Συνεντεύξεις

Λίγο πριν το συμβιβασμό ΔΝΤ-Γερμανίας

Τη συνέντευξη με τον Κώστα Μελά, οικονομικό αναλυτή πήρε ο Παύλος Κλαυδιανός.

Δυο συνεδριάσεις πολύ σημαντικές αυτή την εβδομάδα για την διαπραγμάτευση, του Washington Group και του Euroworking Group. Ποια η εκτίμησή σου για τα αποτελέσματα τους;
Όσον αφορά στο Euroworking Group, για την πορεία της αξιολόγησης δεν νομίζω ότι άλλαξε τίποτε, την Παρασκευή κατατέθηκε το νομοσχέδιο με τα προαπαιτούμενα. Σχετικά με την υποδόση του 1 δισ. ευρώ, αναφλήθηκε η απόφαση εκ μέρους του ESM μέχρι η ελληνική κυβέρνηση να προσκομίσει επαρκή στοιχεία για τη μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τους ιδιώτες. Συζήτηση για το χρέος, φυσικά, έγινε στο Washington Group. Προέκυψε, όπως προβλεπόταν από τις ως τώρα ενδείξεις, ότι το ΔΝΤ δεν ενεργοποίησε την πλήρη συμμετοχή του στο πρόγραμμα, αλλά θα παραμείνει ως ένα είδος τεχνικού συμβούλου. Από αυτή τη θέση, κατά την άποψή μου, δεν θα μπορεί να προβλέπει ή να συνάγει εκτιμήσεις για τη βιωσιμότητα του χρέους, οι οποίες θα ευρίσκονται στον αντίποδα των Eυρωπαίων και των Γερμανών. Θα καταθέσει την έκθεσή του για τη βιωσιμότητα του χρέους στις 21 Ιουνίου στο Eurogroup.

Το χρέος

Που θα λέει όμως τι;
Νομίζω ότι δεν θα είναι στον αντίποδα των απόψεων των Ευρωπαίων. Θα έχει αστερίσκους, αλλά δεν νομίζω ότι οι Γερμανοί θα δεχθούν να συμμετάσχει το ΔΝΤ και να προβαίνει σε δηλώσεις που είναι στον αντίποδα των δικών τους εκθέσεων. Αυτό, εξάλλου, δεν θα είναι καλό για τις αγορές, στις οποίες θα μπει η ελληνική οικονομία. Δεν μπορεί η Γερμανία να λέει ότι το χρέος είναι βιώσιμο και το ΔΝΤ ότι δεν είναι. Θα υπάρξει, λοιπόν, ένας συμβιβασμός. Ως το 2030 το ΔΝΤ, εκτιμώ, δεν θα έχει πρόβλημα να πει ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο.

Οι Γερμανοί, όμως, προτείνουν επιμήκυνση, που το ΔΝΤ δεν θεωρεί ικανή για να κάνει το χρέος βιώσιμο.
Ναι, αλλά έχουμε τη γνωστή απόφαση του Eurogroup που λέει ότι ως το 2030 η Ελλάδα θα πρέπει να έχει συνολικές χρηματοπιστωτικές υποχρεώσεις που να μην υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ, ενώ οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους να μην υπερβαίνουν το 2%. Όσο για την επιμήκυνση του χρέους του δευτέρου προγράμματος, προς τον EFSF ύψους 131 δισ. ευρώ, η απόφαση του Eurogroup ανέφερε ότι θα μπορούσε να γίνει επιμήκυνση από 0 έως 15 έτη, αν πρόκυπτε ανάγκη. Η Γερμανία, σύμφωνα με πληροφορίες, προτείνει από 3-5 χρόνια, το ΔΝΤ, και μάλλον η ΕΚΤ, 15 χρόνια. Επομένως, έχω την εντύπωση ότι θα υπάρξει ένας συμβιβασμός στα 7 με 8 χρόνια που προτείνει η Κομισιόν. Το δεύτερο σημείο, είναι πολύ σημαντικό, είναι το ζήτημα της εξαγοράς των δανείων, των εναπομεινάντων, του ΔΝΤ από το ESM, ύψους 10,4 δισ. ευρώ, τα οποία έχουν επιτόκιο δανεισμού γύρω στο 4%, με αποτέλεσμα να μειωθεί πολύ το κόστος εξυπηρέτησης τους. Αυτό φέρεται ως σίγουρο και θα αγοραστεί από τα 24-25 δισ. που έχουν περισσέψει από το πρόγραμμα. Το άλλο ζήτημα είναι με ποιο τρόπο θα επιστραφούν τα κέρδη από τα ελληνικά ομόλογα που κατέχουν οι Κεντρικές Τράπεζες ευρωπαϊκών χωρών και η ΕΚΤ. Ως εδώ, νομίζω έχουν ξεκαθαριστεί τα πράγματα.

Και μένει ο μηχανισμός που έχουν προτείνει οι Γάλλοι…
Είναι το πιο σημαντικό κατά την άποψή μου. Οι Γερμανοί, ως φαίνεται, και λόγω των αντιλήψεών τους, δεν θα επιτρέψουν έναν αυτόματο μηχανισμό που θα συνδέει την εξέλιξη του ΑΕΠ με την ελάφρυνση του χρέους. Επομένως, θα χρειάζεται πάντοτε μια πολιτική διαμεσολάβηση. Ή θα έρχεται στο Eurogroup το πρόβλημα, το πιο πιθανό, το οποίο και ελέγχουν. Εκεί θα κρίνεται αν έχουν προχωρήσει τα πράγματα σύμφωνα με τους στόχους που έχουν τεθεί. Και το ΔΝΤ, λίγες μέρες πριν, δια του κ. Τόμσεν υπαναχώρησε ως προς αυτό, είπε ένα είδος διαμεσολάβησης το βλέπει. Κάπως έτσι βλέπω, συνολικά, να καταλήγει η διαπραγμάτευση ως προς το χρέος.

Τα οικονομικά στοιχεία

Αυτή την εβδομάδα ανακοινώθηκαν τα στοιχεία του πρώτου τριμήνου για το πώς πάει η οικονομική δραστηριότητα, η πορεία του ΑΕΠ. Η αύξηση κατά 2,3% στηρίζει τους επίσημους στόχους για τουλάχιστον 2% το 2018;
Ναι, νομίζω ότι θα προσεγγισθεί αυτό το νούμερο, θα πρέπει, βέβαια, να περιμένουμε και τα άλλα τρίμηνα, είναι ακόμη αρχή. Να το δούμε, όμως, πιο αναλυτικά. Η αύξηση προήλθε κυρίως από τις εξαγωγές κατά 7,6%. Η καταναλωτική δαπάνη κατέγραψε μείωση -0,3% σε ετήσια βάση, η οποία μάλιστα αναλύεται σε μείωση της ιδιωτικής -0,4%, ενώ η δημόσια αυξήθηκε κατά 0,3%. Εκείνο που πρέπει να σημειώσουμε, είναι η μείωση των επενδύσεων σε πάγια κατά -10,4%. Είχαμε επίσης και μια σημαντική μείωση των εισαγωγών κατά -2,8%. Το πρώτο που πρέπει να παρατηρήσουμε είναι ότι συνεχίζεται η πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης, σαφέστατα λόγω της συνεχιζόμενης μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος, κάτι που συνδέεται και με την πορεία της αποταμίευσης, η οποία συνεχίζει να μειώνεται. Η μείωση των εισαγωγών συνδέεται κατά κάποιο τρόπο με τη μείωση του ΑΕΠ, αλλά συνδέεται και με τη μείωση των επενδύσεων.
Η πτώση των επενδύσεων οφείλεται κυρίως στην επίδραση βάσης και ειδικότερα στη μείωση των επενδύσεων σε μεταφορικό εξοπλισμό κατά -54,8%, έναντι αύξησης +213,1% το 1ο τρίμηνο του 2017. Η εξέλιξη αυτή προέρχεται από την πορεία των εισαγωγών πλοίων, οι οποίες από 391 εκατ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές το 1ο τρίμηνο του 2016, ανήλθαν σε 1,5 δισ. ευρώ περίπου το 1ο τρίμηνο του 2017 (+270%), για να επιστρέψουν το 1ο τρίμηνο του 2018 στο επίπεδο του αντίστοιχου τριμήνου του 2016, δηλαδή σε 394 εκατ. ευρώ (-72,8% σε σύγκριση με το 1ο τρίμηνο του 2017).
Αντίθετα, οι επενδύσεις σε κατοικίες αυξήθηκαν κατά +10,7% (έναντι πτώσης -11,3% το 1ο τρίμηνο του 2017), σε λοιπές κατασκευές κατά +3,9% (έναντι υποχώρησης -1,7% το 1ο τρίμηνο του 2017) και σε μηχανήματα και εξοπλισμό ΤΠΕ κατά +18,6% και +23,1% αντίστοιχα (έναντι πτώσης -2,5% και -15,6% αντίστοιχα το 1ο τρίμηνο του 2017.

Τι πρόβλημα να συμπεράνουμε ότι είναι το ζήτημα της καταναλωτικής δαπάνης; Τι θα μπορούσε να κάνει εδώ η κυβέρνηση;
Αυτό το ερώτημα μας φέρνει στα πρωτογενή πλεονάσματα. Μην ξεχνάμε ότι πέρυσι το πρωτογενές πλεόνασμα έφθασε το 4,2% του ΑΕΠ από 1,75% που ήταν η δέσμευση. Είναι μια τεράστια διαφορά. Προφανώς, η κυβέρνηση έχει στα χέρια της καλά δημοσιονομικά αποτελέσματα και διαπραγματεύεται καλύτερα, αλλά αυτό μπορεί να γυρίσει και μπούμεραγκ. Η Γερμανία, π.χ., μπορεί να επικαλεσθεί τα μεγάλα πλεονάσματα ως δικαιολογία για να μην χαλαρώσει ως προς το χρέος. Όπως είδαμε και με το μεσοπρόθεσμο τα πλεονάσματα το 2022 προβλέπεται να υπερβαίνουν το 5% του ΑΕΠ! Εφόσον η δέσμευση είναι για 3,5%, μπορούμε να το διαβάσουμε πολιτικά, διότι μια κυβέρνηση τότε μπορεί να πει ότι έχει, επομένως, περιθώρια να μειώσει τους φόρους.

Το ζήτημα των φόρων

Η κυβέρνηση έσπευσε να το πει αυτό. Ότι ο δημοσιονομικός χώρος θα αξιοποιηθεί για μείωση των φόρων και ενίσχυση του κοινωνικού κράτους.
Ναι το πρόσεξα, αλλά, η πολιτική συγκυρία λειτουργεί υπέρ της αντιπολίτευσης. Για να υπάρχει στοιχειώδης αληθοφάνεια, θα πρέπει να προβεί, στον κατάλληλο πολιτικό χρόνο, σε συγκεκριμένες εξαγγελίες π.χ., ποιους φόρους σκοπεύει να μειώσει ως τμήμα μιας συνολικής μεταρρύθμισης του φορολογικού συστήματος. Η οικονομία, σίγουρα, είναι φορτωμένη με πολλούς φόρους. Όπως και για την επανεκτίμηση σκοπούμενων περικοπών δαπανών.

Η ανακοίνωση των στοιχείων του μεσοπρόθεσμου, νομίζω, ότι προετοιμάζει μια αναδιαπραγμάτευση μετά την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης…
Για λόγους ευνόητους, και επειδή στο τραπέζι των συζητήσεων έχουν τεθεί πολύ σοβαρά ζητήματα, και αυτά έχουν προτεραιότητα, μια συζήτηση τέτοιου είδους νομίζω ότι χρειάζεται να ανοίξει.

Πηγή: Η Εποχή