Συνέντευξη στον Χρήστο Κάτσικα
Ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (πρώην Παιδαγωγικό Ινστιτούτο) του υπουργείου Παιδείας Γεράσιμος Κουζέλης πιστεύει ότι μια ριζική μείωση του αριθμού και του εύρους των συμβατικά εξεταζόμενων μαθημάτων σε όλες τις βαθμίδες και μια ριζική μείωση του χρόνου που δαπανάται για τις τελικές εξετάσεις, θα εξασφάλιζαν άλλες δυνατότητες στο σχολείο.
Στο πλαίσιο αυτό το ΙΕΠ επανεξετάζει, αφενός, τα προγράμματα σπουδών, ώστε «να προχωρήσει στην εξασφάλιση γόνιμης ευελιξίας», μελετά, αφετέρου, «την καθολικά αναγνωρισμένη ανάγκη περιορισμού της έκτασης της ύλης, ώστε να επιτρέψει –και στην εφαρμογή της– μια διδασκαλία πιο προσαρμοσμένη στις ανάγκες των μαθητών».
Για το 2016-17 το ΙΕΠ θα εισηγηθεί προς το υπουργείο ρυθμίσεις που μπορούν να διατυπωθούν σε εγκυκλίους και αφορούν προτεραιότητες σε μια λογική εμβάθυνσης και περιορισμού της έκτασης αλλά και παροχή υποστηρικτικού υλικού. Παράλληλα ο σχεδιασμός προβλέπει νέα βιβλία από το 2017-18.
Όσον αφορά τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και κυρίως το Λύκειο, το ΙΕΠ εισηγείται προς το υπουργείο, για τη μεθεπόμενη πλέον σχολική χρονιά, τη δημιουργία ευρύτερων ενοτήτων μαθημάτων, ενοτήτων που θα επιτρέπουν τη διδασκαλία από περισσότερες, μεμονωμένες ειδικότητες εκπαιδευτικών.
Στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής υποστηρίξατε ότι στόχος του ΙΕΠ είναι ο «εξορθολογισμός των εκπαιδευτικών διαδικασιών» και τον συνδέσατε με την εξοικονόμηση δυναμικού εντός της εκπαίδευσης. Μπορείτε να μας αναλύσετε την πρότασή σας;
Υπάρχουν πολλές ανορθολογικές και –με την κακή έννοια– γραφειοκρατικές ρυθμίσεις και διαδικασίες που χαρακτηρίζουν το παρόν της εκπαιδευτικής μας πραγματικότητας.
Πιστεύω πράγματι πως αυτό οδηγεί σε σπατάλη πολύτιμων πόρων, χρόνου κυρίως, αλλά και δημιουργικότητας εκπαιδευτικών και μαθητών.
Αμεσο θύμα είναι η σχολική δημοκρατία, αλλά και η παιδαγωγική σχέση, η ιδιαίτερη δηλαδή σχέση δασκάλου-μαθητή, στην οποία θεμελιώνεται η δυνατότητα του πρώτου να δείξει στον δεύτερο πώς να θέσει ερωτήματα και πώς να αναζητήσει απαντήσεις.
Εξορθολογισμός θα σήμαινε, επομένως, αποκατάσταση των συνθηκών ουσιαστικής λειτουργίας του συλλόγου διδασκόντων, εξασφάλιση χρόνου για τη συνεργασία των εκπαιδευτικών με τους γονείς, αλλά και με συμβούλους και συναδέλφους, καθώς και χρόνο για επιμόρφωση.
Θα σήμαινε διασφάλιση σχολικού χρόνου για δημιουργικές συλλογικές πρωτοβουλίες μαθητών και δασκάλων, για δικτύωση του σχολείου με την κοινότητα και συμμετοχή του στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της, για συνεργασία με άλλα σχολεία και άλλους φορείς.
Αυτό που απαιτείται, λοιπόν, είναι να καταστούν αποδοτικότερες οι διοικητικές λειτουργίες του σχολείου, να απλοποιηθούν οι διαδικασίες που αφορούν τις σχολικές δραστηριότητες και τον δημόσιο έλεγχό τους, να αποσαφηνιστούν ρόλοι σαν κι εκείνον του συμβούλου και του διευθυντή.
Χρειάζεται ακόμα να εξοικονομηθεί ο διδακτικός χρόνος αλλά και ο μαθητικός κάματος που σπαταλώνται σήμερα στις εξεταστικές υπερβολές του συστήματος. Ως προς αυτό το τελευταίο, μια ριζική μείωση του αριθμού και του εύρους των συμβατικά εξεταζόμενων μαθημάτων σε όλες τις βαθμίδες, μια ριζική μείωση του χρόνου που δαπανάται για τις τελικές εξετάσεις, θα εξασφάλιζε άλλες δυνατότητες στο σχολείο.
Έχω πει και γράψει πως ο συνολικός εκσυγχρονισμός των εκπαιδευτικών μας δομών δεν μπορεί να προχωρήσει αν δεν μεριμνήσουμε, συλλογικά, για τη μεταβολή νοοτροπιών, νοοτροπιών που αφορούν κυρίως εμάς τους ίδιους ως εκπαιδευτικούς.
Απαιτούνται στάσεις απαλλαγμένες από δογματισμούς, ιδεοληψίες και στενές συντεχνιακές λογικές. Κι αυτή η μεταβολή είναι βεβαίως πολύ δύσκολη σε καιρούς στους οποίους η δημόσια εκπαίδευση και ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι τόσο απαξιωμένα ενώ, από την άλλη πλευρά, επαρκείς οικονομικοί πόροι και κίνητρα δεν υπάρχουν.
Τόσο ο υπουργός Παιδείας όσο και εσείς προσωπικά δίνετε έμφαση στην αύξηση της ευελιξίας του σχολείου, άρα και της ευελιξίας των προγραμμάτων του. Μπορείτε να δώσετε κάποια παραδείγματα που είναι ικανά να φωτίσουν καλύτερα αυτή τη σκέψη σας και να δώσετε και κάποια στοιχεία μιας θεσμικής αλλαγής;
Με το να είναι αυστηρά συγκεντρωτικό και ακόμα πιο αυστηρά συμπαγές, το ελληνικό σύστημα έχει σε μεγάλο βαθμό εξασφαλίσει τον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας και σε κάποιο μικρότερο βαθμό την παροχή, τυπικά τουλάχιστον, ίσων ευκαιριών.
Και τα δύο έχουν σημασία και θα πρέπει μάλιστα να ενισχυθούν. Για το πρώτο, οι διαδικασίες οργανωμένου κριτικού αναστοχασμού της ενδοσχολικής συλλογικότητας και, για το δεύτερο, η ενιαιοποίηση των εκπαιδευτικών δυνατοτήτων που παρέχει η πολιτεία είναι κρίσιμες διαστάσεις πολιτικής – και γι’ αυτό, με την ευκαιρία, ΙΕΠ και υπουργείο προτείνουμε έναν ενιαίο τύπο δημοτικού σχολείου, αλλά και ταυτοχρόνως στηρίζουμε τους εκπαιδευτικούς και τα σχολεία ως προς την ανάγκη συμπερίληψης μαθητών με ειδικές ανάγκες και διαφοροποιημένης διδασκαλίας.
Το τελευταίο σημείο μάς φέρνει σε αυτό που θέτετε. Τα προγράμματα σπουδών έχουν ήδη γίνει πιο αφαιρετικά, σε σχέση με τα παλιά αναλυτικά· πιο ευέλικτα. Δίνουν στον εκπαιδευτικό τη δυνατότητα να ακολουθήσει τη γενική, κεντρικά οριζόμενη, κατεύθυνση με όρους συμβατούς με τη μικροκλίμακα της τάξης και των μαθητών του. Αυτή είναι η μία πλευρά της ευελιξίας για την οποία μιλάμε. Τα ενδιαφέροντα, τα κενά, οι προσλαμβάνουσες, οι προϊδεάσεις των μαθητών, που, όπως ξέρετε, παίζουν καθοριστικό ρόλο στο τι και αν θα μάθουν, διαφέρουν και, επομένως, οι διδακτικές στρατηγικές που επιλέγει ο δάσκαλος για να θέσει στην τάξη του ένα αντικείμενο μαθήματος ως ένα προς επίλυση πρόβλημα μπορεί και πρέπει να διαφοροποιούνται αντιστοίχως.
Πόσο μάλλον όταν –κι αυτό αποτελεί μια άλλη κεντρική μέριμνα υπουργείου και Ινστιτούτου– θέλουμε το μάθημα να εντάσσει δημιουργικά και σε συνθήκες πλήρους αναγνώρισης τη μαθήτρια και τον μαθητή που προέρχεται από διαφορετικό πολιτισμικό περιβάλλον ή αντιμετωπίζει ιδιαίτερες δυσκολίες. Η ευλυγισία με αυτή την έννοια είναι εργαλείο δημοκρατίας στα χέρια του εκπαιδευτικού.
Και μια και ρωτάτε για συγκεκριμένα μέτρα, το ΙΕΠ αφενός επανεξετάζει τα προγράμματα σπουδών που είχαν εκπονηθεί στο πλαίσιο προηγούμενων πρωτοβουλιών, σαν κι εκείνη του «Νέου σχολείου», ώστε να προχωρήσει στην εξασφάλιση μιας τέτοιας γόνιμης ευελιξίας, αφετέρου μελετά την καθολικά αναγνωρισμένη ανάγκη περιορισμού της έκτασης της ύλης, ώστε να επιτρέψει –και στην εφαρμογή της– μια διδασκαλία πιο προσαρμοσμένη στις ανάγκες των μαθητών, με άλλα λόγια να δώσει χρόνο για εμβάθυνση και ουσιαστική κατανόηση.
Από την άλλη, το ΙΕΠ έχει ήδη σχεδιάσει και πολύ σύντομα θα αρχίσει να υλοποιεί πράξεις επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών στις διαδικασίες συμπερίληψης και διαφοροποιημένης διδασκαλίας για μαθητές με αναπηρία και ειδικές παιδαγωγικές ανάγκες, ενώ συνεχίζει την παραγωγή εκπαιδευτικού υλικού προσβάσιμου σε μαθητές με τέτοιες ανάγκες.
Την προηγούμενη δε εβδομάδα συνδιοργανώσαμε με το Υπουργείο μια ημερίδα παρουσίασης εναλλακτικού εκπαιδευτικού υλικού που έχει παραχθεί από προγράμματα για ειδικές ομάδες μαθητών (παλλινοστούντες και αλλοδαπούς, ρομά και μαθητές της μουσουλμανικής μειονότητας), ώστε να εξετάσουμε τη δυνατότητα παράλληλης χρήσης τους ως βοηθητικού υλικού και στις υπόλοιπες τάξεις ή και σε τάξεις που θα κληθούν να εκπαιδεύσουν τα παιδιά των προσφύγων.
Υπάρχει όμως και μια άλλη πλευρά της ευελιξίας για την οποία μιλάμε, κρισιμότερη ίσως. Πρόκειται για την ανάγκη γερής δικτύωσης του σχολείου με τη γύρω του κοινωνία. Θεωρούμε πως πρέπει να βρούμε και συλλογικά να εξασφαλίσουμε τον τρόπο με τον οποίο η σχολική μονάδα θα αποτελεί επίκεντρο κοινωνικής ζωής της κοινότητας και ταυτοχρόνως θα ενθαρρύνει τις ροές πληροφορίας, γνώσης και πρωτοβουλίας στο εσωτερικό της αλλά και με τον έξω κόσμο.
Θεωρούμε πως τα προβλήματα της κοινότητας, στην οποία ανήκει, αφορούν άμεσα το σχολείο, πως έχει αρμοδιότητα και δυνατότητες στην προσπάθεια επίλυσής τους. Διαθέτει πολύτιμους πόρους για κάτι τέτοιο: διαχειρίζεται γνώσεις, διαθέτει ειδικούς, μπορεί να μπολιάσει τη μάθηση με τα πραγματικά θέματα της κοινωνικής συγκυρίας ― και αντιστρόφως μπορεί να μάθει, να ζωντανέψει το ενδιαφέρον των μαθητών του με το άνοιγμα προς την κοινότητα.
Και για να αναφέρω κι εδώ πιο άμεσες εφαρμογές, θα μεριμνήσουμε για τις δυνατότητες δικτύωσης των σχολείων με άλλα σχολεία, εδώ και στο εξωτερικό, για πρωτοβουλίες ενδοσχολικής συνεργασίας τάξεων και ειδικοτήτων, για την ένταξη των σχολικών μονάδων στις διεργασίες της κοινότητας.
Έχετε δηλώσει ότι «πρέπει να ξαναδούμε τα αναλυτικά προγράμματα και βέβαια βλέποντας τα αναλυτικά προγράμματα να ξαναδούμε το σχολείο». Έχει το ΙΕΠ κάποιο συγκεκριμένο σχεδιασμό και, αν ναι, ποιος είναι αυτός και πότε θα υλοποιηθεί;
Σας είπα ήδη πως προχωράμε σε μια διαδικασία εξέτασης των προγραμμάτων που έχουν εκπονηθεί σε προηγούμενες περιόδους. Η εκτίμησή μας είναι πως η επόμενη σχολική χρονιά θα είναι μεταβατική, και σε αυτή τη βάση σχεδιάζουμε. Θα μας δώσει, δηλαδή, τη δυνατότητα να δοκιμάσουμε και να αποτιμήσουμε το πέρασμα σε προγράμματα σπουδών πιο ανοιχτά, σε λιγότερο εκτεταμένη ύλη, σε μαθησιακές συνθήκες καταλληλότερες για την κατανόηση και πιο απομακρυσμένες από την αποστήθιση και τη στείρα αναπαραγωγή.
Αυτό σημαίνει πρακτικά πως, για το 2016-2017, το ΙΕΠ θα εισηγηθεί προς το υπουργείο ρυθμίσεις που μπορούν να διατυπωθούν σε εγκυκλίους και αφορούν προτεραιότητες σε μια λογική εμβάθυνσης και περιορισμού της έκτασης αλλά και παροχή υποστηρικτικού υλικού. Σε κάποιες περιπτώσεις ιδιαίτερα προβληματικού εκπαιδευτικού υλικού, οι συστάσεις αυτού του είδους θα αφορούν και δυνατότητες εναλλακτικής προσέγγισης του διδακτικού αντικειμένου.
Ο σχεδιασμός προβλέπει, επομένως, ως προς τα προγράμματα, πως θα πρέπει να έχουμε στη διάθεσή μας υλικό ουσιαστικών παρεμβάσεων για το σχολικό έτος 2017-2018 και ως προς αυτό μας διευκολύνει και η κατάθεση προτάσεων και παρατηρήσεων που οργανώνεται από το ΙΕΠ και από τον δημόσιο διάλογο.
Αντιστοίχως, ενώ ήδη από την αμέσως επόμενη σχολική χρονιά θα ρυθμιστούν βελτιωτικά και διορθωτικά θέματα ύλης των σχολικών εγχειριδίων, ούτε τα οικονομικά του υπουργείου ούτε οι χρόνοι επεξεργασίας μάς επιτρέπουν την άμεση αλλαγή τους, αν και πολλά θα το χρειάζονταν. Νέα βιβλία θα αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε και πάλι από το 2017-18.
Για κάποια ζωτικά όμως θέματα, όπως η ενιαία μορφή του Δημοτικού, το ολοήμερο σχολείο, οι εξεταστικές υπερβολές, ο τρόπος αξιολόγησης των μαθητών στις μικρές τάξεις, η αποσπασματικότητα των μονόωρων μαθημάτων, η μείωση των βιβλίων και του όγκου τους, η κυριολεκτική δηλαδή ελάφρυνση της σάκας των μαθητών, αλλά και για κρίσιμα μείζονα ζητήματα όπως η πενία σχολικής εξοικείωσης με τις τέχνες, το ΙΕΠ προχωρά σε προτάσεις προς το υπουργείο για άμεση εφαρμογή.
Μιλάτε συχνά για την ανάγκη «αφαίρεσης ειδικοτήτων» στη σχολική εκπαίδευση και ιδιαίτερα στο Δημοτικό. Παράλληλα έχετε τονίσει ότι στο Γυμνάσιο και το Λύκειο υπάρχει «τεράστιος αριθμός ειδικοτήτων». Έχετε καταλήξει σε μια συγκεκριμένη πρόταση και, αν ναι, ποια είναι αυτή και πότε θα υλοποιηθεί;
Είμαστε πάλι σε ένα ζήτημα που εφάπτεται της ανάγκης εξορθολογισμού. Στις χαμηλές βαθμίδες κάποιες ειδικότητες μπήκαν και παρέμειναν λόγω συνθηκών, λόγω της ανάγκης εξασφάλισης της εργασίας των εκπαιδευτικών – ορθώς. Στις μεγαλύτερες τάξεις και την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση ο κατακερματισμός ενισχύθηκε από την απαίτηση κατοχύρωσης εκπαιδευτικών αρμοδιοτήτων από αποφοίτους πανεπιστημιακών τμημάτων όλο και μεγαλύτερης μερικότητας – μια ανορθολογική και εσφαλμένη δυναμική.
Στις σημερινές συνθήκες θέμα αφαίρεσης ειδικοτήτων από το Δημοτικό δεν τίθεται. Η εμπειρία της συνεργασίας του κυρίως δασκάλου με τους εκπαιδευτικούς των νέων τεχνολογιών, των καλλιτεχνικών και των ξένων γλωσσών είναι θετική και πολύτιμη. Και τα τρία αυτά πεδία πρέπει να ενισχυθούν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Αυτό που πρέπει να προσέξουμε είναι να μην το παρακάνουμε, να μην εξασθενήσουμε τη σχέση των μικρών μαθητών με τη δασκάλα και το δάσκαλό τους και να μην κάνουμε το Δημοτικό τοπίο κατακερματισμένων γνωστικών αντικειμένων, που μάλιστα θα διδάσκονται από ειδικούς λιγότερο προετοιμασμένους για τη δουλειά με μαθητές μικρών ηλικιών. Δεν είναι αυτός ο ρόλος του. Επομένως και στην πρόταση του ΙΕΠ για τον ενιαίο τύπο ολοήμερου Δημοτικού οι συγκεκριμένες ειδικότητες παραμένουν και καθίστανται λειτουργικότερες στη σύνδεση των αντικειμένων εντός του προγράμματος
Η δυσκολία είναι μεγαλύτερη στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και κυρίως στο Λύκειο, γενικό και επαγγελματικό. Απαιτεί συστηματική μελέτη και διαμόρφωση εναλλακτικών προτάσεων. Η λογική στην οποία θα κινηθούμε, εισηγούμενοι προς το υπουργείο για τη μεθεπόμενη πλέον σχολική χρονιά, είναι η δημιουργία ευρύτερων ενοτήτων μαθημάτων, ενοτήτων που θα επιτρέπουν τη διδασκαλία από περισσότερες μεμονωμένες ειδικότητες εκπαιδευτικών και ταυτοχρόνως πιο σφαιρικές θεωρήσεις των ίδιων των διδακτικών αντικειμένων.
Το ΙΕΠ δουλεύει με προγράμματα ευρωπαϊκά, δηλαδή, ουσιαστικά, αυτοχρηματοδοτείται προκηρύσσοντας και υλοποιώντας εκπαιδευτικά προγράμματα. Αυτό δεν σημαίνει, σχηματικά θα το πω, ότι εκτελεί αποκλειστικά «πληρωμένες οδηγίες» της Ε.Ε.;
Το ΙΕΠ χρηματοδοτείται κατά κύριο λόγο από τον κρατικό προϋπολογισμό. Είναι αλήθεια όμως πως ένα μέρος των εξόδων του ήταν μέχρι τώρα αναγκασμένο να το καλύπτει απ’ ό,τι του αφήνουν προγράμματα που υλοποιεί, ΕΣΠΑ κυρίως αλλά και μικρότερα ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα.
Πράγματι, το κλίμα εντός του οποίου το 2011 αποφασίστηκε η ίδρυσή του, με τη –χωρίς προετοιμασία– συγχώνευση προηγούμενων φορέων, υπαγόρευσε μια λογική αναζήτησης εξωτερικών οικονομικών πόρων που αποτυπώνεται και στο θεσμικό καθεστώς του προσώπου ιδιωτικού δικαίου. Έτσι το ΙΕΠ κληρονόμησε και μια σειρά μεγάλων ανολοκλήρωτων προγραμμάτων· και τα κληρονόμησε υπό συνθήκες άκρως προβληματικές, όπως πολύ καλά γνωρίζει όλη η εκπαιδευτική κοινότητα. Η νέα του διοίκηση αποφάσισε ομόφωνα πως μετά το τυπικό και ουσιαστικό κλείσιμο των προηγούμενων έργων δεν θα συνεχίσει αυτή την πορεία.
Ως προς αυτό συμπορεύτηκε με την ηγεσία του υπουργείου, που ρητά ζήτησε από όλους τους εποπτευόμενους φορείς του να σχεδιάζουν βάσει αναγκών και πραγματικών προτεραιοτήτων και μετά να αναζητείται η χρηματοδότηση των δράσεων. Τίποτα απ’ ό,τι σχεδιάζει επομένως το ΙΕΠ ως επιστημονική και ερευνητική του δραστηριότητα δεν υπαγορεύεται από κανέναν εξωτερικό θεσμό ή φορέα. Έχει καταθέσει ερευνητικές προτάσεις που προέκυψαν αποκλειστικά από τις προτεραιότητες των θεμάτων που πραγματεύεται και καλύπτονται από τα ενδιαφέροντα και την επιστημονική ειδίκευση των στελεχών του, καθώς και μεγαλύτερης έκτασης και κόστους προτάσεις παρεμβάσεων που ακολουθούν τις προτεραιότητες που έχει θέσει για τη διαμόρφωση εκπαιδευτικής πολιτικής, στους άξονες της ελληνικής πολιτείας.
Έτσι το ΙΕΠ προωθεί σήμερα και κατά προτεραιότητα δράσεις επιμόρφωσης εκπαιδευτικών, έρευνα για τη σχολική διαρροή και την πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου, την επέκταση δράσεων που αφορούν την ένταξη, τη συμπερίληψη και την πρόσβαση μαθητών με αναπηρία στα εκπαιδευτικά αγαθά, ενέργειες που υποστηρίζουν την καλλιέργεια δημοκρατικών στάσεων, δράσεις αναβάθμισης και πολλαπλασιασμού του εκπαιδευτικού υλικού και ανανέωσης των σχολικών εγχειριδίων.
Ό,τι από αυτά δεν βρει αντιστοιχία σε ευρωπαϊκά συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα, θα υλοποιηθεί με ίδια μέσα. Κι αν κάτι μικρό τελικά λείψει από τον προϋπολογισμό μας, θα το καλύψει, είμαι βέβαιος, το υπουργείο – για το υπουργείο δουλεύουμε.
Ο Γεράσιμος Κουζέλης είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών