Macro

Για ποιους η μη λύση είναι η καλύτερη λύση

«Καλύτερα μια καλή συμφωνία αργότερα, παρά μια κακή συμφωνία τώρα». Το σλόγκαν αυτό, που ακούγεται για την περίπτωση του μακεδονικού, εκφράζει μια νοοτροπία που κάνει την εμφάνισή της κάθε φορά που βρισκόμαστε μπροστά σε κρίσιμα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, τα οποία απαιτούν τολμηρές λύσεις.
Αν και από άποψη ουσίας μοιάζει απελπιστικά με το γνωστό αυτονόητο «καλύτερα πλούσιος και υγιής, παρά φτωχός και άρρωστος», αποτελεί την πεμπτουσία της αναβλητικότητας εν αναμονή καλύτερων ημερών, που όμως δεν έρχονται σχεδόν ποτέ. Γιατί μ΄ αυτήν ακριβώς τη λογική που διέπει αυτό το σλόγκαν, ουδείς αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να πράξει οτιδήποτε, προκειμένου να υπάρξουν οι «καλύτερες μέρες». Στον πυρήνα αυτής της λογικής υπάρχει η αντίληψη ότι το καλύτερο πράγμα είναι να μην κάνεις τίποτε. Κι αυτό αποδεικνύεται και στην πράξη: κάθε φορά που η διαχείριση τέτοιων κρίσιμων ζητημάτων βρέθηκε στα χέρια ανθρώπων που εμπνέονται από αυτή την αντίληψη, το αποτέλεσμα ήταν να μην οδηγηθεί σε λύση κανένα από αυτά. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, αυτή η περίφημη διαπίστωση μεταφράζεται στην πράξη ως εξής: «Καλύτερη λύση είναι η μη λύση».

Το «αργότερα» δεν έρχεται ποτέ

Αν φαίνεται υπερβολικό αυτό το συμπέρασμα, δεν έχουμε παρά να το συγκρίνουμε με τα δεδομένα αποτελέσματα που είχαν τις τελευταίες δεκαετίες οι διαπραγματεύσεις σε δύο πολύ σημαντικά ζητήματα, όπως το κυπριακό και το μακεδονικό. Ακούω ήδη να διατυπώνεται η ένσταση: Μα καλά, μόνο η ελληνική πλευρά και οι οπαδοί της μη λύσης ευθύνονται για τα διάφορα ναυάγια; Όχι βέβαια. Οπαδοί τής μη λύσης και αδιάλλακτοι (που συνηθίζουν να εμφανίζονται σαν «ασυμβίβαστοι») υπάρχουν από όλες τις πλευρές των συνόρων. Αλλά αν πρόκειται να μιλήσουμε για τους δικούς μας, θα πρέπει να πούμε ότι ακόμα κι όταν έχουν απέναντί τους έναν Γκλιγκόροφ ή έναν Ζάεφ αντί για έναν Γκρουέφσκι, ή όταν έχουν ένα σχέδιο Ανάν αποδεκτό από τη μεγάλη πλειονότητα των Τουρκοκυπρίων (σε δημοψήφισμα) και στηριζόμενο σε ένα ισχυρό ενωτικό κίνημα στο σύνολο της Κύπρου, ακόμα και τότε η άποψή τους, τελικά, είναι η ίδια: η καλύτερη λύση είναι η μη λύση.
Κάθε φορά, μάλιστα, αναπτύσσεται και η σχετική επιχειρηματολογία με διάφορα πολιτικά, οικονομικά, γεωστρατηγικά και άλλα αληθοφανή επιχειρήματα, που δεν αρκούν, όμως, δεκαετίες τώρα, να πείσουν ότι θα υπάρξουν ποτέ αυτές οι ευνοϊκότερες συνθήκες, όπως τάχα τις φαντάζονται οι οπαδοί αυτής της θεωρίας. Αξίζει τον κόπο, λοιπόν, να αναζητήσουμε με τα δικά μας μέσα τούς λόγους ύπαρξης αυτής της «παράταξης της μη λύσης», που έχει πολλά πρόσωπα.

Κίνητρα μικροκομματικά και άλλα

Από την πρώτη ματιά, τα κίνητρα που την ωθούν μοιάζουν μικροκομματικά: η ΝΔ δεν θέλει, για παράδειγμα, να υπάρξει συμφωνία με την ΠΓΔΜακεδονίας με την υπογραφή του ΣΥΡΙΖΑ, γι΄ αυτό και ανακαλύπτει κάθε φορά κάτι που την κάνει να μη συμφωνεί σε κάθε λύση. Όταν βρίσκεται μια σύνθετη ονομασία, δεν αντέχει να «παραδώσει» το όνομα της Μακεδονίας· όταν φαίνεται να γίνεται δεκτό το erga omnes και η σχετική συνταγματική αναθεώρηση, ανατριχιάζει με την αναγνώριση της σλαβικής μακεδονικής γλώσσας, που την έχει η ίδια αναγνωρίσει προ τεσσάρων δεκαετιών…
Πέρα από τη σαφή αντιπολιτευτική διάθεση, ωστόσο, υπάρχει και ένας ψηφοθηρικός υπολογισμός, που οδηγεί σε τέτοιες στάσεις. Είναι η ερωτοτροπία με τα τμήματα εκείνα του εκλογικού σώματος, τα οποία, γαλουχημένα με τις ιδέες της ίδιας της μετεμφυλιακής δεξιάς, δεν μπορούν σήμερα να παρακολουθήσουν τις διαθέσεις τμημάτων της ηγεσίας της ΝΔ, που εδώ και χρόνια έχουν ταχθεί υπέρ της λύσης. Αντί να επιχειρήσουν να μεταστρέψουν τη γνώμη αυτών των τμημάτων, προτιμούν τον εύκολο δρόμο της θωπείας των αφτιών τους. Η εθνικοφροσύνη ανασύρεται από το οπλοστάσιο και κάνει την εμφάνισή της με το προσωπείο του ασυμβίβαστου, πότε για την ελληνικότητα της Μακεδονίας (κι ας έχει αναγνωριστεί διεθνώς, και από την Ελλάδα, ο διαμοιρασμός της σε τρεις κρατικές οντότητες), πότε για την ελληνικότητα της Κύπρου (κι ας έχει αναγνωριστεί διεθνώς, και από την Ελλάδα, η ύπαρξη δύο κοινοτήτων και η ανάγκη της ομοσπονδιακής κυπριακότητας).
Εκτός από την κομματική ιδιοτέλεια, όμως, υπάρχουν και οι προσωπικοί σχεδιασμοί. Έχουν ήδη κτιστεί καριέρες στη γραμμή τής μη λύσης των προβλημάτων. Ο κ. Σαμαράς έγινε πρόεδρος της ΝΔ και πρωθυπουργός από αποσυνάγωγός της και αρχηγός ελαχίστου κόμματος (της ΠΟΛΑΝ, αν θυμάστε). Τη δόξα του –και την τύχη του– φαίνεται ότι έχει ζηλέψει και ο κ. Πατούλης, που βρήκε, κατά τη γνώμη του, στο ρόλο του εθνικά ασυμβίβαστου το όχημα που θα τον ανασύρει από το Μαρούσι στο δήμο της Αθήνας και –γιατί όχι;– στο ύψος ενός πολιτικού εθνικής εμβέλειας, που μπορεί να επιβάλει τις απαιτήσεις του στην ηγεσία του κόμματός του.

Στο έδαφος του εθνικού συντηρητισμού

Αν μέναμε μέχρις εδώ, θα είχαμε παραλείψει έναν ίσως πιο σημαντικό παράγοντα, που τροφοδοτεί και ενισχύει την «παράταξη της μη λύσης» γενικώς. Είναι η ιδεολογική ανάγκη τροχοπέδησης, παρεμπόδισης της αυθόρμητης τάσης, ακόμα και σε τμήματα της κοινωνίας που επηρεάζονται από τη δεξιά, να βλέπουν με καλό μάτι κάθε προσπάθεια προσέγγισης ανάμεσα στους γειτονικούς λαούς και επίλυσης με ειρηνικό τρόπο και συμβιβαστική διάθεση των προβλημάτων που τους κρατούν σε απόσταση.
Αυτή η αυθόρμητη τάση δεν διεγείρει μόνο τα αντανακλαστικά τών ηγεσιών των συντηρητικών κομμάτων όσον αφορά τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, καθώς βλέπουν να διαμορφώνεται μ΄ αυτό τον τρόπο εύφορο έδαφος για τον εμβολισμό φιλειρηνικών ιδεών της αριστεράς σ΄ έναν κόσμο που θεωρούν δικό τους ποίμνιο. Τις κινητοποιεί και για έναν ακόμη λόγο: αν εκλείψει αυτή η αίσθηση του ανάδελφου έθνους, το οποίο υποβλέπουν οι πάντες, και γι΄ αυτό είναι υποχρεωμένο να απορρίπτει κάθε διαπραγμάτευση, κάθε συνδιαλλαγή ως επικίνδυνη, αν όχι ενδοτική, ίσως και προδοτική, αν εκλείψει αυτή η αίσθηση, τότε ο κίνδυνος της απαλλαγής από την ξενοφοβία, την αρχαιοπληξία και προγονοπληξία και γενικότερα από έναν επί αιώνες καλλιεργημένο εθνικό συντηρητισμό, γίνεται απτός. Και αυτό συνιστά απειλή για όσους έχουν  εκθρέψει αυτή την αίσθηση και τρέφονται από αυτήν. Η λύση των εθνικών λεγόμενων ζητημάτων αφαιρεί ακρογωνιαίους λίθους από αυτό το οικοδόμημα του εθνικού συντηρητισμού εντείνοντας την αστάθειά του.

Χαράλαμπος Γεωργούλας

Πηγή: Η Εποχή