Macro

Γιάννης Γιαννουλόπουλος: Η σθεναρή αντιμετώπιση της «εθνικής» γραμμής, υπόθεση όλου του δημοκρατικού τόξου

Τη συνέντευξη πήρε ο Παύλος Κλαυδιανός
 
Λίγο πριν το σημερινό συλλαλητήριο ας μιλήσουμε λίγο για αυτό της Θεσσαλονίκης. Σε εξέπληξε ο αριθμός;
Όχι δεν με εξέπληξε. Ο πραγματικός αριθμός εννοώ και όχι οι αστειότητες που υποστηρίζουν οι διάφορες συνιστώσες τής ελληνικής ακροδεξιάς, όπου κάποιος λέει τόσες χιλιάδες, ο επόμενος -πιο «ελληνόψυχος»- απαντάει: τις τόσες χιλιάδες σου και άλλες εκατό, ο τρίτος προσθέτει στο τραπέζι εκατό ακόμα κ.ο.κ. Οπωσδήποτε ήταν μια πολύ μεγάλη συγκέντρωση και της Αθήνας μπορεί να είναι ακόμη μεγαλύτερη. Εκείνο που με εξέπληξε είναι το ότι κανείς δεν ασχολήθηκε συστηματικά με το ποιοί ακριβώς την οργάνωσαν και με ποιούς τρόπους, αλλά και με το ερώτημα ποιοί πλήρωσαν για τα εκατοντάδες πούλμαν (και εδώ οι αριθμοί ποικίλουν αγρίως) που έφτασαν στη Θεσσαλονίκη. Αυτή είναι η, προς το παρόν, αθέατη πλευρά τού συλλαλητηρίου. Η άλλη πλευρά, η εμφανέστατη, και σαφέστατη, είναι το ποιοί κυριάρχησαν σε αυτό. Ποιοί μίλησαν, τί είπαν, ποιά συνθήματα διέκοπταν την ομιλία τού – πατρίς, θρησκεία, οικογένεια – λεβέντη στρατηγού μας, που δεν παρέλειψε να αναφερθεί πρωτίστως στον μακαριστό Χριστόδουλο, «να τα χώσει» όπως θα έλεγε το φίλαθλο πλήθος κοντά στα μικρόφωνα, «στους Αθηναίους», τους «γύφτο-σκοπιανούς» και το δήμαρχο Θεσσαλονίκης, μεταξύ πολλών άλλων, και να κλείσει το λόγο του καλώντας το κοινό [του] να φωνάξει «Ζήτω ο ελληνικός στρατός» και «Ζήτω οι Ειδικές Δυνάμεις». Η εικόνα και ο ήχος είναι στοιχεία αδιάψευστα. Κυριάρχησαν οι χρυσαυγίτες, οι ταλιμπάν των παρά-θρησκευτικών οργανώσεων, οι ενώσεις αποστράτων, οι ελευθέρας βοσκής χουντικοί, το ακροδεξιό άκρο τής εξέδρας τού ΠΑΟΚ, η Νέα Δεξιά τού Γαρουφαήλου και οι ολίγοι αλλά ψυχωμένοι οπαδοί τού (καταζητούμενου) Αρτέμη Σώρρα. Δεν επρόκειτο για μια «πολύ μικρή μειοψηφία ακραίων στοιχείων που επιχείρησαν να αμαυρώσουν τη μεγαλειώδη εκδήλωση…». Αυτά ακριβώς τα «ακραία στοιχεία» οργάνωσαν και σκηνοθέτησαν την εκδήλωση. Δική τους ήταν.

Αυτό είναι σωστό, κρίνοντας ποιοι το οργάνωσαν. Οι άνθρωποι, όμως που μετείχαν στο συλλαλητήριο, πού ανήκουν, τί τους κινητοποίησε;
Πολλοί ασφαλώς ανήκαν στο ίδιο μήκος κύματος με τους ακροδεξιούς ομιλητές. Στην πλειοψηφία τους όμως όσοι/ες συμμετείχαν φαίνεται πως ήταν συντηρητικοί άνθρωποι δεξιών κυρίως, αλλά όχι ακραίων πολιτικών πεποιθήσεων. Έτσι εξηγείται και η αναστάτωση στη ΝΔ που σίγουρα δεν θα υπήρχε, τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό, εάν η εκτίμηση ήταν ότι επρόκειτο για ήδη ακροδεξιούς. Στην ίδια πλειοψηφία εντάσσονται και όσοι, όχι κατ’ ανάγκη «δεξιοί» ήρθαν να διαμαρτυρηθούν για μια, κατά τη γνώμη τους, μεγάλη «αδικία». Διότι κάποιοι «ισχυροί ξένοι» αδικούν την Ελλάδα επειδή «δεν ξέρουν ιστορία», την ιστορία προφανώς που έχουν διδαχθεί από τον Άδωνη Γεωργιάδη και τον Κ. Βελόπουλο! Άνθρωποι που αντιμετωπίζουν τα γνωστά προβλήματα τής καθημερινότητας στην Ελλάδα τής κρίσης και ήθελαν, ενδεχομένως, όπως και εκείνοι της προηγούμενης κατηγορίας, να βρεθούν μαζί με πολλούς άλλους και να τα φωνάξουν, όλοι μαζί, μέσω ενός «εθνικού» (άρα «κοινής αποδοχής») θέματος. Και μάλιστα χωρίς ορατές συνέπειες που θα μπορούσε να έχει, ας πούμε, ένα συλλαλητήριο για μια πιο «δυναμική» στάση απέναντι στην Τουρκία. Υπάρχει και αυτή η πλευρά των πραγμάτων. Ο λαλίστατος κ. Άδωνις Γεωργιάδης άλλωστε, έσπευσε, αφενός, μεν να χαρακτηρίσει την εκδήλωση τής Θεσσαλονίκης ως μεγάλη αντικυβερνητική διαμαρτυρία – όχι μόνο για τα «εθνικά θέματα» -, αφετέρου, να καθησυχάσει, τις παραμονές τού συλλαλητηρίου, όσους ανησυχούσαν μήπως η ενοχοποίηση τής ελληνικής πλευράς σε περίπτωση επιμονής της στην «εθνική» γραμμή για τη μη χρήση τής λέξεως Μακεδονία ή παραγώγου αυτής, έχει νέες και έντονα αρνητικές συνέπειες για την ελληνική οικονομία. Και το έπραξε με το δικό του μοναδικό τρόπο! Σε γνωστή μεταμεσονύκτια εκπομπή «πολιτικού διαλόγου», κάποιος διπλωμάτης έθεσε απλώς το θέμα των προβλημάτων που θα μπορούσαν να προκύψουν εάν την Ελλάδα – πολύ κακώς κατά τη γνώμη του – την θεωρούσε η διεθνής κοινή γνώμη αδιάλλακτη και άρα υπεύθυνη για το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων. Έτσι γενικώς μιλούσε, χωρίς συγκεκριμένες αναφορές στην οικονομία, τις επενδύσεις ή την κίνηση των κεφαλαίων. Μάλλον το διπλωματικό κεφάλαιο τής χώρας εννοούσε ο άνθρωπος. Παρεμβαίνει αμέσως ο Άδωνις, και αγνοώντας εντελώς ότι «ο Έλληνας μπορεί να αντέξει και μνημόνια και στερήσεις και παντός είδους κακουχίες, αλλά όταν πρόκειται για τα εθνικά του θέματα κ.λπ., κ.λπ.» – άλλος ένας υποψήφιος για «εν – δύο – κάτω» ενώπιον τού στρατηγού Φραγκούλη Φράγκου – λέει πώς δεν είναι σωστό να «τρομοκρατούμε τον κόσμο», δύο ημέρες πριν από το συλλαλητήριο. Ό,τι και να γίνει, συνεχίζει, οι ξένοι δεν πρόκειται να αφήσουν την ελληνική οικονομία να βουλιάξει, διότι εάν συμβεί αυτό «οι δανειστές θα χάσουν τα λεφτά τους».

Πρέπει τα συλλαλητήρια, ιδιαίτερα όταν είναι πολυπληθή, να μας κάνουν να ξανασκεφτούμε τα πράγματα; Τι προκύπτει από την ελληνική εμπειρία των συλλαλητηρίων για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής;
Πάντα πρέπει να ξανασκεπτόμαστε τα πράγματα. Όλοι ιδίως δε η ΝΔ μετά τη στροφή – άλμα στο κενό – την οποία έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης προς την κατεύθυνση τού άλλοτε ενιαίου εθνικιστικού πυρήνα της. Προς τον Α. Σαμαρά εννοώ και τους δύο πιο στενούς, σταθερούς και σταθερά ακροδεξιούς συνεργάτες του: τον συνομιλητή τής Χρυσής Αυγής Α. Μπαλτάκο και τον Γαρουφαήλο Κρανιδιώτη, που υπογραμμίζει κάθε τόσο την τεράστια ευθύνη που φέρει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, διότι το 1974 «νομιμοποίησε το ΚΚΕ»(!) και σε τηλεοπτικές συζητήσεις – σίγουρα σε μία που έτυχε να δω – αποκαλεί τον Κασιδιάρη «Ηλία». Με τη στροφή του αυτή, ο πρόεδρος τού κόμματος προσπαθεί να κερδίσει (ή μάλλον να μην χάσει πολλές) ψήφους, κυρίως στη Β. Ελλάδα. Το μέγα θέμα όμως σε σχέση με τον κόσμο που πήγε στο συλλαλητήριο τής Θεσσαλονίκης και εκείνους που θα πάνε σήμερα στο Σύνταγμα δεν είναι φυσικά το εάν θα κερδίσει (και πόσες) ψήφους η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ, ο καημένος ο Βασίλης Λεβέντης και τα άλλα κόμματα, αλλά το πώς σκέπτεται όλος αυτός ο κόσμος και τί τον κινεί. Η οργή, τα αδιέξοδα, τα προβλήματα τής σκληρής καθημερινότητας, η παραίτηση, μια παραίτηση που οδηγεί σε αγανάκτηση για το ότι «όλοι μάς κοροϊδεύουν», όλοι «οι πολιτικοί» διότι «δεν υπάρχει φώς στο τέλος τού τούνελ», σε συνδυασμό με τα εθνικιστικά στερεότυπα με τα οποία τρέφεται επί μονίμου βάσεως ο κόσμος – αντιστάσεως μη ούσης, αυτό είναι που έχει την καθοριστική σημασία -, μοιάζουν με τα ρινίσματα τού σιδήρου που θα τα τραβήξει ο πλησιέστερος μαγνήτης. Και αυτός ο μαγνήτης σίγουρα δεν είναι ο Κυριάκος. Μην τρελαθούμε κιόλας, που λέει η νεολαία μας! Είναι ο μαγνήτης τής «αντιπολιτικής», τής αναζήτησης άλλων δρόμων και άλλων «άφθαρτων σωτήρων». Και το πρόβλημα αυτό, ειδικά αυτό, τούς κινδύνους αυτούς, θα πρέπει να τους αντιμετωπίσουν όλα τα κόμματα τού συνταγματικού τόξου από κοινού. Διατηρώντας στο ακέραιο τις πολιτικές διαφορές τους, τις στοχεύσεις τους, τις τακτικές και τους τακτικισμούς τους, σε οποιαδήποτε άλλα θέματα. Αύριο, πολλώ δε μάλλον μεθαύριο, ίσως είναι πολύ αργά. Ας το τολμήσουν αυτό οι πολιτικοί μας αγνοώντας τους προσωπικούς κινδύνους που διατρέχουν. Την κατάρα, ας πούμε, του Καλαβρύτων (και… Μακρονήσου παλαιότερα) Αμβροσίου «να τους ξεραθεί το χέρι». Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός, διότι μπορεί ο Φίλης να μας λέει ότι το χέρι του είναι μια χαρά, εκείνο όμως που ούτε ο Νίκος ούτε κανένας άλλος μπορεί να γνωρίζει, είναι το εάν ο «συμπαθών» τη ΧΑ ιεράρχης είχε παραγγείλει και έχει στην κατοχή του κατάρες με (ανά)ρυθμιζόμενο χρονοδιακόπτη.

Μπορούμε, λοιπόν, να μιλήσουμε για μια μεγάλη στροφή στην πολιτική της Νέας Δημοκρατίας;
Ναι. Υπήρξε σαφής στροφή. Θα ήθελα όμως να πω εδώ, πως καθόλου δεν συμφωνώ με όσους επιχαίρουν για τα προβλήματα που δημιούργησε, και τα πολύ περισσότερα που θα δημιουργήσει στο άμεσο μέλλον, στη ΝΔ η παραπάνω στροφή. Εμείς ξέρουμε ότι οι αγώνες τής Αριστεράς για Ελευθερία, Αλληλεγγύη και Κοινωνική Δικαιοσύνη, όπως και η αντιπαράθεσή μας με το νεοφιλελευθερισμό, ή οι τρέχουσες πολιτικές συγκρούσεις θα πρέπει να διεξάγονται αλλού. Έξω και μακριά από τα λασπωμένα γήπεδα τής πατριδεμπορίας. Η στροφή τού Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν πρώτα απ’ όλα ένα πλήγμα για το επίπεδο του δημόσιου πολιτικού λόγου στη χώρα μας. Η σθεναρή αντιμετώπιση τής λεγόμενης «εθνικής» γραμμής, ως προς τις σχέσεις μας με τη γειτονική μας χώρα – τής γραμμής «ούτε όνομα, ούτε παράγωγο» που μας έχει γελοιοποιήσει διεθνώς, αλλά το γεγονός αυτό κανένας δεν αποφασίζει να το πει στον κόσμο πρώτος και μόνος του – πρέπει να γίνει υπόθεση όλων των κομμάτων τού δημοκρατικού τόξου. Με καθαρές κουβέντες, με δημόσιες δεσμεύσεις και χωρίς τακτικισμούς.

Και οι πολίτες, όμως πρέπει να κινητοποιηθούν…
Ιδιοτελώς σκεπτόμενος, ως ιστορικός, διότι ένα από τα κύρια μελήματα τού δικού μας επαγγέλματος είναι η διάσωση όσο το δυνατόν περισσότερων τεκμηρίων, στο ερώτημα «τί κάνουμε» θα απαντούσα αποθηκεύουμε βίντεο. Αυτό κάνουμε καταρχάς. Τα αποθηκεύουμε πριν τα «κατεβάσουν» – διότι, δεν είναι δυνατόν, κάποτε θα συνέλθουμε – είτε οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές τους, είτε κάποιοι άλλοι για λογαριασμό τους, ώστε να ξεχαστούν οι πομπές τους και να ξαναδούμε το ίδιο έργο στο μέλλον. Από τα πάμπολλα παραδείγματα τέτοιων πολύτιμων στοιχείων που θα πρέπει οπωσδήποτε να διασωθούν, επιτρέψτε μου να μνημονεύσω, κάπως λεπτομερέστερα όμως, μόνο ένα. Το πρώτο από τα δικά μου «τοπ τεν». Πρόκειται για βίντεο όπου ο – «Ζήτω ο ελληνικός στρατός, ζήτω οι ειδικές δυνάμεις» – Φραγκούλης Φράγκος, αναφερόμενος στο γγ τού ΝΑΤΟ, τού λέει «βούλωστο»! Σε τέτοιες περιπτώσεις το πρώτο πράγμα που χρειάζεται, είναι να μην είμαστε επιπόλαιοι. Να μην κάνουμε δηλαδή αυτά που κοροϊδεύουμε. Βεβαιωνόμαστε συνεπώς πρώτα από όλα, πράγμα που έγινε για το συγκεκριμένο βίντεο, ότι ο ομιλών δεν είναι ο Μητσικώστας, μεταμφιεσμένος με τόσο τέλειο τρόπο ώστε να νομίζουν όλοι πως πρόκειται για τον γνωστό μας πλέον στρατηγό. Τον θαυμαζόμενο σήμερα από όλες τις φυλές τής ελληνικής ακροδεξιάς. Στο αμείλικτο ερώτημα που θέτει ο Φ.Φ., γιατί το ΝΑΤΟ δεν προστατεύει τα σύνορά μας «από τον Τούρκο», ενώ η Γερμανία ζήτησε και έλαβε από την Πολωνία εγγυήσεις [δεν είναι σαφές εδώ τι ακριβώς εννοεί, ούτε εάν ο ίδιος έθεσε το εν λόγω ερώτημα και πότε], ο γγ του Οργανισμού, συνεχίζει την αφήγησή του ο Φ.Φ., ήρθε [στην Αθήνα;] και μας είπε πως «δεν είναι το ίδιο». Στο σημείο αυτό, ο στρατηγός εγκαταλείπει τους λεβέντικους, γενικώς, τόνους του, ανεβαίνει δύο κλικ σε ένα στιλ κάπως πιο «μπρουτάλ» και λέει: “»Τί λες, μωρή αδερφή, που δεν είναι το ίδιο… δεν ντράπηκες. Βούλωστο! Άκου δεν είναι το ίδιο! Βούλωστο!». Ήταν σαν να τον είχε μπροστά του. Κρίμα που δεν συνέβη αυτό στην πραγματικότητα, ενώπιον κοινού. Έτσι για να βλέπαμε δηλαδή εάν ο γγ τού ΝΑΤΟ απλώς «την έκανε» με την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια, όπως λέει ο λαός, ή, πριν τον αφήσει να φύγει, τον έβαλε «ο δικός μας» να κάνει πενήντα (τουλάχιστον) «εν – δύο – κάτω». Υπάρχει πάντως και το γνωστό ανέκδοτο με το λαγό και το λιοντάρι.

Αυτός ο στρατηγός, παρόλα αυτά, ήταν ο κεντρικός ομιλητής στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης!
Βεβαίως. Ο λόγος του εκεί είχε σχέση με άλλα ευαίσθητα σύνορα. Τα σύνορα με «τα Σκόπια». Όταν λέμε τα Σκόπια/ Σκοπιανοί/ και τώρα να περάσουμε στη συζήτηση γιά το Σκοπιανό κ.λπ., κ.λπ., παραπέμπουμε σε μια πόλη-κράτος. Είναι πράγματι απορίας άξιον πώς μάς έχει ξεφύγει τόσον καιρό ένα τέτοιο επιχείρημα λαυράκι! Πόλεις-κράτη υπήρχαν μόνο στην αρχαία Ελλάδα, άρα η Μακεδονία είναι Μία και Ελληνική. Europe Learn History [=Ευρώπη Μάθε Ιστορία], για να θυμηθούμε λίγο και τα πολύ μεγαλύτερα συλλαλητήρια τού 1992.

 

Υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να λυθεί το θέμα αυτή τη φορά; Ποια η εκτίμησή σου;
Είμαι κάπως πιο αισιόδοξος από ό,τι ήμουν πριν από τη συνάντηση Τσίπρα – Ζάεφ και πολύ πιο αισιόδοξος μετά την καλή υποδοχή που φαίνεται να έχει στα Σκόπια η «γραμμή Ζάεφ». Κυρίως δε, μετά την κατηγορηματική δήλωση τού Αλέξη Τσίπρα ότι είναι αποφασισμένος να προχωρήσει και να φέρει τη συμφωνία στη Βουλή, εφόσον βεβαίως προηγηθεί συμφωνία με την γείτονα στο ζήτημα τού αλυτρωτισμού – εδώ «οι ξένοι» μάς καταλαβαίνουν και πιέζουν την άλλη πλευρά – και βρεθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση για το νέο οριστικό όνομα τής πΓΔΜ. Όνομα που θα περιέχει φυσικά και τη λέξη Μακεδονία. Αυτό το γνωρίζουν όλοι όσοι χειρίστηκαν το θέμα στο παρελθόν, όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί, όλοι οι διπλωμάτες, όλοι οι δημοσιογράφοι που ασχολήθηκαν με το συγκεκριμένο ή με άλλα βαλκανικά ζητήματα, όλοι οι ειδικοί σχολιαστές. Εδώ και 25 χρόνια. Το πρόβλημα είναι ότι δεν αποφασίζει κανείς να το πει πρώτος στον «πελάτη». Τα λένε μερικές φορές μεταξύ τους οι συμμετέχοντες στα σοβαρά (ακόμα και στα όχι και τόσο σοβαρά) τηλεοπτικά πάνελ, κατά τη διάρκεια τού διαλείμματος για τις διαφημίσεις. Την «εθνική» γραμμή των συλλαλητηρίων – ούτε όνομα, ούτε παράγωγο – δεν την καταλαβαίνει κανείς «ξένος», οιουδήποτε κόμματος. (Εκτός εάν πρόκειται για τίποτα ακροδεξιούς ναζιστές «χρυσαυγίτες», που δεν τους έχουν πιάσει πρώτοι οι αντίστοιχοι «χρυσαυγίτες» τής γείτονος.) Ούτε στο παρελθόν την καταλάβαιναν, ούτε στο μέλλον θα την καταλάβουν. Διότι απλώς δεν στέκει.
Εφόσον κανένας δεν λέει αυτό που «ο (εκτός Ελλάδος) κόσμος το ’χει τούμπανο», ίσως να βοηθούσε η εξής πρόταση: Nα δώσουν από μισό ευρώ όσοι θα πάνε στο συλλαλητήριο στο Σύνταγμα και ένα ευρώ όσοι δεν θα πάνε, για τα έξοδα μιας ειδικής τηλεοπτικής παραγωγής. Μοναδικοί παρουσιαστές της θα είναι ο Αντώνης Σαμαράς, ο στρατηγός Φ. Φράγκος, και ένας αγγλομαθής Μητροπολίτης που θα ορίσει η Ιερά Σύνοδος. Οι τρεις τους, και μόνον αυτοί, θα αποφασίσουν, χωρίς κανέναν περιορισμό, ποιούς και πόσους γνωστούς ξένους πολιτικούς, αλλά και διευθυντές γνωστών εφημερίδων θα καλέσουν στην Αθήνα, αλλά και το πόσες ώρες θα ήθελαν να διαρκέσει η εκπομπή. Εκεί οι τρεις τους και πάλι, και μόνον αυτοί – ούτε εκπρόσωποι ελληνικών κομμάτων ή φορέων, ούτε δημοσιογράφοι, ούτε τηλεφωνήματα από το κοινό – θα παρουσιάσουν τα ιστορικά επιχειρήματα τής «εθνικής» μας γραμμής (ούτε όνομα, ούτε παράγωγο), Europe Learn History/Ευρώπη Μάθε Ιστορία, και θα τα συζητήσουν με τους καλεσμένους τους. Μοναδικός όρος: Η εκπομπή να είναι ζωντανή – όχι μοντάζ και άλλα κόλπα – με ταυτόχρονη μετάφραση και να μεταδοθεί σε ημέρα και ώρα που να μπορεί να την δει όλη η Ελλάδα εάν είναι δυνατόν.

Ένα μέρος του πολιτικού μας συστήματος πάσχει από τη γνωστή μας ιστορικά «ευγενή τύφλωση»;
«Η ευγενής μας τύφλωσις», έτσι είχε χαρακτηρίσει τη διολίσθηση προς τον καταστροφικό για την Ελλάδα πόλεμο τού 1897 μία κυπριακή εφημερίδα, που προσπαθούσε με τον τρόπο αυτό να εξωραΐσει την πραγματικότητα και να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Την πραγματικότητα, που δεν ήταν άλλη από τη μετονομασία ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής και άμυνας σε υπεράνω κριτικής «εθνικά θέματα» (σε μια διόλου αθώα δηλαδή γλωσσική διατύπωση μη μεταφράσιμη σε οποιαδήποτε ευρέως γνωστή γλώσσα, εκτός ίσως από εκείνη τής γαλλικής άκρας Δεξιάς τού τέλους τού 19ου αιώνα) και στη συνέχεια τη συστηματική χρησιμοποίηση των θεμάτων αυτών – όχι λόγω τύφλωσης – από ασυνείδητους πολιτικούς, δικτατορικής νοοτροπίας στρατιωτικούς, και πολιτικά φιλόδοξους ιεράρχες, για τη διατήρηση ή τη διεκδίκηση του πρωταγωνιστικού ρόλου (ή κάποιου σημαντικού ρόλου) στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Εκατόν είκοσι χρόνια μετά και φαίνεται σαν να μην πέρασε μια μέρα.

Φαίνεται ή έτσι είναι;
Όχι δεν είναι ακριβώς έτσι. Υπήρξαν και αντιστάσεις. Όταν στο τέλος τού Β’ Βαλκανικού Πολέμου, για παράδειγμα, η κωνσταντινική αντιπολίτευση τού «γενναίου» μιλιταριστικού και αντικοινοβουλευτικού πνεύματος, που απέρριπτε «τους πολιτικούς», κατηγόρησε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος με τη Συνθήκη τού Βουκουρεστίου (1913) είχε διπλασιάσει σχεδόν την Ελλάδα, διότι η παραπάνω Συνθήκη δεν περιέλαβε στα ελληνικά σύνορα ακόμα περισσότερα εδάφη, ο Βενιζέλος πήρε το λόγο στη Βουλή και τους είπε: Όσοι ανεύθυνα και εκ τού ασφαλούς συνιστούν, αντί τής προσεκτικής και αποτελεσματικής διπλωματίας, δυναμικές ενέργειες, «είναι αληθείς εχθροί τής πατρίδος, εχθροί τού ελληνισμού» και κατέληξε με τη διαβεβαίωση ότι επί πρωθυπουργίας του η εξωτερική πολιτική «δεν θα χαράσσεται ούτε από τας κατά τόπους στρατιωτικάς αρχάς, ούτε από τους άγαν [πολύ] πατριώτας, αλλ’ από τους υπευθύνους Κυβερνήτας». Αλλά και κατά τη διάρκεια τής Αντίστασης, όταν οι λεγόμενες «εθνικές» αντι-εαμικές οργανώσεις κατηγορούσαν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ για το ότι δεν ζητούσαν την προς βορρά επέκταση των τότε (και σημερινών) ελληνικών συνόρων σε όλο τους το μήκος, η Αριστερά απάντησε μέσα από τον παράνομο Τύπο της με σειρά άρθρων που, εάν θα έπρεπε να τα συνοψίσει κανείς, έλεγαν το εξής: όσοι στην Ελλάδα χρησιμοποιούν την ελληνική σημαία ως σημαία ευκαιρίας με στόχο να διατηρήσουν την εξουσία τους επί τού ελληνικού λαού, δεν είναι μόνο αχρείοι ή κατά περίπτωση, και γελοίοι, αλλά και υπεύθυνοι – η κρίσιμη λέξη εδώ είναι το υπεύθυνοι – για τις μεγαλύτερες καταστροφές που γνώρισε η χώρα μας.

Πηγή: Η Εποχή