα δεδομένα. Φαντάζομαι ότι αναγκαστικά η κυβέρνηση θα προχωρήσει σε αναθεώρηση του προϋπολογισμού και των μεγεθών που έχει διατυπώσει. Θεωρώ ότι η δημοσιονομική πίεση που ασκείται τώρα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η δημοσιονομική χαλαρότητα από την ΕΕ που υπήρξε τα τελευταία χρόνια, βαίνει προς το τέλος της, θα έχει δυστυχώς αρνητικές επιπτώσεις για τους πολίτες στον τρόπο που θα αναδιαρθρωθούν οι δαπάνες, κυρίως οι κοινωνικές.
Η αναβάθμιση της επενδυτικής βαθμίδας από τον DBRS, που έγινε βάσει της πρόβλεψης για τη μείωση του ελληνικού χρέους και του ρυθμού ανάπτυξης, θα επηρεαστεί και αυτή από την τραγωδία στη Θεσσαλία;
Η επενδυτική βαθμίδα ουσιαστικά είναι μια διαδικασία που έχει ξεκινήσει εδώ και πολλά χρόνια και είναι η μακροχρόνια τάση που έχει διαμορφωθεί, μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του 3ου μνημονίου το 2018, που είχε βάλει σε μια «σταθερή» τροχιά την ελληνική οικονομία. Πρωτίστως λόγω της ρύθμισης του μακροχρόνιου χρέους, κατά δεύτερον λόγω της ευνοϊκής ρύθμισης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσον αφορά την αγορά ελληνικών ομολόγων και κατά τρίτον, λόγω της σταθερότητας που είχε διαμορφωθεί στο δημοσιονομικό πλαίσιο και στο ισοζύγιο πληρωμών της χώρας. Η επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα προφανώς διευκολύνει την ελληνική οικονομία, αλλά αυτή η επιστροφή είχε προεγγραφθεί, παρακολουθώντας τα επιτόκια δανεισμού της ελληνικής οικονομίας, από το 2018 και μετά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως αξιωματική αντιπολίτευση, ποιο ρόλο πρέπει και μπορεί να παίξει στην αντιμετώπιση της καταστροφής; Μιλήσατε πριν για την ανάγκη ενός μακροχρόνιου σχεδίου. Πρέπει να υπάρξει πίεση, ώστε αυτό να αποτελέσει και ένα γενικότερο υπόδειγμα αλλαγής παραδείγματος τόσο στην παραγωγή, όσο και στον τρόπο συνύπαρξης αστικού και φυσικού περιβάλλοντος;
Ο ΣΥΡΙΖΑ νομίζω έχει τη δυνατότητα και τις προϋποθέσεις να επιμείνει στον προγραμματικό του λόγο, ακριβώς επειδή είναι μια μεγάλη μεταρρυθμιστική δύναμη. Μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησε ως κυβέρνηση σε πολλά επίπεδα, από τις δημόσιες προμήθειες, μέχρι τον τρόπο που αναλογίστηκε τον χωρικό σχεδιασμό και τον ρόλο του κάθε δήμου σε αυτόν. Ο ΣΥΡΙΖΑ έφερε αυτά τα στοιχειώδη ευρωπαϊκά δεδομένα, τα οποία η ΝΔ ακύρωσε αμέσως, διότι προτιμά το χωροταξικό χάος, επαναφέροντας τις επεκτάσεις των πολεοδομικών σχεδίων πόλεων κ.ο.κ. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τις προϋποθέσεις να διαμορφώσει μια εύληπτη και κατανοητή στρατηγική για την τομή που πρέπει να γίνει τώρα, με τον περιβαλλοντικό προγραμματικό του ρόλο, την ανάδειξη της ανάγκης αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου, όπως και της ανάγκης να γίνουμε μια «κανονική» ευρωπαϊκή χώρα σε θέματα περιβάλλοντος, χωροταξίας και διαχείρισης του φυσικού πλούτου.
Τζέλα Αλιπράντη