Μετά και την πρόσφατη ψήφιση νομοσχεδίου για την Υγεία που συνεχίζει, όπως πολλοί εργαζόμενοι στον χώρο διαπιστώνουν, να χαράζει μια πορεία καταστροφική, ως προς τον βασικό χαρακτήρα της δημόσιας και δωρεάν περίθαλψης, κάνουμε μια εφ’ όλης της όλης των τελευταίων νομοθετημάτων συνέντευξη με τον Γιάννη Καλομενίδη, καθηγητή Πνευμονολογίας στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ και υποψήφιο ευρωβουλευτή με τη Νέα Αριστερά.
Να περιγράψουμε καταρχάς όσα εισάγει για την περίθαλψη των πολιτών ο νέος νόμος της κυβέρνησης για το ΕΣΥ;
Ο νόμος αποτελεί μέρος ενός σχεδίου που έχει ξεκινήσει και είναι σε εξέλιξη. Μέρος αυτού του σχεδίου αποτελούν και τα απογευματινά χειρουργεία. Ας πάρουμε ως παράδειγμα την –πραγματική– περίπτωση ενός κεντρικού νοσοκομείου της Αθήνας, όπου από τις 23 αίθουσες που υπάρχουν ανεπτυγμένες στην υποδομή, λειτουργούν οι 13. Σε αυτό το νοσοκομείο, όπως και σε όλα, υπάρχει λίστα ασθενών που αναμένουν να χειρουργηθούν και, για να εξυπηρετηθεί η λίστα, η κυβέρνηση επιλέγει οι 13 αίθουσες σε λειτουργία να λειτουργήσουν και το απόγευμα, αντί να επιλέξει να λειτουργούν το πρωί και οι υπόλοιπες 10 που δεν είναι σε λειτουργία. Αυτή η τελευταία επιλογή απαιτεί προσλήψεις ανθρώπινου δυναμικού, κυρίως αναισθησιολόγων και χειρουργικού προσωπικού, και δεν απαιτεί να πληρώνουν επιπλέον από τις τσέπες τους οι πολίτες για να χειρουργηθούν, πράγμα που εισάγουν τα απογευματινά χειρουργεία. Για να δώσω ένα παράδειγμα του τι σημαίνει η κυβερνητική επιλογή, είναι σαν να έχεις αγοράσει ένα αυτοκίνητο και να μη σου δίνουν λεφτά για καύσιμο λέγοντάς σου να μην το μετακινείς. Αλλά αντί αυτού, σου προτείνουν να νοικιάζεις ένα άλλο αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις σου.
Mε τα δεδομένα που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στο ΕΣΥ, είναι εφαρμόσιμα τα απογευματινά χειρουργεία;
Σε έναν βαθμό. Δεν μπορούν να γίνουν σε κάθε νοσοκομείο. Σε κάποια νοσοκομεία, στα οποία υπάρχει μια σχετική παρουσία προσωπικού –δεν λέω επάρκεια– γίνονται περιορισμένα. Τα δεδομένα λένε ότι οι ασθενείς που βρίσκονται στις νοσοκομειακές λίστες και με τους οποίους επικοινωνούν οι γιατροί για να ενταχθούν σε απογευματινό χειρουργείο, είναι, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, απρόθυμοι. Προφανώς, όπως είχαμε διαβλέψει, τα απογευματινά χειρουργεία δεν αφορούν μόνο τους ασθενείς που είναι στη λίστα. Είδαμε ήδη ότι μπαίνουν ασθενείς εκτός νοσοκομείου και εκτός λίστας. Χωρίς να είναι καν σαφές με ποιες διαδικασίες. Πρόκειται για μια «βελούδινη» ιδιωτικοποίηση, δεν πωλείται μεν η δομή σε ιδιώτη, αλλά την λειτουργούν με όρους αγοράς.
Ένα από τα σημεία αιχμής του πρόσφατα ψηφισθέντος νόμου είναι η άρση της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης των γιατρών του ΕΣΥ.
Πράγματι, πρόκειται για την κατάργηση ενός από τα θεμελιακά, ιδρυτικά χαρακτηριστικά του δημόσιου Εθνικού Συστήματος Υγείας. Στη θεμελιώδη σύλληψή του, το ΕΣΥ παρείχε στους γιατρούς τη συνθήκη ασφάλειας, παρέχοντάς τους ένας αξιοπρεπή μισθό, ώστε να παρέχουν τη γνώση και την εργασία του εν ηρεμία και χωρίς περισπάσεις. Η άρση αυτής της συνθήκης δημιουργεί ανασφάλεια και διαφορετική προτεραιοποίηση. Διότι προκειμένου κάποιος να εξυπηρετήσει το απογευματινό ιδιωτικό του ιατρείο, από το οποίο εξασφαλίζει αξιοπρεπή διαβίωση, θα βάζει σε δεύτερη μοίρα την πρωινή δουλειά του στο ΕΣΥ. Θα υπάρχει λοιπόν η συνέπεια σύντομα, οι γιατροί μας να αποκόπτονται ψυχοδιανοητικά από το ΕΣΥ. Ακόμα, δε, χειρότερα να μπορούν να χρησιμοποιούν το νοσοκομείο για την ιδιωτική εργασία τους. Θα γυρίσουμε στις εποχές προ ΕΣΥ, οπότε για να μπεις στο νοσοκομείο έπρεπε πρώτα να περάσεις από το ιδιωτικό ιατρείο του γιατρού.
Πού αλλού εστιάζει η κριτική σε όσα εισάγει ο νέος νόμος για το ΕΣΥ;
Δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο ότι μπαίνει πληρωμή για τις εξετάσεις στο ΕΣΥ, μικρή αλλά πληρωμή. Και έχει σημασία αυτό να ιδωθεί με φόντο τις έρευνες που δείχνουν ότι η Ελλάδα έχει πολύ υψηλές ιδιωτικές δαπάνες για την περίθαλψη. Το ένα τρίτο των δαπανών για την υγεία είναι από την τσέπη του πολίτη, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι στο 15%. Αντί λοιπόν να επιλεγούν κινήσεις που θα μας φέρουν πιο κοντά στον μέσο όρο, βαδίζουμε εντελώς αντίθετα. Παράλληλα, στρέφοντας το σύστημα προς την ανισότητα μεταξύ των πολιτών με βάση το χρήμα που διαθέτει ο κάθε πολίτης δημιουργείται η συνθήκη για την επιδείνωση ενός ακόμα δείκτη, για τον οποίο είναι διαβόητη η Ελλάδα, που είναι ο βαθμός μη ικανοποιούμενων αναγκών υγείας. Σε αυτό η Ελλάδα κρατά τη δεύτερη θέση στην ΕΕ, μετά την Εσθονία, αλλά την πρώτη θέση όταν η μέτρηση εστιάζει στα φτωχότερα στρώματα της κοινωνίας.
Από την πλευρά της Νέας Αριστεράς, ποια είναι τα βήματα που θα ακολουθηθούν για την ανατροπή στην πράξη αυτού του νόμου;
Ξεκινήσαμε οργανώνοντας αυτό που ονομάσαμε «Εβδομάδα Υγείας», με παρεμβάσεις για την ενημέρωση των πολιτών, που αξιολογούμε ως τεράστιας σημασίας. Να έχει δηλαδή ο πολίτης σαφή και ακριβή ενημέρωση τι σημαίνουν όσα εισάγουν οι νέοι νόμοι για το ΕΣΥ. Συνεχίζουμε στην ίδια κατεύθυνση, με επισκέψεις σε νοσοκομεία της Κρήτης και του Πειραιά, τις επόμενες μέρες. Παράλληλα, απευθυνόμαστε στα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, της Αριστεράς και το ΠΑΣΟΚ, και επιχειρούμε τη δημιουργία ενός συντονισμένου μετώπου απέναντι σε τέτοιες πολιτικές.
Τέλος, αρθρώνουμε με σαφήνεια ποια πρέπει να είναι τα επόμενα βήματα. Για τη διάσωση του ΕΣΥ, προτεραιότητα απόλυτη έχει η στελέχωσή του με ανθρώπινο δυναμικό. Όχι μόνο υποδομές και ψηφιοποίηση, γιατί πώς θα αξιοποιηθούν αυτά αν δεν υπάρχει το επαρκές προσωπικό; Διότι σε αυτό το σημείο έχουμε βρεθεί ανά την Ελλάδα πολλάκις, να έχουμε έτοιμες υποδομές για τις οποίες δεν υπάρχει προσωπικό να τις λειτουργήσει. Πολύ δε μάλλον που μετά την πανδημία έχουμε απανωτές παραιτήσεις γιατρών. Δεν μπορεί να συνεχίζεται το θέατρο του παραλόγου όπου κλινικές παριστάνουν ότι λειτουργούν με μετακινούμενους γιατρούς. Συνεπώς απαιτείται να προκηρυχθούν θέσεις. Τι σημαίνει όμως αυτό; Διότι σε μια κλινική που υπολείπεται 7 θέσεων, αν προκηρυχθούν οι 2, δεν πρόκειται να συμπληρωθούν. Κανείς δεν θα πάει να εργαστεί σε μια κλινική με τόσες ελλείψεις γνωρίζοντας ότι το έλλειμμα θα το φορτωθεί αυτός. Άρα μαζικές προκηρύξεις θέσεων. Βάζοντας στόχο σε ορίζοντα τετραετίας να καλυφθεί το 90% των σημερινών οργανικών θέσεων. Χέρι-χέρι με μια γενναία αύξηση των μισθών, για να μπορέσεις να έχεις ανταπόκριση στις προκηρύξεις.
Θέλω να σχολιάσουμε και το επίσης σημαντικό ζήτημα των ελλείψεων σε βασικά φάρμακα.
Δεν μπορεί να είναι αποδεκτό, σε καιρό ειρήνης, ειδικά κάθε χειμώνα, να λείπουν βασικά φάρμακα. Προκύπτει ότι η ελεύθερη αγορά αποτυγχάνει να καλύψει τις ανάγκες σε φάρμακα. Και σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να συζητήσουμε την παρέμβαση του κράτους, και στην παραγωγή. Υπάρχει μια σειρά βασικών φαρμάκων που σημειώνουν έλλειψη και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που σημαίνει ότι υπάρχει άρνηση να παραχθούν γιατί δεν είναι οικονομικά συμφέρουσα η παραγωγή τους. Αυτό ισχύει για τα φάρμακα που δεν δεσμεύονται από πατέντα.
Όσον αφορά τα καινούργια φάρμακα, που δεσμεύονται με πατέντα, πρόκειται για ένα θέμα πανευρωπαϊκό. Με την έννοια ότι χρειάζεται η ΕΕ να παρέμβει στην έρευνα για την ανάπτυξη φαρμάκων, με τρόπο ώστε να δημιουργήσει φάρμακα που δεν θα δεσμεύονται από πατέντες ή, ακόμα κι αν δεσμεύονται από πατέντες, να μπορεί να παρέμβει στην τιμή και την παραγωγή τους. Να αλλάξουμε δηλαδή το παράδειγμα: να μην επιλέγει η βιομηχανία και η αγορά τι φάρμακο θα αναπτύξει, αλλά ο δημόσιος φορέας. Τέτοια παραδείγματα συνέβησαν στην πανδημία με την ανάπτυξη εμβολίων κατά του κορονοϊού. Την ίδια περίοδο αναπτύχθηκε ένα παγκόσμιο επιστημονικό κονσόρτιουμ που εργάστηκε σε νέα φάρμακα και που έχει ήδη αποφέρει αποτελέσματα. Τα φάρμακα που αναπτύσσονται στο πλαίσιο αυτό, αυτό που λέμε «ανοιχτή επιστήμη», μπορεί να μην έχουν και πατέντα. Αυτό συνιστά μια νέα πολιτική φαρμάκου την οποία μπορεί να αναπτύξει η ΕΕ προς όφελος των πολιτών.
Ζωή Γεωργούλα