–Κύριε Λυκειάρχα, μπορείτε να έλθετε στο γραφείο μου;
–Κατεβαίνω, κύριε Δημόπουλε, απάντησε εκείνος και έκλεισε το τηλέφωνο.
Μάζεψε τις σημειώσεις του για τα στατιστικά δελτία του Υπουργείου, έσβησε το τρίτο τσιγάρο του δεύτερου πακέτου της ημέρας –απομεσήμερο βλέπεις–, κατέβηκε τις σκάλες και οδηγήθηκε στο γραφείο του ιδιοκτήτη του σχολείου.
Ιδιωτικό σχολείο στο κέντρο του Πειραιά. Μεγάλη παράδοση, μεσαία δυναμικότητα, κεφάτος σύλλογος. Μαθητικός πληθυσμός από τους γύρω δήμους και για αυτό αμφίβολες οι προοπτικές για όλους. Επιχειρηματία και εκπαιδευτικούς. Η εποχή του ευρώ δεν άφηνε περιθώρια για πολυτέλειες.
–Κύριε Κράλλη, να σας συστήσω τον κύριο Πάνου. Είναι γονέας μαθητή της Τρίτης Λυκείου και επιθυμεί να εγγράψει το παιδί του στο σχολείο μας. Πρόκειται, απ’ ό,τι μου είπε ήδη ο κύριος Πάνου, για άριστο μαθητή με εξαιρετικό χαρακτήρα.
–Χαίρομαι, κύριε Πάνου, απάντησε ο Λυκειάρχης και συνέχισε: –Σε ποιο σχολείο φοιτά τώρα ο γιος σας;
–Στο Δημόσιο Λύκειο κοντά στο σπίτι μας. Αλλά θέλω να αλλάξει σχολείο το παιδί μου.
–Γιατί, αφού πηγαίνει καλά; Ποιος λόγος σας ώθησε μέχρι εκεί;
Έπαιζε με τη φωτιά. Όμως μόνο έτσι θα μπορούσε να προφυλάξει το σύλλογο των καθηγητών, τον εαυτό του και τελικά την εικόνα του σχολείου από ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Τέλος Σεπτέμβρη κι ένας αριστούχος θέλει να αλλάξει σχολείο στην τελευταία τάξη. Κάτι έτρεχε, κι έπρεπε να το μάθει.
–Κοιτάξτε, κύριε, πρέπει να σας πω ότι έχουμε έλθει πριν δεκαέξι χρόνια από την Αλβανία. Ο Λίας ήταν νεογέννητος. Εγώ είμαι πολιτικός μηχανικός, η γυναίκα μου μαία. Διπλωματούχος. Περάσαμε δύσκολες στιγμές. Δουλέψαμε παντού. Από οικοδομές εγώ, μέχρι οικιακή βοηθός εκείνη. Τα καταφέραμε μια χαρά και σήμερα με εκτιμούν και με σέβονται όλα τα οικοδομικά συνεργεία του Πειραιά. Είμαι, βλέπετε πια, κατασκευαστής πολυκατοικιών!
Κοίταξε τον εργοδότη του. Εκείνος επιβεβαίωσε με το βλέμμα του και παρενέβη.
–Πράγματι, ο κύριος Πάνου είναι Βορειοηπειρώτης…
–Δεν είμαι Βορειοηπειρώτης! Αλβανός είμαι! Και είμαι περήφανος για την πατρίδα μου, αντέτεινε στα όρια του θυμού. Η γυναίκα μου είναι Βορειοηπειρώτισσα και γι’ αυτό βάφτισε τα παιδιά χριστιανικά… αν και εγώ δεν τα πολυπιστεύω αυτά.
Το γραφείο είχε παγώσει. Ο σχολάρχης προσπαθούσε να βρει την αυτοκυριαρχία του. Στο σχολείο του δεν έγραφε ούτε αλλοδαπούς ούτε Τσιγγάνους ούτε αλλόθρησκους. Δεν το έκανε τόσο για λόγους εθνικής καθαρότητας, αλλά για λόγους εμπορικούς. Γνώριζε πως οι μικροαστοί πελάτες του δεν θα ανέχονταν αλλοδαπούς συμμαθητές για τα παιδιά τους.
–Και καλά κάνετε να είστε περήφανος, κύριε Πάνου, συνέχισε ο Δημόπουλος, αφού βρήκε τα κουράγια του.
–Όμως δεν μου απαντήσατε. Γιατί θέλετε να αλλάξει σχολείο το παιδί σας; επέμεινε ο Λυκειάρχης.
–Θέλω για το παιδί μου το καλύτερο. Στο Δημόσιο Γυμνάσιο που πήγαινε όλα ήταν καλά. Όχι τέλεια, αλλά τελοσπάντων καλά. Υπήρχε μια οργάνωση, τα μαθήματα γίνονταν κανονικά, οι καθηγητές ήσαν συνεπείς, υπήρχε μια πειθαρχία στους μαθητές. Στο Λύκειο όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι. Τα παιδιά αδιαφορούν για τις Πανελλήνιες. Η ύλη της Β΄ Λυκείου ήταν ένα στραπάτσο για τα περισσότερα. Κατάλαβαν πως το επίπεδό τους δεν διορθώνεται. Ξέρουν καλά ότι έχασαν το τραίνο, με αποτέλεσμα να αδιαφορούν.
–Είναι γεγονός ότι στις γειτονιές του Πειραιά τα αποτελέσματα των Πανελληνίων είναι πολύ άσχημα, επιβεβαίωσε ο Δημόπουλος.
–Το επιβεβαιώνουν και έρευνες της ΓΣΕΕ, συμπλήρωσε ο Κράλλης.
–Το παιδί μου όμως ζητά τον ανταγωνισμό. Μόνο έτσι γίνεται καλύτερος. Τι μπορεί να κάνει σε μια τάξη, που είναι ο μόνος που διαβάζει; Δεν σας κρύβω ότι πήγα και ρώτησα και στα Πειραματικά του Πειραιά. Δεν είχαν θέσεις. Πήγα και σε μερικά άλλα δημόσια του κέντρου, που είχα ακούσει πως είχαν επιτυχίες στις Πανελλήνιες. Τα ίδια. Ρωτώντας, έμαθα ότι και σεις τα τελευταία χρόνια πάτε καλά. Έτσι έφτασα εδώ.
–Καλά σας πληροφόρησαν, κύριε Πάνου, είπε ο Δημόπουλος. Πράγματι, το σχολείο μου παρουσιάζει σοβαρές επιτυχίες στις πανελλήνιες εξετάσεις. Άρα, αφού ζητάτε συναγωνισμό για το παιδί σας, εμείς μπορούμε να τον εξασφαλίσουμε.
Ο γονιός έδειχνε ευχαριστημένος. Είχε πειστεί.
–Αυτό που μένει στη δική μας περίπτωση, μίλησε ο Κράλλης, είναι να δούμε το παιδί και αφού συζητήσετε με τον κύριο Δημόπουλο το οικονομικό, να προχωρήσουμε στη μετεγγραφή.
–Αύριο σας περιμένουμε, έκλεισε ο ιδιοκτήτης.
***
Το παιδί ήταν εξαιρετικό. Σεμνό αγόρι, έξυπνο, με θαυμάσια συμπεριφορά και στόχους ήδη διαμορφωμένους.
–Στο Πολυτεχνείο, κύριε, ήταν η απάντηση στο κλασικό ερώτημα αυτών των συνεντεύξεων.
–Καλωσόρισες λοιπόν και καλή πρόοδο, ολοκλήρωσε ο Κράλλης.
***
–Πώς σου φάνηκε ο καινούριος;
–Στα δικά μου είναι πραγματικά καλός, απάντησε η φυσικός.
Γράδο η γνώμη της. Δύσκολα επαινεί. Τα ίδια και οι άλλοι. Ο Λυκειάρχης είχε ηρεμήσει.
Είναι σημαντικό ότι όλος ο σύλλογος αντέδρασε με ωριμότητα, σκεφτόταν. Τα άλλα παιδιά είναι δεδομένο πως θα τον αγαπήσουν. Τέτοιος μαθητής, τέτοια αγωγή, τέτοιο παράστημα!…
***
–Εμένα, μπορεί και να μη μου πέφτει λόγος, πάντως δεν μου πολυαρέσει να κρατήσει τη σημαία του Λυκείου μας ένας Αλβανός, δήλωσε ο Γυμνασιάρχης.
Συντηρητικός άνθρωπος, άλλων εποχών, και στα ζητήματα των μεταναστών και «των αλησμόνητων και όχι χαμένων πατρίδων», όπως έλεγε, με απόψεις μεγαλοϊδεατισμού.
–Όχι και Αλβανός, κύριε Γυμνασιάρχα. Η μητέρα του είναι Βορειοηπειρώτισσα, επιχειρηματολόγησε ο Δημόπουλος.
–Και ο πατέρας του Αλβανός. Ποια η διαφορά;
Η συζήτηση στη βδομαδιάτικη συνάντηση των δύο διευθυντών με τον ιδιοκτήτη είχε αρχίσει να παίρνει περίεργη τροπή. Πλησίαζε η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου και θα έπρεπε ο Σύλλογος των καθηγητών του Λυκείου να συνεδριάσει για να απονείμει τα αριστεία, τα βραβεία και να ορίσει τον σημαιοφόρο και τους παραστάτες. Η βαθμολογία του Ηλία στη Δευτέρα Λυκείου δεν σήκωνε αμφισβήτηση για τον σημαιοφόρο αυτής της χρονιάς. Δεκαεννέα και επτά δέκατα! Και μάλιστα μια βαθμολογία προϊόν γραπτών πανελληνίων εξετάσεων σε εννέα μαθήματα. Αστέρι!
–Εγώ δεν τα καταλαβαίνω αυτά. Ο μαθητής είναι άριστος, η συμπεριφορά του υποδειγματική, οι γονείς αξιολογότατοι και μέχρι τώρα συνεπείς στις πληρωμές τους. Οι εποχές είναι δύσκολες και δεν έχω περιθώρια για τέτοια παιχνίδια. Κυνηγάμε το μαθητή με το ντουφέκι και όταν τον έχουμε να τον υποτιμήσουμε; Και μάλιστα τέτοιον μαθητή;
Η στάση του ιδιοκτήτη διευκόλυνε τον Λυκειάρχη. Ο Σύλλογος από τις βολιδοσκοπήσεις τού φαινόταν κάθετος υπέρ της απονομής της τιμητικής διάκρισης του σημαιοφόρου στον καινούριο μαθητή. Πήρε τον λόγο.
–Πέρα από τα όσα είπε ο κύριος Δημόπουλος, εγώ θέλω να βάλω και την διάσταση της νομιμότητας. Δεν είναι δυνατόν να προχωρήσουμε σε τέτοια άρνηση. Καταρχήν, ο Σύλλογος δεν θα υπογράψει ένα πρακτικό που δεν θα ορίζει τον Πάνου σημαιοφόρο. Στη συνέχεια αν ο γονέας προσφύγει στο γραφείο της δευτεροβάθμιας, το πράγμα θα πάρει έκταση, για να μη βάλω και την υπόθεση της δημοσιοποίησης στα κανάλια και τις εφημερίδες.
–Ούτε συζήτηση, εξερράγη ο ιδιοκτήτης. Το θέμα να λήξει εδώ! Όλα τα ’χαμε, ο Τσίμας και το συνάφι των αναρχοκουλτουριάρηδων μας έλειπαν. Και σεις, κύριε Γυμνασιάρχα, παρακαλώ να μην επανέλθετε.
–Δεν θα επανέλθω, όμως να ξέρετε πως μ’ αυτά και μ’ αυτά θα χαθεί το ρωμέικο.
–Δεν ξέρω αν χαθεί το ρωμέικο, εκείνο που ξέρω είναι πως το σχολείο μου θα κινδυνεύσει, αν μας βγάλουν διάλαλο. Γι’ αυτό λοιπόν, ως εδώ!
***
Το πρακτικό συντάχθηκε, οι μαθητές που θα έπαιρναν αριστεία και τα βραβεία ειδοποιήθηκαν, ο σημαιοφόρος και οι παραστάτες είχαν ήδη πάρει τις θέσεις τους στις πρόβες της παρέλασης. Όλα φαίνονταν καλά και φυσικά… εκτός από τη συμπεριφορά του ίδιου του Ηλία. Φαινόταν σκεπτικός, απόμακρος. Στα διαλείμματα συνήθως έμενε μόνος του. Κάποιοι καθηγητές μάλιστα σημείωσαν μια μικρή κάμψη στην επίδοσή του. Ο Λυκειάρχης όμως δεν έδινε σημασία. Το σχολείο που διηύθυνε τηρούσε το νόμο πέρα από προκαταλήψεις και στερεότυπα. Μέσα του ένιωθε και λίγο περήφανος, αλλά δεν το έδειχνε. Ήθελε να πάει καλά η παρέλαση και μετά να τα πει ένα χεράκι με τον Γυμνασιάρχη.
***
Η μεγάλη μέρα έφθασε. Το προαύλιο του σχολείου γέμισε παιδιά και γονείς, που μετά τη γιορτή της σημαίας, θα παρακολουθούσαν την μεγάλη παρέλαση μπροστά από το Δημοτικό Θέατρο. Όλοι ήσαν στις θέσεις τους. Οι καθηγητές και οι καθηγήτριες με τα καλά τους, οι μαθητές με τη στολή του σχολείου. Είχαν έλθει και οι περσινοί, σημαιοφόρος και παραστάτες. Φοιτητές πια, παρουσιάσθηκαν για να παραδώσουν, κατά τα ειωθότα, τη σημαία στους φετινούς τελειόφοιτους. Όλοι στις θέσεις τους εκτός από τον Ηλία. Η ώρα περνούσε και ο σημαιοφόρος πουθενά. Ο Κράλλης πήρε τηλέφωνο στο σπίτι του. –Ο Ηλίας είναι άρρωστος με πυρετό, είπε η μητέρα του, σχεδόν κλαμένη.
–Την καημένη, σκέφτηκε. Πώς και τι θα περίμενε να καμαρώσει το γιο της σημαιοφόρο, και κοίτα να δεις πως έρχονται τα πράγματα! Δεν βαριέσαι, θα τον καμαρώσει ως φοιτητή πια. Καλά να γίνει ο Ηλίας και όλα θα γίνουν. Τώρα είχε να λύσει άλλο πρόβλημα. Την αντικατάσταση του σημαιοφόρου. Συγκέντρωσε τους καθηγητές και συμφώνησαν –τυπικό άλλωστε ήταν–για την αντικατάσταση του ασθενή από άλλον μαθητή με την αμέσως μικρότερη βαθμολογία.
***
Η παρέλαση πήγε καλά, όμως ο αιφνιδιασμός απ’ αλλού ήρθε. Την μεθεπόμενη το πρωί ο πατέρας του Ηλία κατέφθασε στο σχολείο με ένα φάκελο στο χέρι και πήγε στο γραφείο του Κράλλη. Ο Πάνου είχε δυο μέρες να φανεί στο σχολείο.
–Φέρατε το δικαιολογητικό για τις απουσίες; Θα μπορούσατε να το φέρνατε και την ημέρα που θα ερχόταν το παιδί.
— Ο γιος μου δεν θα ξαναέλθει στο σχολείο σας, κύριε Λυκειάρχα, απάντησε ο πατέρας. Στο φάκελο έχω το υπηρεσιακό σημείωμα της μετεγγραφής του.
–Της μετεγγραφής του! Γιατί, τι συνέβη; Που είναι το πρόβλημα; Δεν του φερθήκαμε καλά;
–Δεν έχω κανένα παράπονο από κανέναν. Απλώς ο Ηλίας είναι τελικά περισσότερο δεμένος απ’ ότι πίστευα με το παλιό του σχολείο, με τους συμμαθητές του εκεί και έτσι θα του κάνω το χατίρι να τον ξαναπάω πίσω. Δεν θέλω να τον πιέσω. Φοβάμαι μήπως αυτό επηρεάσει την επίδοση του αυτή την τόσο κρίσιμη χρονιά.
Ο Λυκειάρχης κόντευε να σκάσει. Μα να έχει κάνει τόση προσπάθεια και τελικά όλα στα χαμένα! Προσπάθησε να τον πείσει, αλλά ο πατέρας ήταν ανένδοτος. Ειδοποίησε και τον Δημόπουλο. Προσπάθησε και κείνος, αλλά εις μάτην. Το παιδί ήθελε να επιστρέψει στο παλιό του σχολείο…
***
«I am dreaming of white Christmas…» και ο Nat King Cole πάλευε από τα βραχνιασμένα μεγάφωνα του Δήμου να μας πείσει πως αυτό τον χλιαρό Δεκέμβρη ακόμα και τα Χριστούγεννα των δικών μας ονείρων θα μπορούσαν να γίνουν λευκά απ’ το χιόνι. Εις μάτην! Απ’ τη μια η ζέστη του θερμοκηπίου κι απ’ την άλλη η παγωνιά της τσέπης των καταναλωτών δεν ενέπνεαν ονειροπολήσεις.
Εν πάση περιπτώσει ο Λυκειάρχης μετά τον εκκλησιασμό και την χριστουγεννιάτικη γιορτή αντάλλαξε ευχές με όλους και βγήκε μια βόλτα στην Ηρώων Πολυτεχνείου να χαζέψει τις βιτρίνες και το στολισμό της πόλης. Ο διάκοσμος του Πειραιά στερημένος, όπως και οι δημότες του. Μόνο οι μαγαζάτορες με τα ντεκόρ τους το πάλευαν, μπας και δελεάσουν κανένα πελάτη. Όμως στο εσωτερικό των καταστημάτων –από ό,τι κατάφερε να δει– επικρατούσε μια εκνευριστική απραξία.
Εκεί μπροστά στη βιτρίνα του «Notos» μια φωνή τον καλούσε.
–Τι κάνετε, κύριε Κράλλη;
Σήκωσε το βλέμμα.
–Πολύ καλά, κύριε Πάνου, εσείς τι κάνετε;
–Μια χαρά. Βλέπω, αμέσως με θυμηθήκατε.
–Δεν ανήκετε στις περιπτώσεις που μετά από ένα χρόνο θα μπορούσατε να ξεχαστείτε. Δεν σας κρύβω ότι η ιστορία του Ηλία με πείραξε. Αλήθεια, τι κάνει; Πέρασε στο πανεπιστήμιο;
— Είναι καλά και πράγματι είναι φοιτητής! Μηχανολόγος μηχανικός, όπως ήθελε. Όχι στο Μετσόβιο, αλλά στην Πάτρα. Προχθές μας ήρθε για Χριστούγεννα με ένα σακβουαγιάζ άπλυτα. Όμως εσείς δεν θα έπρεπε να νιώθετε άσχημα. Κάνατε ό,τι καλύτερο. Άλλωστε σας το είχα πει. Κανένα παράπονο από κανέναν.
–Τότε τι; Τι ήταν αυτό που οδήγησε το παιδί σ’ αυτή την απόφαση;
–Έχετε χρόνο για έναν καφέ;
–Αν και σεις διάθεση για ειλικρινή κουβέντα, βεβαίως.
Προτίμησαν ένα παλιό, νοικοκυρεμένο καφενείο στο απόκεντρο της πλατείας Κοραή.
Η καφετζού ήταν Αλβανίδα. Είπαν με τον Πάνου για λίγο τα δικά τους, εκείνος παράγγειλε τους μέτριους και γύρισε προς το μέρος του.
–Θα σ’ ενοχλούσε να μιλάμε στον ενικό;
Ήταν σχεδόν συνομήλικοι. Οι τυπικότητες δεν είχαν πια νόημα.
–Και εγώ θα στο ζήταγα. Πες μου λοιπόν τι έγινε με το παιδί;
–Το παιδί στο σχολειό σας ήταν καλά. Οι καθηγητές γρήγορα εκτίμησαν το επίπεδό του και τον χαρακτήρα του. Το ίδιο και οι περισσότεροι συμμαθητές του. Δεν λέω όλοι, γιατί κάποιοι απ’ την αρχή έδειξαν να ενοχλούνται. Αυτοί μάλιστα δεν δίστασαν να του πουν πως το σχολείο έκανε λάθος που τον έγραψε, γιατί οι πατεράδες τους γι’ αυτό ακριβώς πλήρωναν το ιδιωτικό. Για να μην έχουν συμμαθητές Αλβανούς. Όμως μέχρι εκεί τα πράγματα δεν ενοχλούσαν τον Ηλία. Τα περίμενε και δεν σου κρύβω πως είχε μάθει να ζει και να αποκρούει με τη στάση του τέτοια σχόλια.
–Δεν εκπλήσσομαι. Όμως αφού τα περίμενε και ήξερε να τα αντιμετωπίζει γιατί πήρε τέτοια απόφαση;
— Μη βιάζεσαι. Γιατί η κατάσταση δεν έμεινε εκεί.
–Δηλαδή;
–Δηλαδή, όταν ανακοίνωσες την απόφαση του συλλόγου των καθηγητών ότι σημαιοφόρος θα ήταν ο Ηλίας, όλα άλλαξαν. Όλοι οι συμμαθητές του, με ελάχιστες εξαιρέσεις, κράτησαν εχθρική στάση απέναντι του. Ακόμα και οι πιο μετριοπαθείς ισχυρίστηκαν πως δεν τους πείραζε που ο Ηλίας ήταν Αλβανός, αλλά τους πείραξε που κάποιος από άλλο σχολείο ήλθε στο δικό τους την τελευταία χρονιά και γινόταν σημαιοφόρος. Τους έπαιρνε, έλεγαν, την μπουκιά απ’ το στόμα. Υπεκφυγές, για να μη παραδεχτούν το ρατσισμό τους. Υπήρχαν βέβαια και κείνοι που ήσαν απροκάλυπτοι. Μέχρι και στα τετράδιά του έβρισκε γραμμένα συνθήματα σαν το «Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ» και άλλα σχετικά.
–Τα δικά μου παιδιά έκαναν τέτοια πράγματα;
–Μην εκπλήσσεσαι, άλλωστε τα είχαν και μαζί σου.
–Μαζί μου;
–Βέβαια, γιατί έλεγαν, πως αν εσύ ήθελες δεν θα γινόταν σημαιοφόρος ο Ηλίας… Το χειρότερο όμως ήταν άλλο…
–Υπάρχει και χειρότερο;
–Τρεις μέρες πριν την παρέλαση, επιστρέφοντας από το φροντιστήριο, τον στρίμωξαν τρεις άγνωστοι συνομήλικοί του, προφανώς από άλλο σχολείο, οι οποίοι ούτε λίγο ούτε πολύ του είπαν πως αν κατέβαινε στην παρέλαση με την ελληνική σημαία στα χέρια θα είχε άσχημα ξεμπερδέματα. Όπως καταλαβαίνεις, το πράγμα έγινε πολύ σοβαρό. Το παιδί βρισκόταν στα πρόθυρα νευρικής κατάρρευσης, κι εγώ χτύπαγα το κεφάλι μου στον τοίχο. Τι μου ’ρθε να του αλλάξω σχολείο στην τελευταία τάξη; Η λύση ήταν μονόδρομος. Αποχή από την παρέλαση και επιστροφή στο παλιό σχολείο. Όταν μια πατρίδα δεν σε θέλει κοντά της, δεν της αξίζει να την κάνεις δική σου.
–Αρρώστησα! Στην άμμο χτίζουμε; Πού πήγαν τόσες συζητήσεις, τα μηνύματα των εορτών, οι θεατρικές παραστάσεις που είδαμε σαν μια παρέα, οι εκπαιδευτικές επισκέψεις, τα οράματα για έναν άλλο κόσμο που μαζί τους μοιραστήκαμε ;
–Μην τα βάζεις με σένα. Το σχολείο είναι πολύ αδύναμο μπροστά στην κοινωνία, που χλευάζει κατάμουτρα όσα ρομαντικά μου αράδιασες. Με άλλα πράγματα πρέπει να αλλάζει αυτή η κατάσταση και όχι με σχολικές γιορτές.
–Δηλαδή;
–Δηλαδή… και εγώ ψάχνομαι.
Αντάλλαξαν ευχές για το νέο έτος και χώρισαν συνομολογώντας μια αόριστη ελπίδα να τα ξαναπούν. Όμως ο Κράλλης το ’ξερε πια… το αυγό είχε σπάσει και το φίδι κυκλοφορούσε ελεύθερο.
Ο Γιώργος Κ. Μπουγελέκας είναι εκπαιδευτικός
Πηγή: Η Αυγή