Οι ιστορίες του Maarouf συνδυάζουν το χιούμορ, τη θλίψη και τη σκληρότητα του πολέμου με έναν τρόπο που είναι σίγουρα ξένος σε έναν Δυτικοευρωπαίο.
Πώς άραγε αντιδρούν οι άνθρωποι όταν βιώνουν έναν σκληρό πόλεμο ή όταν πλησιάζουν στο τέλος; Η απάντηση που είχα πάρει πριν από χρόνια σε αυτή την ερώτηση από τον Μάρκο Γκαστίν, καλεσμένο στο σεμινάριο Ντοκιμαντέρ της σχολής μου –ο οποίος έχει μιλήσει με απογόνους του Ολοκαυτώματος– ήταν αρκετά απρόσμενη: γελάνε και λένε ανέκδοτα. Οσο περίεργο κι αν φαίνεται ή ακούγεται, μάλλον κανένας δεν θέλει να περάσει τις τελευταίες στιγμές του δυστυχισμένος. Αυτό ακριβώς προσπαθεί να κάνει και ο Mazen Maarouf σε 12 διηγήματα της συλλογής «Ανέκδοτα για τους ένοπλους και άλλα διηγήματα», το οποίο απέχει πολύ από καθετί άλλο που έχω διαβάσει στη ζωή μου (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Χαραμάδα, του πάντα ξεχωριστού στις επιλογές του Νεκτάριου Λαμπρόπουλου, με έδρα στην Πάτρα).
Ο Mazen Maarouf (Μάζεν Μααρούφ) είναι Παλαιστίνιος, που όμως γεννήθηκε στη Βηρυτό από γονείς που είχαν επιζήσει στον πόλεμο του Λιβάνου. Σήμερα, ο Maarouf είναι συγγραφέας, δημοσιογράφος και μεταφραστής με βάση το Ρέικιαβικ της Ισλανδίας. Εχει γράψει πολλές ποιητικές συλλογές και διηγήματα, ενώ για το «Ανέκδοτα για τους ένοπλους και άλλα διηγήματα» έχει λάβει το βραβείο Al-Multaqa για την καλύτερη συλλογή διηγημάτων, ενώ ήταν και στη μακρά λίστα για το βραβείο Man Booker International και για το αντίστοιχο του Φεστιβάλ Βιβλίου Εδιμβούργου.
Οι ιστορίες του Maarouf συνδυάζουν το χιούμορ, τη θλίψη και τη σκληρότητα του πολέμου με έναν τρόπο που είναι σίγουρα ξένος σε έναν Δυτικοευρωπαίο, που γνωρίζει τι εστί πόλεμος μόνο από αυτά που βλέπει από απόσταση ασφαλείας στις ειδήσεις – αν βλέπει κιόλας. Ωστόσο, κάθε ιστορία του αποπνέει και ένα διαφορετικό συναίσθημα. Σε άλλες ιστορίες θες να γελάσεις, σε άλλες να κλάψεις και άλλες απλά τις αφήνεις να επιδράσουν πάνω σου, μέχρι να σε κατακλύσει ένα αίσθημα απελπισίας και ματαιότητας. Κάποιες φορές οι ιστορίες επενεργούν με όλα τα παραπάνω.
Ωστόσο, οι πόλεις, οι άνθρωποι και τα μέρη που περιγράφει ο Maarouf θα μπορούσαν να βρίσκονται σε οποιαδήποτε εμπόλεμη ζώνη –στη Γάζα, στη Βηρυτό, στην Υεμένη, ακόμα και στην Ουκρανία–, καθώς ο πόλεμος παντού έχει το ίδιο πρόσωπο. Οι βόμβες πάντα τρομάζουν ένα παιδί σε όποια χώρα κι αν πέσουν, κάνοντας τη φαντασία του να οργιάσει και να φτιάξει σενάρια επιστημονικής φαντασίας για να αντέξει τη φρίκη και τη σκληρότητα έχοντας βρει καταφύγιο στα ερείπια ενός σινεμά (περιγράφεται στην ιστορία «Ο κινηματογράφος»).
Το ίδιο και οι χαρακτήρες των διηγημάτων. Αν και διαφορετικοί μεταξύ τους, όλοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουν βιώσει τη φρίκη κάποιου πολέμου και την αντιμετωπίζουν με τον δικό τους τρόπο. Το αγόρι που προσπαθεί να κάνει τον πατέρα του να ανακάμψει από το ξύλο που έφαγε από τους ένοπλους, ένας γιος που παίζει μουσική για να συνοδεύσει τις τελευταίες στιγμές του πατέρα του που έχει επιβιώσει από έναν βομβαρδισμό, ο πατέρας που παίζει παιχνίδια με τον γιο του με ένα πολύτιμο κουτάκι μαρμελάδα. Αλλά και άνθρωποι που βιώνουν έναν πόλεμο διαφορετικού είδους: ψυχολογικό ή μετατραυματικού στρες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, οι ιστορίες γίνονται τόσο σουρεαλιστικές που ο αναγνώστης ξεφεύγει από το πεδίο της θλίψης και μεταφέρεται σε έναν κόσμο μαγικό, στενάχωρο μεν, αλλά όπου το να ζεις μέσα στα όνειρα των άλλων είναι δυνατόν («Το σύνδρομο των χαμένων ονείρων»).
Παρά το γεγονός ότι οι ιστορίες του Maarouf μπορούν να μεταφέρουν τον αναγνώστη σε οποιαδήποτε εμπόλεμη ζώνη, είναι προφανής η σύνδεση του συγγραφέα με το Μεσανατολικό και ιδιαίτερα με τη γενοκτονία που συντελείται εδώ και δεκαετίες, και όχι απλώς τον τελευταίο χρόνο, στη Λωρίδα της Γάζας. Οι ένοπλοι, στους οποίους αναφέρεται ο Mazen Maarouf στον τίτλο και στις ιστορίες του, ενδεχομένως να είναι οι Ισραηλινοί στρατιώτες ή μέλη της Χαμάς, σε ορισμένες περιπτώσεις, στη Γάζα ή τη Δυτική Οχθη. Θα μπορούσαν, επίσης, να είναι –πάλι– Ισραηλινοί στρατιώτες ή μέλη της Χεζμπολάχ που ζουν ή εισβάλλουν στον Λίβανο. Αλλωστε ο Maarouf είναι Παλαιστίνιος που μεγάλωσε στη Βηρυτό και οι ιστορίες του σίγουρα κουβαλούν ένα κομμάτι από όσα έχει βιώσει εκεί.
Οταν ανέφερα προηγουμένως ότι δεν έχω διαβάσει κάτι παρόμοιο, εννοούσα δύο πράγματα: αφενός, ο Maarouf στα διηγήματά του περιλαμβάνει ένα είδος black humor που είναι δύσκολο να το αντιληφθεί κανείς με την πρώτη, αν δεν έχει έρθει αντιμέτωπος είτε φυσικά είτε γνωστικά με τη βιαιότητα ενός πολέμου· αφετέρου, όμως, η φαντασία του συγγραφέα ξεπερνά ακόμα και αυτή τη «λεπτή γραμμή» μεταξύ σοβαρού και αστείου και δεν φοβάται να γελάσει κατάμουτρα στην ανθρώπινη τραγωδία. Το καλύτερο φάρμακο, λένε, είναι το γέλιο, ακόμα και αν προσβάλλει τη «δυτική» αίσθηση του χιούμορ ή θίγει την «αραβική» αίσθηση της οργής.
Βιργινία Κιμπουροπούλου