ΣΥΡΙΖΑ

Γιάννης Δραγασάκης: Για τη στρατηγική της Αριστεράς σε συνθήκες πολλαπλών κρίσεων

Τα θετικά σενάρια στο μέτωπο της πανδημίας και της οικονομίας δεν επιβεβαιώνονται. Αντίθετα, οι αρνητικές εξελίξεις στον τουρισμό και την εξέλιξη της υγειονομικής κρίσης προεξοφλούν πλέον την επιβεβαίωση δυσμενών σεναρίων. Τα μέτρα της κυβέρνησης Μητσοτάκη αποδεικνύονται αναντίστοιχα με το μέγεθος της κρίσης. Έτσι οι συνέπειες, για σημαντικά τμήματα της κοινωνίας, θα είναι σφοδρές και παρατεταμένες.

Νέες ευκαιρίες, αλλά και ευθύνες για την Αριστερά

Δεδομένου ότι οδηγούμαστε σε μεγάλη αύξηση των δημοσίων ελλειμμάτων, ένα άμεσο ερώτημα είναι πότε θα επιστρέψουν, και με ποια συγκεκριμένη μορφή, οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί περιορισμοί, που τώρα είναι σε αναστολή. Το σχέδιο ανάκαμψης θα μπορούσε να γίνει η αρχή ενός νέου δημοσιονομικού καθεστώτος που να ευνοεί την απασχόληση και τις επενδύσεις, αλλά οι χώρες του βορρά πιέζουν ήδη για τη γρήγορη επιστροφή στο σύμφωνο σταθερότητας και σε λογικές λιτότητας με ή χωρίς μνημόνια.
Οι προοπτικές για τον κόσμο της εργασίας και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα διαγράφονται ζοφερές. Μια νέα κοινωνική πόλωση είναι ήδη ορατή και τα αυταρχικά μέτρα που νομοθετεί η κυβέρνηση δεν είναι άσχετα από το φόβο κοινωνικών αντιδράσεων.

Η συγκυρία περικλείει δυνατότητες και ευκαιρίες, αλλά και μεγάλες ευθύνες για την Αριστερά, με την έννοια ότι δεν μπορούν να αξιοποιηθούν χωρίς την κατάλληλη αριστερή στρατηγική.
Ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία πρέπει να προετοιμαστεί από κάθε άποψη έγκαιρα, ώστε να αποτελέσει και πάλι τη δημοκρατική επιλογή του λαού, καθώς ο κίνδυνος της ακροδεξιάς υπάρχει πάντα, ακόμη και αν δεν είναι άμεσα ορατός.

Το πεδίο διαμόρφωσης της αριστερής στρατηγικής διευρύνεται

Ταυτόχρονα, το πεδίο διαμόρφωσης της στρατηγικής της Αριστεράς διευρύνεται, καθώς η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική. Ορθότερο είναι να μιλήσουμε για μια νέα κρισιακή συνθήκη, που χαρακτηρίζεται από πολλαπλότητα κρίσεων (κλιματική, υγειονομική, οικονομική, προσφυγική, δημογραφική, γεωπολιτική, κ.α. ). Οι κρίσεις αυτές, έχοντας κοινές ρίζες, διασυνδέονται και διαπλέκονται μεταξύ τους, παράγοντας διαρκώς νέα, προβλέψιμα, αλλά και απρόβλεπτα, κρισιακά φαινόμενα.
Το καινούριο, ωστόσο, δεν είναι μόνο το πλήθος, αλλά και το είδος των κρίσεων και η «εμπλοκή» του μηχανισμού επίλυσής τους, καθώς οι αναγκαίοι μετασχηματισμοί προσκρούουν σε κατεστημένα συμφέροντα ή έχουν αφόρητες κοινωνικές συνέπειες, προκαλώντας εύλογες κοινωνικές αντιδράσεις, όταν επιχειρούνται με κριτήριο τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Δημιουργείται έτσι μια χρόνια, Γκραμσιανού τύπου, παραλυτική «ισορροπία»: ο παλιός τρόπος ανάπτυξης έπαψε να είναι βιώσιμος, ενώ ο νέος δεν μπορεί ακόμη να επιβληθεί.
Αυτό δείχνει ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής υπό τη νεοφιλελεύθερη μορφή του έχει φτάσει σε μια κατάσταση που παράγει περισσότερες κρίσεις από όσες μπορεί να επιλύσει και περισσότερους κινδύνους από όσους μπορεί να αντιμετωπίσει, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται νέες μη βιώσιμες «κανονικότητες», όπως μόνιμη υπερχρέωση, διευρυνόμενες ανισότητες, διάχυτη αβεβαιότητα, ρευστότητα και επισφάλεια.

Ο μετασχηματιστικός χαρακτήρας της κρίσης

Η κατανόηση αυτής της κρισιακής συνθήκης, αποκλειστικά με όρους ζήτησης ή προσφοράς, υποτιμά το πιο σημαντικό στοιχείο της. Διότι η κρίση αυτή δεν είναι μια κλασική αλληλουχία ύφεσης – ανάκαμψης – ανόδου. Είναι μια κρίση μετασχηματιστική. Ένας νέος κύκλος διατηρήσιμης ανόδου -όπως συνέβη μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο-προϋποθέτει αλλαγές στην κατεύθυνση της οικονομικής ανθεκτικότητας, της οικολογικής βιωσιμότητας, της κοινωνικής συμπερίληψης και δικαιοσύνης, που συγκρούεται με τη λογική του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Κρατώντας, λοιπόν, ως βασική προτεραιότητα την άμεση ανακούφιση και στήριξη των λαϊκών στρωμάτων με προτάσεις όπως το «μένουμε όρθιοι», πρέπει, με δική μας πρωτοβουλία, να μεταφέρουμε τον πολιτικό και προγραμματικό ανταγωνισμό και στο πεδίο των αναγκαίων μετασχηματισμών, καθώς σ’ αυτόν θα κριθεί τελικά η μάχη για την ηγεμονία.
Οι λόγοι, επομένως, που έφεραν την Αριστερά στην κυβέρνηση, όχι μόνο δεν υποχώρησαν, αλλά ενισχύονται και διευρύνονται. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ένα ατύχημα, ούτε ένα κύκλος που έκλεισε, αλλά κοινωνική ανάγκη και δημοκρατική επιλογή του λαού. Η κυβέρνηση της Αριστεράς αποδεικνύεται διαρκής ανάγκη για τον κόσμο της εργασίας και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα ως ανάχωμα στους επιδεινούμενους σε βάρος τους συσχετισμούς, για δε την ευρύτερη κοινωνική πλειοψηφία ως καταλύτης για την απεμπλοκή της κοινωνίας από την παραλυτική και παγιδευτική κατάσταση, με στήριξη και διεύρυνση της δημοκρατίας, καθώς και την πραγματοποίηση των αναγκαίων αλλαγών και μετασχηματισμών σε προοδευτική κατεύθυνση.
Η επερχόμενη κρίση με τις κοινωνικές και γεωπολιτικές διαστάσεις της θα απαιτήσει συνθήκες κοινωνικού και πολιτικού διαλόγου, ευρύτερης «εθνικής συνεννόησης» και συναινέσεων. Όμως η κυβέρνηση Μητσοτάκη και τα συμφέροντα που τη στηρίζουν έχουν κάνει τις επιλογές τους, θέλουν πόλεμο και τον έχουν ήδη αρχίσει. Άρα η στρατηγική της Αριστεράς ως άμεσο στόχο πρέπει να έχει την ήττα αυτής της αυταρχικής και διχαστικής στρατηγικής και του αντισύριζα μετώπου.

Μια πλατιά κοινωνική και πολιτική συμμαχία

Το αντισύριζα μέτωπο συγκροτήθηκε ως μια άτυπη συμμαχία για τη διάσωση, υποτίθεται, της θέσης της Ελλάδας στην Ευρώπη -που δήθεν κινδύνευε από τον ΣΥΡΙΖΑ- αλλά ο πραγματικός στόχος των πρωτεργατών ήταν να φύγει ο «ένοικος» από την κυβερνητική εξουσία.
Στόχος σήμερα του αντισύριζα μετώπου είναι να αποτρέψει μια νέα διακυβέρνηση της χώρας από την Αριστερά και τις προοδευτικές δυνάμεις, με μια στρατηγική συκοφάντησης, διώξεων, περιορισμού του ΣΥΡΙΖΑ. Το να κρατηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ μακριά από την εξουσία δεν είναι μόνο ιδεολογική εμμονή, αλλά και προϋπόθεση για να υπερασπιστούν το υφιστάμενο σύστημα εξουσίας, όπως και τα συμφέροντα τους εν όψει της επερχόμενης κρίσης, ρίχνοντας τα βάρη στους εργαζομένους, στους συνταξιούχους, στη νεολαία, στα φτωχά και μεσαία στρώματα. Ο «επιλεκτικός κεϋνσιανισμός» και η προσωρινή κρατική παρέμβαση δεν συνιστούν ιδεολογική μετατόπιση, αλλά εργαλεία έκτακτης ανάγκης στην υπηρεσία της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής.
Για να επιτύχουν στους στόχους τους έχουν ανάγκη από ένα «μονοκομματικό δικομματισμό» στον οποίο ο ένας κυβερνά μόνιμα και ο άλλος συμμετέχει ως διαμαρτυρόμενος, καθώς και ένα αυταρχικό κράτος, το οποίο ήδη οικοδομούν για να καταστέλλει τις κοινωνικές αντιστάσεις. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχουν δυνάμεις έτοιμες να αξιοποιήσουν κάθε νόμιμο, αλλά και μη, μέσο για να υπηρετήσουν αυτόν το σκοπό, όπως συνέβη πρόσφατα στη Βραζιλία, ή στην Ιταλία στο παρελθόν. Η σκληρή Δεξιά, άλλωστε, πάντα έβλεπε το κράτος με όρους ιδιοκτησιακούς και καθεστωτικούς.
Ό,τι προσπαθούν υστερόβουλα να χρεώσουν στον ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, είναι η δική τους πρακτική και ιστορία. Για την υπεράσπιση δήθεν των θεσμών από τις υποτιθέμενες παρεμβάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη καταλύει κάθε έννοια ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, κομματικοποιεί το κράτος, πλήττει τη διαφάνεια, αποκαθιστά τα πελατειακά δίκτυα. Για την αντιμετώπιση του υποτιθέμενου παρακράτους του ΣΥΡΙΖΑ, η κυβέρνηση νομιμοποιεί καθαρά παρακρατικές μεθόδους. Για να κατασταλεί η κοινωνική διαμαρτυρία η κυβέρνηση ακυρώνει ουσιαστικά το σύνταγμα. Και είμαστε ακόμη στην αρχή…
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με την επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών το αντισύριζα μέτωπο θα έχει ρήγματα και φθορά. Όμως δεν θα καταρρεύσει από μόνο του. Ούτε είναι δεδομένο ότι η φθορά θα στραφεί αυτόματα στον ΣΥΡΙΖΑ. Για να ηττηθεί το αντισύριζα μέτωπο, πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να αντιτάξει σ’ αυτό μια πλατιά κοινωνική και πολιτική συμμαχία, ένα πρόγραμμα βασισμένο στις αξίες της Αριστεράς και ένα ισχυρό αριστερό κόμμα του λαού και της κοινωνίας, ικανό να κερδίσει την εμπιστοσύνη του αριστερού και του προοδευτικού κόσμου και να αξιοποιήσει την ηγετική παρουσία και απήχηση του Αλέξη Τσίπρα.

Πρόγραμμα βασισμένο στις αξίες της Αριστεράς

Στο πλαίσιο της κρισιακής συνθήκης που συνοπτικά αναφέραμε, με το αστάθμητο εγκατεστημένο μόνιμα στον πυρήνα της, η στρατηγική της Αριστεράς πρέπει να χαρακτηρίζεται από αξίες και ευελιξίες. Οι αξίες θα πρέπει να είναι τα σταθερά σημεία, οι αμετακίνητοι άξονες της αριστερής πολιτικής, οι ευελιξίες, θα πρέπει να είναι «μεταφράσεις» των αξιών σε συγκεκριμένες εφαρμόσιμες πολιτικές στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, επικαιροποιήσεις της αριστερής πολιτικής απέναντι στις προκλήσεις της συγκυρίας.
Η άποψη, επομένως, που διαχωρίζει με απόλυτο τρόπο την προγραμματική από την ιδεολογική ενότητα μπορεί να κατανοηθεί μόνο ως δικαιολογημένη αποστροφή προς την ιδεολογική μονολιθικότητα, που όντως ταλαιπώρησε την Αριστερά στο παρελθόν, αλλά δεν σημαίνει ότι μπορεί να υπάρξει πρόγραμμα χωρίς αξιακό υπόβαθρο, άρα και ιδεολογικές αναφορές. Αυτό, άλλωστε, συμβαίνει και με τα αντίπαλα προγράμματα, όπως εκείνο της ΝΔ που διαπερνάται βεβαίως από τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία.
Το πρόγραμμα πρέπει επίσης να ενσωματώνει τη γνώση που αποκτήσαμε κυβερνώντας, αλλά και το ριζοσπαστισμό που απαιτεί η αντιμετώπιση των οξύτατων κοινωνικών προβλημάτων. Μεταξύ αυτών, ανισότητες και επισφάλεια είναι το δίδυμο αποτέλεσμα της κρισιακής συνθήκης. Όπως αναγνωρίζουν και συστημικοί διεθνείς οργανισμοί, όπως το ΔΝΤ και οι δυο θα πάρουν πρωτόγνωρες διαστάσεις. Το πρόγραμμα πρέπει να απαντά και στις δυο, λαμβάνοντας υπόψιν τις ιδιαιτερότητές τους. Η επισφάλεια μπορεί να αποτελέσει ενοποιητική βάση για τη συγκρότηση κοινωνικών συμμαχιών καθώς, με διαφορετικούς τρόπους, πλήττει τόσο την εργατική τάξη, ιδιαίτερα τα επισφαλώς εργαζόμενα τμήματά της, όσο και τις μεσαίες τάξεις και στρώματα. Ταυτόχρονα, όμως, αποτελεί η ίδια πεδίο εκδήλωσης ανισοτήτων και διακρίσεων, καθώς οι μορφές της προσδιορίζονται από παράγοντες ταξικούς, γεωγραφικούς, φύλου κ.α.
Στην πράξη υπάρχει συμπληρωματικότητα ανάμεσα σε μέτρα και πολιτικές που αντιμετωπίζουν την επισφάλεια, τις ανισότητες και τη φτώχεια ταυτόχρονα. Προτεραιότητα, συνεπώς, στο πρόγραμμα της Αριστεράς, πρέπει να έχουν η διεύρυνση και ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, η ανάταξη της δημόσιας υγείας και παιδείας, η πάλη για την παραγωγική ανασυγκρότηση με όρους απασχόλησης, οικολογικής βιωσιμότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης, η προώθηση προοδευτικής φορολογίας, η διαμόρφωση μιας πλουραλιστικής και κοινωνικά υπεύθυνης επιχειρηματικότητας, η διεύρυνση της κοινωνικής οικονομίας και των συνεταιρισμών, η υιοθέτηση των αρχών της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, η πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική για ειρήνη και ισότιμη συνεργασία.
Ο αγώνας ενάντια στις ανισότητες και τις επισφάλειες είναι στόχος και μέσο ταυτόχρονα για την προώθηση της αριστερής στρατηγικής. Είναι άμεσος στόχος, επείγουσα ανάγκη, αλλά και στόχος διαρκής, καθώς υπερβαίνει τα όρια του καπιταλισμού. Αποτελεί σημείο συνάντησης ευρύτερων προοδευτικών δυνάμεων, αλλά και πεδίο αναζωογόνησης των κοινωνικών κινημάτων και αναγέννησης του οράματος της Αριστεράς για το σοσιαλισμό σε μια κοινωνία ισότητας, ελευθερίας και οικολογικής αειφορίας.

Ένα κόμμα της κοινωνίας απέναντι στα κόμματα των συμφερόντων

Πολλοί και στο χώρο της Αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ υποτιμούν το ρόλο και τη σημασία του κόμματος ως πολιτικού υποκείμενου για την υλοποίηση της αριστερής στρατηγικής. Συγχέουν το κόμμα άλλοτε με την παράταξη, άλλοτε με το ρόλο του ηγέτη, άλλοτε με τον εκλογικό μηχανισμό, ενώ υπάρχει και μια αριστερή παράδοση που φαντάστηκε τα κινήματα να καθιστούν το κόμμα περιττό. Όλα αυτά μπορεί να ήταν κατανοητά μετά την κατάρρευση του 1989 και τη σύγχυση που προκλήθηκε, όμως η συσσωρευμένη πείρα από τότε έχει απαντήσει τα σχετικά ερωτήματα και έχει επιβεβαιώσει τον αναντικατάστατο ρόλο του αριστερού πολιτικού κόμματος ως οργανωτή, επιτελικού συντονιστή και ενορχηστρωτή ενός αριστερού πολιτικού σχεδίου.
Μέχρι σήμερα το κόμμα έχει περιγραφεί «εξωτερικά» με τρόπο που δύσκολα θα διαφωνήσει κάποιος ως προς την ανάγκη πχ για ένα κόμμα μεγάλο και αριστερό, δημοκρατικό, ανοιχτό, λαϊκό, νεανικό…
Το κρίσιμο ερώτημα, όμως, ιδίως για ένα κόμμα που άσκησε και διεκδικεί κυβερνητική εξουσία, είναι πώς διευθετεί την εσωτερική του ζωή και τη δική του μικροεξουσία, πώς οργανώνει τις σχέσεις με το κράτος και τις άμυνές του απέναντι σε κινδύνους κρατικοποίησής του και συναφώς, πώς οργανώνει τις σχέσεις με την κοινωνία, πώς αγκιστρώνεται μέσα στα λαϊκά στρώματα, πώς στηρίζει κοινωνικές αντιστάσεις και κινήματα, πώς εκπαιδεύει τα μέλη του στη δημοκρατία, τη συλλογικότητα, το διάλογο, ώστε να δρουν ως κόμμα στο χώρο τους, πώς λειτουργεί ως ένα κόμμα που ακούει την κοινωνία και πριν απ’ όλα τα ίδια τα μέλη του, πώς μαθαίνει από την πείρα ακόμη και τα λάθη του.
Σε όλα αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε πολλά και σε ορισμένα πρωτοποριακά, όμως έχει και μεγάλα ελλείμματα.
Γύρω από αυτά διατυπώνονται στο δημόσιο διάλογο γόνιμες ιδέες, που μαζί με την πείρα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και όσων προέρχονται από άλλα κόμματα και έχουν άλλες εμπειρίες, θα μπορούσαν να προσδιορίσουν το νέο μοντέλο κόμματος που φιλοδοξούμε να δημιουργήσουμε και αυτό να ψηφιστεί από το συνέδριο ως δεσμευτικό σχέδιο δράσης.
Επειδή, όμως, πολλά από όσα ο τρέχων διάλογος προτείνει, προβλέπονται ήδη στο υφιστάμενο καταστατικό του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν εφαρμόζονται, και επειδή η ευθύνη γι’ αυτό διαπερνά, κατά τη γνώμη μου, οριζόντια όλο το ηγετικό στρώμα του ΣΥΡΙΖΑ, η λέξη κλειδί στα παραπάνω είναι η «δεσμευτικότητα», η οποία είναι προϋπόθεση για τη δημοκρατική λειτουργία του κόμματος και για την εμπιστοσύνη των μελών, αλλά και της κοινωνίας προς αυτό. Και ο μόνος τρόπος για να διασφαλισθεί αυτή είναι να γίνει ανυποχώρητη και διαρκής απαίτηση των μελών του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία. Είναι ελπιδοφόρο το γεγονός ότι τα νέα μέλη που έρχονται στον ΣΥΡΙΖΑ κατά κανόνα δείχνουν να έχουν υψηλά αυτήν την απαίτηση. Η διεύρυνση, λοιπόν, του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αποτελέσει το κατάλληλο πλαίσιο για την αντιμετώπιση προβλημάτων που για χρόνια δεν μπορέσαμε να λύσουμε. Και αυτή θα είναι η καλύτερη δικαίωσή της.

Ο Γιάννης Δραγασάκης είναι βουλευτής, πρώην αντιπρόεδρος και υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ

Πηγή: Η Εποχή