Μέρος πρώτο: Το κράτος
Πέρσι συμπληρώθηκαν σαράντα πέντε χρόνια από τον θάνατο του Νίκου Πουλαντζά, στις 3 Οκτωβρίου 1979. Η Συντακτική Επιτροπή της Εποχής αποφάσισε να τιμήσει τη μνήμη του, έστω και κάπως καθυστερημένα, με τη διοργάνωση δημόσιας εκδήλωσης στην οποία θα μιλήσει ο Σάντρο Μετσάντρα, καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια (Περισσότερες πληροφορίες για την εκδήλωση στην τρίτη σελίδα της εφημερίδας μας). Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η δημοσίευση, σε τρεις συνέχειες, των απόψεων του βολιβιανού μαρξιστή θεωρητικού και πολιτικού, Αλβάρο Γκαρσία Λινέρα, για την επικαιρότητα του έργου του Πουλαντζά. Να σημειώσουμε εδώ ότι, τη δεκαετία του 1990, ο Λινέρα υπήρξε επικεφαλής του αντάρτικου στρατού Τούπακ Κατάρι και, την περίοδο 2006-2019, αντιπρόεδρος της Βολιβίας επί διακυβέρνησης Έβο Μοράλες.
Ο προβληματισμός του Λινέρα για τον Πουλαντζά υπάρχει σε κοινή συνέντευξη που έδωσαν αυτός και ο Σάντρο Μετσάντρα στον ιταλό φιλόσοφο Ματέο Πολέρι, η οποία δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της επιθεώρησης Terrains/Theories, τεύχος 18, 2024, με τίτλο “L’ État, le contre-pouvoir et le post-fascisme : de Poulantzas à nos jours” (journals.openedition.org/teth/5647).
Χ.Γο.
Αλβάρο, συμμετέχοντας ενεργά –για να το θέσω όσο πιο συγκρατημένα γίνεται!– στην πολιτική ζωή της Βολιβίας, χρησιμοποιείς συστηματικά τις ιδέες του Nίκου Πουλαντζά. Τι σημαίνει το έργο του για σένα;
Ανακάλυψα τον Νίκο Πουλαντζά πολύ νωρίς, όταν σπούδαζα μαθηματικά στο πανεπιστήμιο, διαβάζοντας το βιβλίο του Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός. Στην αρχή, ο διάλογος για το κράτος δεν μου τράβηξε την προσοχή, γιατί θεωρούσα ότι από όσα είχε γράψει ο Μαρξ για τις ευρωπαϊκές επαναστάσεις του 1848 είχε ήδη αναδειχθεί η συνύφανση κράτους και κοινωνίας, την οποία ο Πουλαντζάς απλώς επεξεργάστηκε περισσότερο. Αυτό που κυρίως προσέλκυσε την προσοχή μου ήταν ο τρόπος που προσέγγιζε την έννοια του έθνους: η προσπάθειά του να βρει μια υλιστική εξήγηση της πολιτισμικής και υποκειμενικής εμπειρίας της εθνικής ταυτότητας. Εκείνη την εποχή, είχα αναπτύξει μια εμμονή με τους αγώνες των αυτοχθόνων και των αγροτών στη Βολιβία. Και, παρά την απόσταση από το πρόβλημα που διερευνούσε ο Πουλαντζάς («τη χωρο-χρονική διάσταση του έθνους-κράτους στον καπιταλισμό»), η ανάγνωση του έργου του με παρακίνησε να καταδείξω τις υλικές και πολιτισμικές διαστάσεις αυτών των αγώνων.
Ο ενθουσιασμός μου για τον Νίκο Πουλαντζά ενισχύθηκε στη συνέχεια, όταν προσπάθησα να κατανοήσω μια αποφασιστική φάση της ιστορίας του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος της Βολιβίας: τις μεγάλες πορείες χιλιάδων ανθρακωρύχων στην πρωτεύουσα της χώρας, το 1985-86, αλλά και την ήττα των αγώνων τους που σηματοδότησε το τέλος του «βιομηχανικού εργάτη» μαζικής κλίμακας και την αρχή της κατακερματισμένης και νομαδικής εργασίας της εποχής του νεοφιλελευθερισμού. Εντυπωσιάστηκα από τη δύναμη της συλλογικής συμμετοχής στις κινητοποιήσεις των εργατών, τη δημοκρατικότητα των συνελεύσεων, την πολιτική συζήτηση για τον σοσιαλισμό, αλλά και την αταλάντευτη προσήλωση στις δεσμευτικές υποχρεώσεις, την πίστη και τα δικαιώματα που θεσπίστηκαν στο εθνικο-λαϊκό κρατικό μόρφωμα που εγκαθιδρύθηκε στη Βολιβία από το 1952, μετά από μια νικηφόρα δημοκρατική επανάσταση.
Μπροστά σ’ αυτό το κοινωνικό γεγονός, οι εργαλειακές ή μηχανιστικές ερμηνείες του κράτους που ήταν κυρίαρχες στη μαρξιστική Αριστερά αποδείχτηκαν κατά τη γνώμη μου παραπλανητικές. Αντίθετα, η «σχεσιακή» ανάλυση του κράτους που ανέπτυξε ο Πουλαντζάς ήταν πολύ πιο χρήσιμη για την κατανόηση των κοινωνικών κινημάτων που με ενδιέφεραν τότε. Εκείνα τα χρόνια, η κυρίαρχη θεωρία της πολιτικής Αριστεράς και των αριστερών διανοούμενων παρουσίαζε το κράτος ως όργανο καταπίεσης των εργατικών τάξεων. Αυτό που η εν λόγω θεωρία δεν μας επέτρεπε να κατανοήσουμε ήταν γιατί το κράτος, ένα «απλό εργαλείο της κυρίαρχης τάξης», αμφισβητείται, παραδόξως και διαρκώς, από τους αγώνες των εργατικών τάξεων, οι οποίες προσπαθούν να εγγράψουν στη δομή του τα νέα δικαιώματά τους, κατοχυρώνοντας θεσμικά με αυτόν τον τρόπο πολλές από τις κοινωνικές τους κατακτήσεις.
Η άποψη ότι οι εργαζόμενες τάξεις είναι θύματα μιας «αυταπάτης», μη κατανοώντας ότι το κράτος είναι απλώς ένας καταπιεστικός μηχανισμός, ή ότι αποτελούν μέρος ενός καθεστώτος κυριαρχίας που τις ωθεί στη θέαση του κόσμου από τη σκοπιά της δικής τους υποταγής, καταδικάζει αυτές τις υποτελείς τάξεις σε μια κατάσταση αέναης αφέλειας που μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με τη βοήθεια εκείνων που, με την επιφοίτηση τους Αγίου Πνεύματος, κατέχουν την «αλήθεια» και δεν έχουν πέσει στην παγίδα της αυταπάτης: το «Κόμμα», οι «διανοούμενοι», κ.λπ.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η «εργαλειακή» ανάγνωση του κράτους συμβαδίζει με μια «παιδαγωγική» προσέγγιση που είναι συγκαταβατική προς τους φτωχούς. Δεν είναι, όμως, λάθος να βλέπουμε το κράτος ως έναν μηχανισμό πολιτικής καταπίεσης. Γιατί, εν μέρει, περί αυτού πρόκειται. Αλλά το κράτος είναι και κάτι περισσότερο∙ είναι επίσης, και κυρίως, μια μορφή πολιτικής οργάνωσης του συνόλου της κοινωνίας, η οποία διαπερνά όλους τους αγώνες της και στην οποία όλοι οι κάτοικοι μιας χώρας, συμπεριλαμβανομένων αυτών που ανήκουν στις υποτελείς τάξεις, είναι ενεργοί «συμμέτοχοι», «συμπαραγωγοί» του κρατικού ιστού. Οι κρατικοί θεσμοί –νόμοι, διατάγματα, αρμοδιότητες, θέσεις κ.λπ. – είναι, επομένως, ο ρευστός ιστός των υλικών συσχετισμών δύναμης μεταξύ των διαφόρων τάξεων. Μπορεί οι πλούσιοι, λόγω των οικονομικών τους πόρων (που τους επιτρέπουν τον χρηματισμό κρατικών αξιωματούχων), ή επειδή είναι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων (γεγονός που τους επιτρέπει να ασκούν πίεση στις κυβερνήσεις και να ελέγχουν τα μέσα ενημέρωσης), να έχουν περισσότερες δυνατότητες να μετατρέπουν τους κρατικούς θεσμούς σε μηχανισμούς υπεράσπισης των οικονομικών τους συμφερόντων, κάτι όμως που δεν εμποδίζει τους λαϊκούς αγώνες να εξασφαλίζουν ότι κάποια από τα συμφέροντα των εργαζομένων, κάποιες από τις ανάγκες τους και ορισμένες φορές ακόμα και τα περισσότερα από τα αιτήματά τους, να λαμβάνονται επίσης υπόψη, έστω με υποδεέστερο τρόπο), στις δομές και στις δράσεις του κράτους. Όταν αυτή η συμπύκνωση των διαφορετικών κοινωνικών δυνάμεων εκλείπει, όταν το κράτος εμφανίζεται ως ένα απλό ταξικό περιουσιακό στοιχείο, χάνει τη «μαγεία» του, δηλαδή την ικανότητά του να οργανώνει την κοινωνία ως σύνολο, και γίνεται ένα απλό όργανο ταξικής κυριαρχίας. Έτσι, οι επαναστάσεις είναι μοναδικές στιγμές κατά τις οποίες αναδιατάσσονται οι σχέσεις εξουσίας μεταξύ των ανταγωνιστικών κοινωνικών τάξεων στο εσωτερικό του ίδιου του κράτους.
Μόλις είπες ότι συμφωνείς με τον ορισμό του Νίκου Πουλαντζά για την κρατική εξουσία ως «συμπύκνωση» των υλικών σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Σήμερα, είναι ξεκάθαρο ότι αυτός ο ορισμός είναι προϊόν του κριτικού διαλόγου του Πουλαντζά με την «ανάλυση της εξουσίας» του Μισέλ Φουκώ, που μελετήθηκε με βάση τη σκέψη του Γκράμσι. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Πουλαντζά, η αυτονομία της πολιτικής εξουσίας σε σχέση με τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής είναι μόνο «σχετική», αφού αποτελεί προσωρινό και μεταβαλλόμενο αποτέλεσμα των συσχετισμών δύναμης που απορρέουν από την ταξική πάλη. Τι ρόλο παίζει αυτή η θεωρητική καινοτομία στο έργο σου;
Η «σχεσιακή» ανάλυση του κράτους που προτείνει ο Πουλαντζάς επαναφέρει τη μαρξιστική συζήτηση στα βασικά της θεμέλια. Η έννοια του «κεφαλαίου» ως κοινωνικής σχέσης στο έργο του Μαρξ σημαίνει ότι αυτό δεν είναι ένα εργαλείο, ένα κτίριο, ή ένα κομμάτι χαρτί. Αντίθετα, πρόκειται για προσωρινή αναπαράσταση ή αντικειμενοποίηση ενός πραγματικού γεγονότος: της διάκρισης μεταξύ της ενεργούς ανθρώπινης εργασίας και της ιδιοποίησης αυτής της εργασίας από άλλους. Το κεφάλαιο είναι «αλλοτριωμένη εργασία» που στρέφεται εναντίον του εαυτού της, εξαιτίας μιας συγκεκριμένης μορφής παραγωγικής διαδικασίας και ιδιοκτησίας. Ομοίως, το κράτος είναι επίσης μια κοινωνική σχέση και όχι ένα κτίριο, ένα έγγραφο ή ένα όπλο από το οποίο μπορούμε να απαλλαγούμε. Είναι μια μορφή πολιτικής ενοποίησης της κοινωνίας, αλλά μια αλλοτριωμένη μορφή, η οποία έχει επιβληθεί στην κοινωνία μέσω του συγκεκριμένου τρόπου ενοποίησής της. Ποιος είναι, όμως, αυτός ο ιδιαίτερος τρόπος ενοποίησης της κοινωνίας, που θεσμοθετείται από το κράτος; Πρόκειται για κάτι που ο Πουλαντζάς δεν κατάφερε να επεξεργαστεί. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε εμείς τα τελευταία χρόνια. Το κάνουμε απορρίπτοντας τις απατηλές αναγνώσεις του κράτους, που θεμελιώνουν την αποτελεσματικότητα της δράσης του στην «παραπλάνηση» ή στην «έλλειψη συνείδησης» των εργαζόμενων. Έχουμε προτείνει μια υλιστική ανάγνωση της μορφής της κοινωνικής ενοποίησης και της αποτελεσματικότητας του κράτους, που προκύπτει από τη διαρκή συγκέντρωση των κοινών πόρων, των κοινών πεποιθήσεων, της κοινής προστασίας και των κοινών πρακτικών που μια κοινωνία κατέχει, παράγει και πραγματοποιεί σε ένα συγκεκριμένο εδαφικό χώρο.
Έτσι, σύμφωνα με την εν λόγω ανάλυση, το κράτος είναι μια συνεχής συγκεντροποίηση των θεμελιωδών στοιχείων μιας κοινωνίας, που κατά κανόνα παράγονται από την ίδια την κοινωνία εκτός του κράτους, αλλά ιδιοποιούνται και επαναλειτουργούν από το ίδιο το κράτος. Η συμμόρφωση με τις κρατικές αποφάσεις δεν στηρίζεται στις ξιφολόγχες. Ο εξαναγκασμός είναι αποτελεσματικός όταν ασκείται στοχευμένα κατά συγκεκριμένων τμημάτων της κοινωνίας, με τη δικαιολογία της υπεράσπισης της πλειοψηφίας των μελών της. Όμως, η προστασία που παρέχει είναι μεγαλύτερη σε ένα τμήμα του πληθυσμού από ό,τι σε άλλα. Αυτή είναι η δεύτερη δομική συνιστώσα του κράτους: είναι το κοινό αγαθό μιας κοινωνίας οργανωμένης μονοπωλιακά, δηλαδή μέσω ενός γραφειοκρατικού μηχανισμού που διαχειρίζεται αυτά που ανήκουν σε όλους «στο όνομα» ή «για λογαριασμό» όλων. Δεν είναι η ίδια η κοινωνία που κινητοποιείται, ούτε οι εργαζόμενοι που αγωνίζονται και παράγουν το ένα ή το άλλο συλλογικό δικαίωμα, τη μία ή την άλλη κατάκτηση, οι διαχειριστές των άμεσων καρπών της εργασίας τους, των προσπαθειών τους και των αγώνων τους. Είναι άλλοι –συγκεκριμένα, η γραφειοκρατία– αυτοί που διαχειρίζονται, οργανώνουν και ρυθμίζουν τα κοινά αγαθά της κοινωνίας.
Σε αντίθεση με το κεφάλαιο, όπου ο καπιταλιστής ιδιοποιείται την αλλοτριωμένη εργασία και τη διατηρεί ως ατομική του ιδιοκτησία, η κοινή προσπάθεια, τα κοινά αγαθά και οι αγώνες της κοινωνίας, οι εργαζόμενοι και οι κοινωνικές οργανώσεις παραμένουν υπό τον έλεγχο της κρατικής γραφειοκρατίας, η οποία δεν μπορεί μεν να ιδιοποιηθεί αυτούς τους πόρους, αλλά τους μονοπωλεί. Πρόκειται για μια μερική ιδιοποίηση, επειδή η γραφειοκρατία δεν μπορεί να επωφεληθεί η ίδια αυτούς τους πόρους, αλλά μόνο να ιεραρχήσει τη χρήση τους προς όφελος ορισμένων ανθρώπων και σε βάρος άλλων. Ο λαβύρινθος των υπουργείων, των γενικών γραμματειών, των επιμέρους γραμματειών, των γραφείων, των εκθέσεων, των επιτροπών και των κανονισμών είναι η γραφειοκρατική γραμματική αυτής της μερικής απαλλοτρίωσης και της διαρθρωτικής ευνοιοκρατίας προς ορισμένα τμήματα της κοινωνίας. Δεν πρόκειται για μια ανωμαλία, αλλά για μια δομική κατάσταση. Έτσι, δεν είναι τυχαίο ότι τα τμήματα της κοινωνίας που πάντοτε ευνοούνται από τη γραφειοκρατική διαχείριση του κράτους, εκτός από περιόδους κοινωνικής αναταραχής και λαϊκού πρωταγωνισμού, είναι οι εύπορες κοινωνικές τάξεις, οι οποίες μπορούν να δωροδοκούν δημόσιους υπαλλήλους, να τους προσφέρουν δημόσια αναγνώριση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ή, ενδεχομένως στη συνέχεια, μια καλοπληρωμένη θέση συμβούλου σε κάποια επιχείρηση. Το μονοπώλιο δημιουργεί τη δομική σύζευξη μεταξύ εκείνων που μονοπωλούν τον οικονομικό πλούτο μιας κοινωνίας και εκείνων που μονοπωλούν τη διαχείριση των δημόσιων αποφάσεων στην ίδια κοινωνία. Η κοινωνική προέλευση αυτών που μονοπωλούν τις δημόσιες αποφάσεις δεν έχει σημασία. Η άσκηση του μονοπωλίου δημιουργεί από μόνη της το δικό της νόημα, το οποίο συναρθρώνεται με το κοινό νόημα των άλλων μονοπωλητών του κοινωνικού πλούτου. Κάπως έτσι αντιλαμβανόταν το εν λόγω φαινόμενο ο Μαρξ, αναλύοντάς το σε όλη τη ζωή του, ορίζοντας το κράτος ως μια «απατηλή κοινότητα». Εξ ου και ο « μηχανιστικός » χαρακτήρας του κράτους στην εξωτερικότητα του, αλλά και η σαφήνεια του τρόπου με τον οποίο ο Μαρξ προτείνει την συντριβή αυτού του μηχανισμού.
Υπό το πρίσμα αυτών των προβληματισμών, οι πουλαντζασιανές, και σε κάποιο βαθμό οι αλτουσεριανές έννοιες της «συμπύκνωσης του συσχετισμού δυνάμεων» και της «σχετικής αυτονομίας του κράτους» αποκτούν μεγαλύτερη σημασία. Το κράτος διατηρεί μια «σχετική αυτονομία» απέναντι στις οικονομικά κυρίαρχες τάξεις, γιατί αν ταυτιστεί με αυτές η πολιτική συγκεντροποίηση του συνόλου της κοινωνίας στο κράτος εξαφανίζεται, και μαζί μ’ αυτήν η νομιμοποίησή του και η κοινωνική στήριξη των αποφάσεών του, καταστρέφοντας την υλική αποτελεσματικότητα της κρατικής εξουσίας. Πρόκειται για «συμπύκνωση συσχετισμού δυνάμεων» επειδή η μονοπώληση των κοινών αγαθών και η διαχείριση αυτού του μονοπωλίου δεν είναι μια αυτόματη διαδικασία, αλλά το αποτέλεσμα διαρκούς έντασης, σκληρών ιστορικών αγώνων για δικαιώματα και κοινά αγαθά∙ αγώνων για την ενάσκησή τους ή την ανάθεσή τους∙ αγώνων για τη ρύθμιση του τρόπου διαχείρισής τους∙ αγώνων για την επέκταση των πλεονεκτημάτων αυτών των δικαιωμάτων∙ αγώνων για την αποτροπή της ευνοιοκρατίας εκ μέρους των λίγων∙ αγώνων για την έξοδο από τους γραφειοκρατικούς λαβύρινθους και την αποτελεσματική πρόσβαση της κοινωνίας στα αγαθά και τα δικαιώματά της, και ούτω καθεξής. Το κράτος είναι επομένως το πεδίο των ταξικών αγώνων που διεξάγονται για την κατάκτηση των μονοπωλιακά οργανωμένων κοινών αγαθών μιας κοινωνίας με δεσμευτικό αντίκτυπο σε μία εδαφική επικράτεια.
Εκτός από τη «σχεσιακή» ανάλυση των κρατικών θεσμών, υποστηρίζεις ότι η κριτική της σύγχρονης κοινωνίας πρέπει να συμπληρωθεί από τη λεγόμενη «μετα-αποικιακή» οπτική, δηλαδή μια οπτική που λαμβάνει υπόψη τις μορφές κυριαρχίας που υφίστανται (και τους αγώνες που διεξάγουν) υποκείμενα που κάποτε θεωρούνταν «περιθωριακά», όπως οι μετανάστες που παραβιάζουν τα σύνορα κυρίαρχων κρατών και ιθαγενικές κοινότητες που εφαρμόζουν μη καπιταλιστικές μορφές κοινωνικής παραγωγής. Είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν οι πουλαντζασιανές υποθέσεις σε αυτό το πλαίσιο, ή είναι προτιμότερο να χρησιμοποιηθούν άλλα αναλυτικά εργαλεία;
Περί τα 2,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι, ή περίπου το 30% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, κυρίως στις χώρες του νότιου ημισφαιρίου, ζουν από τη γεωργία, οργανωμένοι σε αγροτικές κοινότητες. Ένα μεγάλο ποσοστό αυτών των κοινοτήτων είναι ιθαγενικές, δηλαδή ανήκουν σε εθνότητες διαφορετικές από την κυρίαρχη. Δεν αποτελούν μειονότητες ή περιθωριοποιημένες ομάδες. Στην πραγματικότητα, πολλές επαναστάσεις του 20ού αιώνα είχαν ως βασικό υποκείμενο αυτόν τον αγροτικό, γεωργικό και κοινοτιστικό κόσμο. Το ίδιο ισχύει για τους μετανάστες. Όλα τα έθνη είναι το αποτέλεσμα ιστορικών μεταναστεύσεων και, ακόμη και σήμερα, κάθε χρόνο μεταναστεύει περίπου το 3,5% του παγκόσμιου πληθυσμού, δηλαδή περίπου 280 εκατομμύρια άνθρωποι. Πρόκειται για μια πραγματικότητα με καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση των σύγχρονων κοινωνιών.
Η προβληματική του Πουλαντζά μού φαίνεται επίκαιρη και για την επισκόπηση των κοινωνικών σχέσεων και της διαμόρφωσης της πολιτικής κυριαρχίας στις αποικιοκρατικές και μετα-αποικιοκρατικές κοινωνίες, όπου οι κοινωνικές σχέσεις είναι πιο σύνθετες και δαιδαλώδεις, καθώς στην περίπτωση των ιθαγενικών κοινοτήτων περιλαμβάνουν την συνάρθρωση διαφορετικών τρόπων παραγωγής και διαφορετικών πολιτικών χρονικοτήτων. Ο Μαρξ είχε, επίσης, κατανοήσει αυτή την πραγματικότητα στην οικονομική της διάσταση, στο πλαίσιο της έννοιας της «τυπικής υπαγωγής[1]».
Το αποικιακό κράτος ήταν μια μορφή πολιτικής κυριαρχίας που επιβλήθηκε με τη βία, αλλά δεν κατάφερε να διαλύσει την κοινωνική δομή των αποικιοκρατούμενων λαών. Εξόντωσε τις ελίτ τους, ενίοτε τις χρησιμοποίησε, και στη συνέχεια επέβαλε μια εξωγενή διοικητική δομή στο δίκτυο των αστικών-αγροτικών θεσμών της αποικιοκρατούμενης κοινωνίας, κυρίως στις ιθαγενικές αγροτικές κοινότητες, προκειμένου να τις υποτάξει, να τις εκμεταλλευτεί ή να τις εξοντώσει. Αυτό επέτρεψε την εγκαθίδρυση μιας ‘pax coloniale’ [«αποικιακής ειρήνης»] επί σειρά ετών, η οποία διακοπτόταν από περιοδικές εξεγέρσεις και απελευθερωτικούς αγώνες. Οδήγησε, επίσης, σε μια ορισμένη μορφή ενσωμάτωσης και καταξίωσης των κοινοτικών δομών: σεβασμός της κοινοτικής γης, με αντάλλαγμα τη φορολόγηση της εργασίας σε είδος ή σε χρήμα∙ ή αναγνώριση των τοπικών κοινοτικών αρχών ως διαμεσολαβητών απέναντι στους αποικιοκράτες, με αντάλλαγμα την παροχή ορισμένων απλήρωτων εργασιών, κ.λπ. Σε όλες τις περιπτώσεις, η αποικιακή πολιτική τάξη δεν μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των κοινοτήτων στην κανονιστική κρατική τάξη πραγμάτων. Το γεγονός ότι η κυβερνητική γραφειοκρατία και οι νέες οικονομικά ισχυρές τάξεις ήταν αλλοδαπής καταγωγής διεύρυνε το πολιτισμικό χάσμα μεταξύ αποικιοκρατούμενων και αποικιοκρατών, με τη συνακόλουθη φυλετικοποίηση της κυριαρχίας, αλλά δεν εμπόδισε την ύπαρξη αυτού του πυκνού δικτύου ελάχιστων «παροχών» για τους αποικιοκρατούμενους, μεταξύ των οποίων και οι τοπικοί χώροι αυτοδιοίκησης των αγροτο-κτηνοτροφικών κοινοτήτων.
Μετάφραση – επιμέλεια: Χάρης Γολέμης
Σημείωση του Επιμελητή:
1. Για την ανάλυση της συγκεκριμένης έννοιας, βλ. Chris Arthur, “H έννοια της υπαγωγής», μτφ: Χρήστος Βαλλιάνος, Θέσεις, τεύχος 100, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2007. Το άρθρο υπάρχει και στο διαδίκτυο (www.theseis.com/index.php?option=com_content&view=article&id=988:category-988&catid=16&Itemid=113).
Ματέο Πολέρι