Macro

Γιάννης Γούναρης: Αποφεύγοντας το ναυάγιο της «Μέδουσας»

Είναι γνωστή η ιστορία πίσω από τον περίφημο πίνακα του Τεοντόρ Ζερικό «Η Σχεδία της Μέδουσας» που εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου. Το 1816, ένας στολίσκος με ναυαρχίδα τη φρεγάτα «Μέδουσα» κατευθυνόταν προς την (τότε) γαλλική αποικία της Σενεγάλης, όταν, ως αποτέλεσμα της ανικανότητας και αλλεπάλληλων λανθασμένων αποφάσεων του κυβερνήτη, το μοναδικό προσόν του οποίου ήταν η τυφλή πίστη στην παλινορθωμένη μοναρχία, η τελευταία προσάραξε σε αμμώδη αβαθή ανοιχτά της Δυτικής Αφρικής. Τα εγκληματικά λάθη συνεχίστηκαν, με αποτέλεσμα 150 ναυαγοί να εγκαταλειφθούν στη μοίρα τους πάνω σε μια μισοβυθισμένη σχεδία. Ο πίνακας του Ζερικό απεικονίζει τη στιγμή που οι ελάχιστοι εναπομείναντες ζωντανοί διακρίνουν στον ορίζοντα το πλοίο που τελικά τους διέσωσε, ύστερα από δύο εβδομάδες περιπλάνησης στη θάλασσα και αφού είχαν προηγηθεί σκηνές απίστευτης βιαιότητας, παραφροσύνης, κτηνωδίας και κανιβαλισμού.
 
Βεβαίως, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η Ευρώπη κινδυνεύει από παρόμοια φαινόμενα, τουλάχιστον στο ορατό μέλλον. Ωστόσο, οι αναλογίες με ένα ιστορικό περιστατικό, όπου μια αλληλουχία εσφαλμένων αποφάσεων -οι οποίες δεν διορθώθηκαν λόγω της ανικανότητας και της ακλόνητης αλαζονείας ανθρώπων που βρέθηκαν σε θέσεις ευθύνης με αποκλειστικό κριτήριο την προσήλωσή τους σε ένα παρωχημένο πολιτικό καθεστώς- οδήγησε σε καταστροφή, δεν λείπουν στο σημερινό ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Με εμφανείς συνέπειες για τη θέση της Ευρώπης στον μεταβαλλόμενο κόσμο μας.
 
Δυστυχώς, η τάση να επιβραβεύονται εντελώς αποτυχημένοι και ανεπαρκείς Ευρωπαίοι πολιτικοί με κάποιο υψηλό πόστο στους ευρωπαϊκούς οργανισμούς -συνήθως αφού έχουν εκδιωχθεί για τον έναν ή άλλο λόγο από την εγχώρια πολιτική σκηνή- έχει εδραιωθεί. Και ενώ είναι αλήθεια ότι στην πολιτική φιλοσοφία της Αριστεράς ο παράγοντας της προσωπικότητας τείνει να υποτιμάται, μια μελέτη του προφίλ των ανθρώπων που στις μέρες μας απαρτίζουν τη συλλογική πολιτική ηγεσία της Ευρώπης, είτε στους θεσμούς και τα όργανα της Ε.Ε. είτε και σε πλείστες εθνικές πρωτεύουσες, οπωσδήποτε προκαλεί προβληματισμό.
 
Από την άλλη πλευρά, δεν είναι μια ατυχής σύμπτωση το ότι το επίπεδο του ευρωπαϊκού πολιτικού προσωπικού, ιδίως στις κορυφαίες θέσεις, είναι τόσο χαμηλό. Πρέπει να έχει κανείς υπόψη ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχει διαμορφωθεί ένα οικονομικό και πολιτικό οικοσύστημα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά -εκ των οποίων το δεσπόζον είναι, σαφώς, ο νεοφιλελευθερισμός- του οποίου η διαιώνιση προϋποθέτει ακριβώς το είδος decision makers που δεν πρόκειται, στην πραγματικότητα, να λάβουν κάποια απόφαση -πολύ, δε, περισσότερο με βάση πολιτικές αρχές ή το συμφέρον των ανθρώπων που τους εξέλεξαν-, αλλά απλώς θα υπηρετήσουν ένα συγκεκριμένο αφήγημα που έχει ήδη διαμορφωθεί πολύ πριν κληθούν οι ίδιοι να «αποφασίσουν» οτιδήποτε.
 
Συγχρόνως, αυτό το οικοσύστημα διαθέτει έναν τερατώδη -σε αποτελεσματικότητα και διαθέσιμα μέσα- μηχανισμό χειραγώγησης της κοινής γνώμης προς την κατεύθυνση της διαμόρφωσης αντίληψης και κατασκευής συναινέσεων. Οι decision makers συνυπάρχουν σε μια συμβιωτική σχέση με τους opinion makers. Αυτό το μοτίβο παρατηρείται σε όλες, χωρίς εξαίρεση, τις μεγάλες κρίσεις που πέρασε η Ευρώπη τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Είτε μιλάμε για την κρίση της ευρωζώνης και το προσφυγικό-μεταναστευτικό είτε για την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία, το εκάστοτε κυρίαρχο αφήγημα είχε προκατασκευαστεί με τέτοιον τρόπο, ώστε οποιαδήποτε διαφορετική οπτική να αντιμετωπίζεται εξ ορισμού ως περιθωριακή και ανορθολογική, αν όχι ως ύποπτη και επικίνδυνη. Και αυτό ανεξάρτητα από το πόσο τεκμηριωμένη με στιβαρή επιχειρηματολογία και δεδομένα ενδεχομένως ήταν. Ως προς αυτό, είναι εξαιρετικά διδακτική η ελληνική εμπειρία του πρώτου μισού του 2015.
 
Ούτε, όμως, θα είχε ιδιαίτερο νόημα ένα κάλεσμα για εγκατάλειψη της ιδέας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και επιστροφή στα εθνικά κράτη, όπου, τουλάχιστον, οι ηγέτες υποτίθεται ότι λογοδοτούν στο εκλογικό σώμα. H Ελλάδα, λόγου χάρη, μετά την παλινόρθωση του δικού της Ancien Regime τον Ιούλιο του 2019, έχει την ατυχία να είναι από τα κορυφαία παραδείγματα αυτής της τάσης. Πλην όμως, σε καμία περίπτωση δεν είναι η εξαίρεση του κανόνα, αλλά μάλλον ένα ακραίο του παράδειγμα που ίσως θα χρησιμοποιηθεί από τους ιστορικούς του μέλλοντος γα εκπαιδευτικούς λόγους.
 
Καθώς η «Μέδουσα» έπλεε κατευθείαν στον αμμώδη ύφαλο όπου βρήκε το τέλος της, δεν έλειπαν οι φωνές κάποιων αξιωματικών που προειδοποιούσαν και καλούσαν τον κυβερνήτη να αλλάξει αμέσως πορεία. Οχι τυχαία, επρόκειτο για αξιωματικούς που είχαν υπηρετήσει στο Ναυτικό του Ναπολέοντα και, προηγουμένως, της Επανάστασης. Με άλλα λόγια, έτρεφαν το ίδιο μικρή εκτίμηση για τις ικανότητες του πλοιάρχου τους στη ναυσιπλοΐα όσο και για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Ούτε στη σημερινή Ευρώπη λείπουν οι φωνές που προειδοποιούν ότι η πορεία που έχουν χαράξει οι ολίγιστες ηγεσίες της την οδηγεί σε προσάραξη και ναυάγιο. Ελπίζει κανείς ότι, σε αντίθεση με τους άτυχους ναυτικούς της γαλλικής φρεγάτας, θα εισακουστούν έγκαιρα.
 
Ο Γιάννης Γούναρης είναι δικηγόρος, διδάκτορ Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών