Προς το μοντέλο της Ευρύτερης Ευρώπης;
Στις 6-7 Οκτωβρίου έλαβε χώρα στην αρχετυπικά ευρωπαϊκή μητρόπολη της Πράγας η πρώτη σύνοδος κορυφής της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας. Για πολλούς, και μόνο το γεγονός ότι οι ηγέτες 44 ευρωπαϊκών κρατών συναντήθηκαν για να συζητήσουν τα φλέγοντα ευρωπαϊκά προβλήματα της εποχής μας συνιστά μια μεγάλη επιτυχία. Η ιδέα είναι πνευματικό τέκνο του Γάλλου Προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος τη διατύπωσε για πρώτη φορά στο Στρασβούργο τον περασμένο Μάιο – συγκεκριμένα στις 9 Μαΐου, Ημέρα της Ευρώπης, αλλά και της Αντιφασιστικής Νίκης.
Αναπόφευκτα, υπό τη σκιά του συνεχιζόμενου –χωρίς προοπτική ειρήνευσης επί του παρόντος– ουκρανικού πολέμου, η σύνοδος χαρακτηρίστηκε ως «ένα ισχυρό μήνυμα ευρωπαϊκής ενότητας απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα», μολονότι είναι αμφίβολο εάν αυτό το μήνυμα έφτασε μέχρι το Κρεμλίνο ή ακόμα και εάν κάποιοι από τους συμμετέχοντες ηγέτες (ενδεικτικά, ο Τούρκος, ο Ούγγρος ή ο Αζέρος και ο Αρμένιος) το εξέλαβαν ως τέτοιο. Ορθότερο θα ήταν να εξεταστεί σε μια μακροπρόθεσμη προοπτική και υπό το πρίσμα του ερωτήματος εάν προσφέρει μια εναλλακτική μέθοδο ευρωπαϊκής συνεργασίας, παράλληλη με τους υφιστάμενους ευρωπαϊκούς θεσμούς και ιδίως την ΕΕ.
Το ερώτημα αυτό από μόνο του εμπεριέχει μια παραδοχή, κοινό μυστικό πλέον, την οποία όμως κανείς Ευρωπαίος ηγέτης δεν τολμά και ούτε πρόκειται να διατυπώσει ανοικτά: η ΕΕ, ακόμα κι αν δεν φτάσει κανείς στο σημείο να ισχυριστεί ότι έχει αποτύχει ιστορικά στον ρόλο της, σίγουρα πάντως δεν λειτουργεί επαρκώς, δεν αποδίδει. Οι λόγοι για αυτή την μάλλον άδοξη κατάληξη είναι πολλοί, και ασφαλώς θα αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης του ιστορικού του μέλλοντος. Προς το παρόν, αρκεί η διαπίστωση ότι αρκετοί –και όχι μόνο ο Μακρόν– το έχουν αντιληφθεί και αναζητούν νέες –ή λιγότερο νέες– μορφές ευρωπαϊκής οργάνωσης που θα είναι περισσότερο ευέλικτες, λιγότερο γραφειοκρατικές, ταχύτερες και, ελπίζει κανείς, περισσότερο αποτελεσματικές.
Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα, μια όχι και τόσο καινοφανής ιδέα, είναι μια τέτοια απόπειρα. Στη σύνοδο της Πράγας η ΕΕ διά της (μετριότατης) ηγεσίας της δεν ήταν στο προσκήνιο. Επομένως, μια πρώτη διαπίστωση είναι ότι το νέο αυτό ευρωπαϊκό φόρουμ θα είναι ακραιφνώς διακρατικό και διακυβερνητικό, απορρίπτοντας το υπερεθνικό μοντέλο που χαρακτήριζε πάντα την ΕΕ και τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες προηγουμένως. Είναι, επίσης, σαφές ότι δεν θα είναι ένας νέος ευρωπαϊκός οργανισμός – και πράγματι, το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η Ευρώπη είναι ακόμα ένας, που θα λειτουργεί παράλληλα και σε ανταγωνισμό με τους ήδη υπάρχοντες. Εάν στο μέλλον κριθεί απαραίτητη μιας κάποιας μορφής θεσμική συνέχεια και υποστήριξη, αυτή μπορεί κάλλιστα να παρασχεθεί διά του δανεισμού της Γραμματείας και των υπηρεσιών του Συμβουλίου της Ευρώπης, ιδίως από τη στιγμή που ο χάρτης του τελευταίου και ο χάρτης της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας εφάπτονται απολύτως. Έχει όμως, όπως θα δούμε πιο κάτω, τη δυναμική να υποκαταστήσει την ΕΕ σε κάποιους τομείς υψηλής πολιτικής όπου απαιτείται ταχύτητα και ευελιξία και, συνεπώς, προκρίνεται η μέθοδος των διακρατικών διαπραγματεύσεων. Πέραν τούτου, σε αυτό το στάδιο, κανείς –ούτε καν ο ίδιος ο Μακρόν– δεν είναι σίγουρος για το ποια μορφή θα πάρει και τι είδους εντολή θα έχει, με ποια ζητήματα θα καταπιαστεί και πώς.
Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με τον Γάλλο Πρόεδρο, «αυτή η νέα ευρωπαϊκή οργάνωση θα επιτρέψει στα δημοκρατικά ευρωπαϊκά έθνη που προσυπογράφουν τις κοινές βασικές αξίες μας να βρουν έναν νέο χώρο για συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας, της ενέργειας, των μεταφορών, των επενδύσεων, των υποδομών, της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων». Δύο παρατηρήσεις εδώ είναι ότι, πρώτον, πρόκειται για μια αρκετά ασαφή και αόριστη περιγραφή και, δεύτερον, επικαλύπτει σε μεγάλο βαθμό πολιτικές που ήδη, υποτίθεται, ασκούνται από την ΕΕ. Συνεπώς, ίσως η ειδοποιός διαφορά είναι ότι η Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα θα καταπιαστεί με αυτούς τους τομείς ή έστω με κάποιες πτυχές τους, αλλά με τη δυνατότητα συμμετοχής όλων (ή σχεδόν όλων) των ευρωπαϊκών κρατών και όχι μόνο των κρατών-μελών της ΕΕ. Πράγμα που αμέσως γεννά το ερώτημα: εάν ένα κράτος, λόγου χάρη η Τουρκία ή η Ουκρανία μπορεί να επωφελείται από τη συμμετοχή της σε αυτές τις πολιτικές, ποιο το κίνητρο να ενταχθεί στην ΕΕ, υποβαλλόμενη στη χρονοβόρα και απαιτητική διαδικασία ενσωμάτωσης του κοινοτικού κεκτημένου;
Από αυτή την άποψη, εάν η Ευρύτερη Ευρώπη ήθελε ιδωθεί όχι ως προθάλαμος για τους νεοεισερχόμενους δεύτερης διαλογής που περιμένουν υπομονετικά να κριθούν άξιοι, αλλά ως ένας αγωγός διπλής κατεύθυνσης που οδηγεί τόσο προς την πλήρη ένταξη όσο και ως προς τη χαλαρότερη συνεργασία σε συγκεκριμένους τομείς πολιτικής δράσης, γίνεται ιδιαίτερα ελκυστική.
Brexit reversed;
Επ’ αυτού αξίζει να σταθεί κανείς στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου, η πάλαι ποτέ πρωθυπουργός του οποίου Λιζ Τρας πρόλαβε στην 44ήμερη θητεία της να συμμετάσχει στη σύνοδο, πριν εξαφανιστεί στην ιστορική λήθη. Μάλιστα, εξέφρασε και κάποιες ενστάσεις για την ονομασία «Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα» –λόγω του ότι θυμίζει υπερβολικά την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και τη διάδοχό της ΕΕ, από την οποία η Βρετανία υποτίθεται ότι έχει αποχωρήσει– εκφράζοντας μια προτίμηση για τον τίτλο «Ευρωπαϊκό Πολιτικό Φόρουμ».
Εν πάση περιπτώσει, όπως κι αν θέλουν να την ονομάζουν οι Βρετανοί για να νιώθουν πιο άνετα («Ευρωπαϊκή Κοινοπολιτεία» ίσως θα τους άρεσε), δεν παύει να σηματοδοτεί μια κάποια επιστροφή του Ηνωμένου Βασιλείου σε ένα ηπειρωτικό φόρουμ (ορίστε!) όπου λαμβάνουν χώρα πανευρωπαϊκές γεωπολιτικές διαβουλεύσεις.
Realpolitik ή πολιτικός ιδεαλισμός;
Εξάλλου, επιστρέφοντας στον αρχικό ορισμό του Μακρόν, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι η Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα σίγουρα δεν συνιστά μια συγκέντρωση αποκλειστικά δημοκρατικών εθνών «που σέβονται τις θεμελιώδεις κοινές μας αξίες». Όπως κι αν ορίζεται το «δημοκρατικό έθνος», πολύ δύσκολα καλύπτει χώρες όπως η Τουρκία του Ερντογάν ή το Αζερμπαϊτζάν του Αλίγιεφ (ή, αν δεν θέλουμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας, την Ουκρανία του Ζελένσκι). Έχει όμως τόση σημασία αυτό; Η απάντηση σε αυτό εξαρτάται και πάλι από το τι ακριβώς πρόκειται να κάνει η Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα, ποιος ο σκοπός και η αποστολή της.
Αν, για παράδειγμα, στο μέλλον εξελιχθεί σε ένα πεδίο πανευρωπαϊκής συνεργασίας σε ευαίσθητους τομείς υψηλής πολιτικής, στους οποίους όμως υποτίθεται ότι η ΕΕ έπαιζε ή φιλοδοξούσε να παίξει ρόλο (για παράδειγμα, ασφάλεια και άμυνα), ή εάν επεκταθεί και σε συναντήσεις σε υπουργικό επίπεδο και όχι μόνο κορυφής, τότε αναπόδραστα θα επισκιάσει και θα υποσκελίσει την τελευταία σε κάποιο βαθμό, μια προοπτική που ασφαλώς δεν χαροποιεί ιδιαίτερα τις Βρυξέλλες. Αυτές, με τη σειρά τους, θα αντεπιτεθούν με το επιχείρημα (ειλικρινές ή υποκριτικό, ας το κρίνει ο καθένας) ότι η Realpolitik δεν επιτρέπεται να υπερισχύσει των «ευρωπαϊκών αρχών και αξιών» και ότι κάτι τέτοιο θα υπονόμευε τη μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του όλου εγχειρήματος, ευθυγραμμίζοντας ολόκληρη την ήπειρο με τον μικρότερο κοινό δημοκρατικό παρονομαστή. Τούτου λεχθέντος, δεν θα είχε πολύ νόημα η συζήτηση και η διαμόρφωση θέσεων και πολιτικών σε μια σειρά σημαντικών ευρωπαϊκών προβλημάτων, λόγου χάρη στα Βαλκάνια, την Ανατολική Μεσόγειο, τον Καύκασο και τη Μαύρη Θάλασσα, χωρίς τη συμμετοχή των άμεσα ενδιαφερόμενων κρατών.
Κάπως έτσι φτάνει κανείς στον πάρα πολύ μεγάλο ελέφαντα στο δωμάτιο, που δεν είναι άλλος από τη Ρωσία και τη διατήρηση ή όχι ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας με τη Μόσχα. Προφανέστατα, υπό τις παρούσες συνθήκες, η παρουσία του Βλαδίμηρου Πούτιν στην Πράγα θα ήταν αδιανόητη, η δε επανέναρξη μιας συζήτησης για την ευρωπαϊκή ασφάλεια με τη Ρωσία μια υπόθεση εκτός πραγματικότητας. Μακροπρόθεσμα όμως –και οι ηγεσίες πρέπει να βλέπουν τα πράγματα και να σχεδιάζουν μακροπρόθεσμα– αυτήν τη συζήτηση δεν θα μπορέσει να την αποφύγει η υπόλοιπη Ευρώπη, ούτε να αγνοήσει επί μακρόν τον ελέφαντα που είναι στο ίδιο δωμάτιο, δηλαδή την ευρωπαϊκή ήπειρο, και δεν πρόκειται να φύγει. Όσο αποκρουστικό κι αν φαίνεται σε κάποιους, διαρκής ευρωπαϊκή ειρήνη με τη Ρωσία απέναντι και εκτός να παίζει τον ρόλο του «κακού» και όχι εντός να συνομιλεί με τις δυτικοευρωπαϊκές δημοκρατίες, απλά δεν μπορεί να υπάρξει.
Γιάννη Γούναρη, Δικηγόρου, LLM London School of Economics, Διδάκτορα Νομικής ΕΚΠΑ