Ο καθηγητής στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών στο πανεπιστήμιο Κρήτης και επικεφαλής του γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, Φραγκίσκος Κουτεντάκης, μιλά για την πορεία της οικονομίας στην Ελλάδα και διεθνώς, μέσα από τις προβλέψεις για τον προϋπολογισμό του 2022.
Η νέα μετάλλαξη του κορονοϊού επηρεάζει σοβαρά τις προβλέψεις για την πορεία της οικονομίας διεθνώς, ιδίως της ΕΕ. Η οποία, όμως, είχε και από πριν αβεβαιότητα. Τι μπορούμε να προβλέψουμε;
Σε μια τέτοια περίοδο το μόνο που μπορούμε να προβλέψουμε είναι ότι δεν μπορούμε να κάνουμε ασφαλείς προβλέψεις. Οι ρυθμοί μεγέθυνσης του τρίτου τριμήνου ήταν εξαιρετικά ευνοϊκοί, μετά από τη δραματική ύφεση του προηγούμενου έτους, ωστόσο δεν μας διασφαλίζουν ότι θα συνεχιστούν και στο επόμενο έτος. Για αυτό και δίνουμε στις εκθέσεις μας ιδιαίτερη έμφαση στο κομμάτι της αβεβαιότητας. Το γεγονός ότι η υγειονομική κατάσταση στη χώρα μας δεν είναι καλή όσον αφορά τους θανάτους και τους εμβολιασμούς, επιτείνει αυτήν την αβεβαιότητα.
Ο προϋπολογισμός του 2022 «σχεδιάστηκε με την υπόθεση ότι η πανδημία, ως οικονομική μεταβλητή, θα φύγει σταδιακά από τις αρχές του 2022», όπως δήλωσε ο κ. Σκυλακάκης. Είναι μια ρεαλιστική υπόθεση αυτό;
Οι προϋπολογισμοί ενέχουν πάντα αβεβαιότητες και στην περίπτωσή μας η εξέλιξη της πανδημίας είναι η σημαντικότερη, ιδιαίτερα για τα δημόσια οικονομικά. Ο κίνδυνος, προφανώς, αφορά το ενδεχόμενο να απαιτηθούν νέες δημοσιονομικές παρεμβάσεις, είτε από την πλευρά των εσόδων είτε από την πλευρά των δαπανών, που θα μπορούσαν να καθυστερήσουν την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας που διαταράχτηκε τα δύο τελευταία χρόνια.
Η δημοσιονομική προσαρμογή που έχει αποφασίσει η κυβέρνηση για το 2022 επικρίνεται ως πολύ απότομη και ότι αυτό θα έχει σοβαρή επίπτωση στην κοινωνική πολιτική και στις υποδομές, όταν μάλιστα ο πληθωρισμός είναι υψηλός.
Η δημοσιονομική προσαρμογή προέρχεται αποκλειστικά από την άρση των έκτακτων μέτρων που εφαρμόστηκαν στην διετία 2020-21. Συγκεκριμένα, τα μέτρα αυτά υπολογίζονται σε περίπου 9 μονάδες του ΑΕΠ για κάθε έτος και για το 2022 θα παραμείνουν σε ισχύ κάπου 3 μονάδες. Αυτή η διαφορά των 6 μονάδων ισοδυναμεί με την έκταση της δημοσιονομικής προσαρμογής. Συνεπώς, δεν θα τη χαρακτήριζα απότομη, ειδικά αν ληφθεί υπόψη ότι το 2022 θα είναι το τελευταίο έτος εξαίρεσης από τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και από το 2023 η Ελλάδα θα πρέπει να επιστρέψει σε πρωτογενή πλεονάσματα.
Ποιες άλλες αβεβαιότητες βλέπετε όχι μόνο για τον προϋπολογισμό αλλά και για την πορεία της Οικονομίας;
Ένα κρίσιμο ζήτημα είναι πόσο γρήγορα θα επιστρέψει η ελληνική οικονομία στην κατάσταση πριν από την πανδημία. Αυτό έχει ήδη συμβεί σε μεγάλο βαθμό στην πλευρά της ζήτησης. Η προσφορά επανέρχεται με βραδύτερο ρυθμό, όπως άλλωστε συμβαίνει παγκοσμίως και αποτυπώνεται στις αυξήσεις του κόστους ενέργειας και άλλων βασικών αγαθών. Ο πληθωρισμός αποτελεί την άλλη μεγάλη σημαντική αβεβαιότητα για την ελληνική οικονομία, ειδικά στην περίπτωση που προκαλέσει μεταστροφή της νομισματικής πολιτικής.
Η συνεδρίαση της ΕΚΤ στις 16 Δεκεμβρίου θα έχει ως κύριο θέμα συζήτησης τη συνέχιση ή όχι του έκτακτου προγράμματος και τον πληθωρισμό. Τι απόφαση διαφαίνεται; Η νέα δυσκολία τι θα σημαίνει για την Ελλάδα;
Το πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων της ΕΚΤ λήγει τον προσεχή Μάρτιο. Η ΕΚΤ έχει στείλει το μήνυμα ότι δεν πρόκειται να βιαστεί να το αποσύρει νωρίτερα, αλλά και ότι είναι έτοιμη να το παρατείνει αν το απαιτήσουν οι συνθήκες. Αυτό στηρίζεται και στην εκτίμησή της ότι ο πληθωρισμός θα είναι προσωρινός και θα υποχωρήσει στη διάρκεια του νέου έτους. Αν τα πράγματα εξελιχθούν διαφορετικά και η ΕΚΤ αποσύρει την υποστηρικτική της πολιτική νωρίτερα, αυτό θα σημάνει αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους.
Το υψηλό δημόσιο χρέος, βάσει και της νομισματικής πολιτικής της ΕΕ, πώς βλέπεις να επηρεάζει την ελληνική οικονομία; Η αναβολή –για δεύτερη φορά– της Moody’s να αναβαθμίσει την ελληνική οικονομία, με τι συνδέεται;
Η αύξηση του ελληνικού δημοσίου χρέους ήταν αναμενόμενη συνέπεια της δημοσιονομικής επέκτασης για τη διαχείριση της πανδημίας. Το κόστος χρηματοδότησής του είναι σήμερα αρκετά χαμηλό, λόγω του ειδικού προγράμματος (PEPP) της ΕΚΤ, ωστόσο το ελληνικό κράτος διαθέτει ιδιαίτερα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα που του επιτρέπουν ομαλή προσαρμογή ακόμα και αν αλλάξουν τα νομισματικά δεδομένα. Μεσοπρόθεσμα, όμως, θα πρέπει να επανέλθει η δημοσιονομική ισορροπία ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους. Η καθυστέρηση στην αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας από τη Moody’s οφείλεται πιθανότατα στο μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας που χαρακτηρίζει την παγκόσμια οικονομία.
Το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ υπολογίζει τις απώλειες της αγοραστικής δύναμης του κατώτερου μισθού κατά 10% και ζητά αναδρομική (από 1/9/2021) την αύξηση του κατώτατου μισθού, νέες διαπραγματεύσεις για νέα αύξησή του από το 2022 καθώς και μείωση φορολογίας στην ενέργεια. Πώς θα απαντηθούν όλα αυτά;
Η απώλεια της αγοραστικής δύναμης από το πληθωριστικό κύμα είναι πολύ σημαντικό ζήτημα και τόσο ο κατώτατος μισθός όσο και ειδικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις μπορούν να προσφέρουν κάποια προστασία. Πρέπει, ωστόσο, οι όποιες παρεμβάσεις να είναι στοχευμένες στα χαμηλά εισοδήματα. Αν οι αυξήσεις των τιμών προκαλέσουν γενικευμένη αύξηση των μισθών, ο πληθωρισμός γίνεται ανατροφοδοτούμενος. Επιπρόσθετα –και αυτό αφορά τα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες– αν οι τιμές αυξηθούν ταχύτερα από εκείνες των εμπορικών μας εταίρων θα πληγεί η ανταγωνιστικότητα. Τέλος, πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι ο κρατικός προϋπολογισμός, δηλαδή οι φορολογούμενοι, δεν μπορεί να απορροφήσει το σύνολο των απωλειών της ιδιωτικής αγοραστικής δύναμης που προκαλεί ο πληθωρισμός.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος σχολίασε ότι η κυβέρνηση έγινε «προσωρινά κεϋνσιανή» αλλά με «έναν κεϋνσιανισμό χωρίς κοινωνικό κράτος». Εσείς στην Έκθεση προειδοποιείτε για ενδεχόμενες μόνιμες απώλειες του παραγωγικού δυναμικού που προκάλεσε η πανδημία. Μπορεί, συνδυάζοντας αυτά τα δυο, να είμαστε αισιόδοξοι;
Στη διάρκεια της πανδημίας είδαμε σε όλο τον κόσμο να εφαρμόζονται επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές – και να υποστηρίζονται από εξίσου επεκτατικές νομισματικές πολιτικές – με σκοπό την ανάσχεση της οικονομικής ύφεσης, μια αντίδραση αρκετά διαφορετική από εκείνη που είδαμε στην Ευρώπη κατά την κρίση χρέους. Με αυτή την έννοια οι οικονομικές πολιτικές έχουν γίνει παντού στον κόσμο περισσότερο «κεϋνσιανές». Από την άλλη μεριά, όσον αφορά το κοινωνικό κράτος, οι συνέπειες των οικονομικών ανισοτήτων και της έλλειψης ενός δικτύου κοινωνικής ασφάλειας, έχουν αναγνωριστεί από όλους τους διεθνείς οργανισμούς. Το πρόβλημα μπορεί να επιδεινωθεί από ενδεχόμενες μόνιμες απώλειες εξαιτίας της υπερχρέωσης μέρους των επιχειρήσεων που διέκοψαν τη λειτουργία τους καθώς και της υποβάθμισης των εργασιακών δεξιοτήτων όσων έμειναν άνεργοι στη διάρκεια της πανδημίας. Δεν πρέπει ωστόσο να ξεχνάμε ότι η διαχείριση όλων αυτών έχει το κόστος της. Το κοινωνικό κράτος χρειάζεται υψηλή φορολογία για να χρηματοδοτηθεί.
Η κυβέρνηση έχει επικριθεί για τη φορολογική της πολιτική από δυο πλευρές. Αφενός ότι μειώνει τους φόρους των εύπορων στρωμάτων και τους συντελεστές εταιρικής φορολόγησης – ήδη σχεδιάζει και μείωση φόρων εισοδημάτων από ακίνητα – ενισχύοντας περαιτέρω τις ανισότητες. Αφετέρου κατηγορείται για φορολογικό ανταγωνισμό ή (Κομισιόν) εντέλλεται για “συνετή δημοσιονομική πολιτική”. Ποια τα χαρακτηριστικά της φορολογικής πολιτικής της κυβέρνησης;
Η φορολογία –και γενικότερα η δημοσιονομική πολιτική- έχουν έντονες αναδιανεμητικές επιδράσεις και συχνά ευνοούν ορισμένα συμφέροντα σε βάρος άλλων. Διαχρονικά οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τη δημοσιονομική πολιτική για να διαμορφώσουν πολιτικές συμμαχίες ανάλογα με τον ιδεολογικό τους προσανατολισμό. Αυτό είναι βασικό στοιχείο στις δημοκρατίες και δεν αποτελεί πρόβλημα στο βαθμό που γίνεται με την απαραίτητη διαφάνεια και υπευθυνότητα λαμβάνοντας υπόψη και τις επιπτώσεις στις επόμενες γενιές.
Παύλος Κλαυδιανός
Πηγή: Η Εποχή