Σκέψεις πάνω στα αποτελέσματα του PISA
Αρχές Δεκεμβρίου του 2016 παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα για το PISA 2015. Το PISA (Programme for International Student Assessment) αξιολογεί την ικανότητα των 15χρονων μαθητών να εφαρμόζουν γνώσεις και κυρίως δεξιότητες στις Φυσικές Επιστήμες, τα Μαθηματικά και την Κατανόηση Κειμένου ώστε να είναι σε θέση να συμμετέχουν ενεργά στη σύγχρονη κοινωνία.
Παρόλο τον σκεπτικισμό με τον οποίο αντιμετωπίζει ο εκπαιδευτικός κόσμος τον τρόπο αξιολόγησης που χρησιμοποιεί το PISA, έχει ενδιαφέρον να ασχοληθεί κανείς με τα στατιστικά του αποτελέσματα και συμπεράσματα.
Η Ελλάδα κατατάσσεται στην ομάδα των χωρών με χαμηλότερη επίδοση από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Η έρευνα έγινε το 2015 και συμμετείχαν περίπου 5.500 15χρονοι μαθητές και μαθήτριες από 212 δημόσια και ιδιωτικά σχολεία.
Και αφού τα παιδιά που συμμετείχαν πέρασαν από την υποχρεωτική εκπαίδευση κατά την περίοδο 2006-2015, προφανώς τα αποτελέσματα δεν προσφέρονται για αντιπολιτευτική κριτική, όπως έσπευσαν πολλοί να κάνουν, αλλά για προβληματισμό.
Πέρα από τα ζητήματα που αφορούν το γνωσιακό κομμάτι, ένα άλλο θέμα προβληματισμού έχει να κάνει με τη μεγάλη διαφορά στα αποτελέσματα των Ελλήνων μαθητών και μαθητριών ανάμεσα στις υψηλές και τις χαμηλές επιδόσεις. Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να μελετηθεί η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση των παιδιών με χαμηλές επιδόσεις.
Με βάση τα στατιστικά στοιχεία, σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, οι μαθητές που προέρχονται από μη ευνοϊκό κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον έχουν σχεδόν τριπλάσιες πιθανότητες να μην ενταχθούν ούτε στο βασικό Επίπεδο 2 σε σχέση με τους συμμαθητές τους από ευνοϊκό κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον. Ενώ οι μαθητές που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών έχουν δύο φορές μεγαλύτερες πιθανότητες από τους γηγενείς συμμαθητές τους να μην ενταχθούν στο βασικό Επίπεδο 2 (της κλίμακας των Φυσικών Επιστημών στην συγκεκριμένη έρευνα) και αυτό αφού συνυπολογιστεί η επίδραση του κοινωνικο-οικονομικού περιβάλλοντος.
Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι περίπου το 29% των μαθητών, που συμμετείχαν στην έρευνα, από μη ευνοϊκό κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον, παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν έχουν υψηλές επιδόσεις και χαρακτηρίζονται ως «ανθεκτικοί». Επίσης ανθεκτικό είναι το 24% των μαθητών που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών και από μη ευνοϊκό κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον.
Και φυσικά θα ήταν πολύ χρήσιμο να ανιχνευθούν οι κοινωνικές και πολιτικές παράμετροι που συγκροτούν ή ενισχύουν αυτή την «ανθεκτικότητα».
Σχολική επίδοση και κοινωνικός αποκλεισμός
Η σχολική επίδοση ενός μαθητή ορίζεται ως η αξιολόγηση της απόδοσής του σε σχέση με την εκπαιδευτική διαδικασία.
H κακή οικονομική κατάσταση των μαθητών και των μαθητριών είναι μόνο μία παράμετρος που δυσκολεύει τη συμμετοχή και την επιτυχία στις εκπαιδευτικές διαδικασίες. Στην προσπάθεια να συμπεριληφθούν και άλλες αιτίες, πέραν της φτώχειας, που ευθύνονται για τη σχολική αποτυχία, ίσως ο όρος κοινωνικός αποκλεισμός είναι καταλληλότερος.
«O κοινωνικός αποκλεισμός δεν σημαίνει μόνο ανεπαρκές εισόδημα. Yπερβαίνει ακόμη και τη συμμετοχή στην εργασιακή ζωή, εκδηλώνεται σε τομείς όπως η στέγαση, η εκπαίδευση, η υγεία και η πρόσβαση σε υπηρεσίες. Θίγει όχι μόνο άτομα που έχουν υποστεί σοβαρή οπισθοδρόμηση, αλλά και κοινωνικές ομάδες, ιδιαίτερα σε αστικές και αγροτικές περιοχές, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο διάκρισης, διαχωρισμού ή εξασθένισης των παραδοσιακών μορφών των κοινωνικών σχέσεων. Γενικότερα, η επισήμανση των ρωγμών στον κοινωνικό ιστό υποδηλώνει κάτι περισσότερο από κοινωνική ανισότητα και συνεπακόλουθα ενέχει τον κίνδυνο μιας διπλής ή κατακερματισμένης κοινωνίας. Oι ευθύνες των μόνων γονέων και τα χαμηλά επίπεδα εισοδήματος τοποθετούν τις γυναίκες, ιδίως, σε καταστάσεις φτώχειας με πενιχρές προοπτικές βελτίωσης της θέσης τους.»1
Όταν προβλήματα που έχουν να κάνουν με την αποδυνάμωση -ή και τη διάρρηξη- του κοινωνικού δεσμού (χρήστες ουσιών, διαλυμένες οικογένειες κ.λπ.) ή με τον περιορισμό κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων (μετανάστες, παλλινοστούντες, αποφυλακισμένοι κ.λπ.) συνδυάζονται με μακροχρόνια ανεργία ή φτώχεια, συγκροτούν ένα εκρηκτικό μείγμα που μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες στη συμπεριφορά και απόδοση του παιδιού στο σχολείο και να προκαλέσει:
* αδυναμία παρακολούθησης των μαθημάτων λόγω δυσκολιών στην ανάγνωση και τη γραφή από τα πρώτα σχολικά χρόνια,
* ανάπτυξη συναισθημάτων ντροπής, δειλίας ή απόρριψης που έχουν αποτέλεσμα τη δυσκολία προσαρμογής στο περιβάλλον της τάξης, στη δημιουργία φιλικών σχέσεων και συμμετοχής σε σχολικές δραστηριότητες,
* άγχος, ανασφάλεια, αδιαφορία, απουσία κινήτρων, ελλιπή φοίτηση,
* αντικοινωνική συμπεριφορά και προβλήματα πειθαρχίας.
Κοινωνικό Κεφάλαιο και Εκπαίδευση
Από την έκθεση του ΙΕΠ σχετικά με τα αποτελέσματα του PISA 2015 διαβάζουμε ότι:
Ο Καναδάς, η Δανία, η Εσθονία, το Χονγκ Κονγκ (Κίνα) είναι χώρες όπου ένα μεγάλο ποσοστό μαθητών τους από μη ευνοϊκό κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα εγγραμματισμού.
Ακόμη στο Μακάο (Κίνα) και στο Βιετνάμ, οι μαθητές που προέρχονται από το πλέον δυσμενές περιβάλλον (με βάση διεθνή δείκτη) έχουν υψηλότερες επιδόσεις από μαθητές οι οποίοι προέρχονται από το πλέον ευνοϊκό περιβάλλον σε περίπου 20 άλλες συμμετέχουσες χώρες / οικονομίες στο PISA.
Στη Χιλή, το Μεξικό, τη Σλοβενία, την Τουρκία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ανάμεσα στο 2006 και το 2015, η επίδραση του κοινωνικο-οικονομικού περιβάλλοντος των μαθητών στις επιδόσεις τους μειώθηκε.
Στην προσπάθεια να ερμηνευθεί η «ανθεκτικότητα» που εμφανίζουν κάποιοι μαθητές από ευπαθείς κοινωνικά ομάδες, ακριβώς για να βρεθούν οι παράγοντες που την ενισχύουν, μπορεί να γίνει αναφορά στην έννοια του ανθρώπινου και κυρίως του κοινωνικού κεφαλαίου.
Κατά τους Bourdieu και Coleman2, οι πόροι της οικογένειας ενός ατόμου εντάσσονται σε τρεις κατηγορίες κεφαλαίου: το κοινωνικό, το ανθρώπινο και το χρηματικό. Το χρηματικό κεφάλαιο μπορεί να προσφέρει τους απτούς υλικούς πόρους για την επιτυχία του ενδιαφερόμενου. Το ανθρώπινο κεφάλαιο προέρχεται από το επίπεδο εκπαίδευσης των γονιών που μπορεί να διαμορφώσει το γνωστικό κεφάλαιο των παιδιών και τέλος το κοινωνικό κεφάλαιο εμπεριέχεται στις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά αλλά και την άμεση κοινότητα που τους περιβάλλει, και επιτρέπει τη διάχυση του ανθρώπινου κεφαλαίου στις επόμενες γενιές.
Για τον Bourdieu, το κοινωνικό κεφάλαιο ορίζεται ως «το σύνολο των εν ενεργεία ή των εν δυνάμει πόρων που συνδέονται με την κατοχή ενός δικτύου μόνιμων σχέσεων αλληλογνωριμίας και αλληλοαναγνώρισης, οι οποίες είναι περισσότερο ή λιγότερο θεσμοθετημένες, ή, με άλλα λόγια, με την ένταξη σε μία ομάδα, ως σύνολο ατόμων που δεν είναι μόνο προικισμένα με κοινές ιδιότητες, αλλά είναι επίσης ενωμένα με δεσμούς μόνιμους και χρήσιμους»3.
Συνεπώς, το κοινωνικό κεφάλαιο έχει την πηγή του στην συνύπαρξη και την συλλογική δράση. Αποτελεί μια «περιουσία» ενσωματωμένη στις διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις, έκφραση της οποίας είναι η εμπιστοσύνη, η αμοιβαιότητα και η αλληλοϋποστήριξη.
Στον χώρο της εκπαίδευσης φαίνεται ότι το κοινωνικό κεφάλαιο μπορεί -τουλάχιστον έως έναν βαθμό- να υπερκεράσει άλλες επιρροές όπως το χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο. Επομένως, όσο μεγαλύτερο κοινωνικό κεφάλαιο διαθέτει μία περιοχή ή κοινότητα, τόσο μεγαλύτερη είναι η δυνατότητα που διαθέτει για μάθηση.
Γενικά, από τη σχετική βιβλιογραφία, προκύπτει μία αμφίδρομη σχέση ενίσχυσης μεταξύ των ισχυρών κοινωνικών δικτύων και της ακαδημαϊκής επίδοσης 4.
Σύμφωνα με σχετική έρευνα που διενέργησαν οι Wilson (1987)5 και Fernandez – Kelly (1995)6 στα αστικά γκέτο του Σικάγο και της Βαλτιμόρης, η ακαδημαϊκή επίδοση των μαθητών είναι χαμηλή, όταν οι κοινότητες στις οποίες ζουν δεν αποδίδουν στην εκπαίδευση μεγάλη αξία, θεωρώντας ότι δεν εξασφαλίζει επισήμως επαγγελματική αποκατάσταση και βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης.
Το κοινωνικό κεφάλαιο όμως, μπορεί να αποτελέσει, εκτός από ένα προγνωστικό παράγοντα για την σχολική επιτυχία, και ένα από τα πιο πολύτιμα προϊόντα της εκπαίδευσης. Αφού, πέρα από την ενίσχυση του ανθρώπινου κεφαλαίου η εκπαίδευση μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη κοινωνικών δεσμών και σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ των παιδιών, προωθώντας τη συμμετοχή, τη συνεργασία και το ενδιαφέρον των παιδιών για τα κοινά και την εμπλοκή του σχολείου στις δραστηριότητες της κοινότητας.
Η εκπαίδευση στον κοινωνικό δεσμό αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς παράγοντες για την πολιτική και κοινωνική συμμετοχή των αυριανών πολιτών και για τις σχέσεις αλληλεγγύης που μπορούν να αναπτυχθούν μεταξύ των ανθρώπων.
Η ανεργία ως αντικίνητρο
Στην Ελλάδα, παρά την κρίση και τις συνέπειές της, παραδοσιακά διατηρείται η εκτίμηση στο εκπαιδευτικό σύστημα και στον θετικό ρόλο του στην κοινωνική κινητικότητα, από την οικογένεια και την κοινωνία. Η μεγάλη όμως ανεργία -ιδιαίτερα στους νέους ανθρώπους- απομακρύνει την προσδοκία επαγγελματικής αποκατάστασης και κοινωνικής ανέλιξης μέσω των σπουδών, οπότε αφαιρεί ένα σημαντικό κίνητρο για ουσιαστική συμμετοχή στις εκπαιδευτικές διαδικασίες.
Εδώ, ο τρόπος που ο γονιός ή ο δάσκαλος και ο κοινωνικός περίγυρος νοηματοδοτεί την έννοια της γνώσης και τη συνδέει με την ατομική αυτοπραγμάτωση αλλά και τη συλλογική ευημερία μπορεί να αντιμετωπίσει την απογοήτευση και την αδιαφορία.
Είναι προφανές ότι η διαπίστωση αυτή δεν ισχύει για ομάδες πληθυσμού που βρίσκονται κάτω από ένα επίπεδο φτώχειας και αποκλεισμού. Για τις ομάδες αυτές, η οικονομική και κοινωνική δυσπραγία ανακόπτει κάθε εκπαιδευτική προσπάθεια. Ως εκ τούτου η ανάγκη παροχής γενικότερης κοινωνικής αλλά και κρατικής προστασίας είναι απαραίτητη.
1. Πράσινο Bιβλίο για την κοινωνική πολιτική της Eπιτροπής Eυρωπαϊκών Kοινοτήτων
2. James S. Coleman (1988) Social Capital in the Creation of Human Capital, The University of Chicago Press
3. Bourdieu, P. (1994). «Κοινωνικό Κεφάλαιο: Προσωρινές σημειώσεις» στον Ν. Παναγιωτόπουλου (επιμ.) «Π. Μπουρντιέ: Κείμενα Κοινωνιολογίας» Αθήνα: Δελφίνι.
4. Baron, Field&Schuller, 2000 «Social Capital, Critical Perspectives»
5. The Truly Disadvantaged: The Inner City, the Underclass, and Public Policy, by William J. Wilson (Chicago: University of Chicago Press, 1987)
Η Ράνια Καλαντζή είναι εκπαιδευτικός
Πηγή: Η Αυγή