Macro

Οι πολλαπλές ταχύτητες στα πανεπιστήμια θα αποτύχουν

Το επερχόμενο νομοσχέδιο για τις μεταρρυθμίσεις στα πανεπιστήμια περιέχει διατάξεις που διαφοροποιούν από τον κύριο κορμό των πανεπιστημίων τα Τμήματα που προέκυψαν από πρόσφατες συμπράξεις ΤΕΙ και πανεπιστημίων. Η διαφοροποίηση αυτή συνιστά υποβάθμιση, καθώς ανοίγει το δρόμο για αδιευκρίνιστες συνέπειες στα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων αυτών των Τμημάτων, το πλαίσιο ενίσχυσης τους με υλικούς και ανθρώπινους πόρους, τη δυνατότητα τους να παράγουν έρευνα, τις εργασιακές σχέσεις του προσωπικού κλπ. Το όλο σχήμα θυμίζει τη διάκριση που υπάρχει σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ ανάμεσα σε πανεπιστήμια που αποκλειστικά παρέχουν διδασκαλία και πανεπιστήμια που παράγουν έρευνα και παρέχουν διδασκαλία. Η επιδιωκόμενη αυτή υποβάθμιση αποτελεί συνέχεια της στάσης της ΝΔ που καταψήφισε επί της αρχής όλα τα νομοσχέδια συμπράξεων πανεπιστημίων και ΤΕΙ. Στάση που συνάδει με συγκεκριμένες ιδεοληπτικές εμμονές: η ανάπτυξη των πανεπιστημίων υπαγορεύεται «από τις ανάγκες της αγοράς», οι επαγγελματικοί φορείς ανάγονται σε παράγοντες καθορισμού των πανεπιστημιακών προγραμμάτων σπουδών, τα κολλέγια προσφέρουν λύση για όσους δεν θέλουν να μπουν στη βάσανο των πανελλαδικών εξετάσεων και έχουν χρήματα για τα δίδακτρα, η μείωση του αριθμού των αποφοίτων πανεπιστημίου και η συρρίκνωση του πανεπιστημίου είναι αυτοσκοπός. Οι εμμονές αυτές απηχούν πάγιες αντιδράσεις της συντηρητικής παράταξης σε κάθε φάση ανάπτυξης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας. Ξεκινώντας από την ίδρυση του Πανεπιστημίου Σμύρνης το 1919 και φτάνοντας μέχρι σήμερα, το επιχείρημα της «χαμηλής ποιότητας» των νέων πανεπιστημίων και του προσωπικού τους ανασύρεται ως βασικό σενάριο. Κάποια από τα πανεπιστήμια που σήμερα επικαλούνται επίπεδο αριστείας είχαν χαρακτηριστεί ως «φορείς αμφιβόλου ποιότητας σπουδών» μόλις πριν από τρεις δεκαετίες όταν αναβαθμίστηκαν από Ανώτατες Σχολές σε πανεπιστήμια. Η όλη λογική εμπεδώνει μια διάκριση ανάμεσα σε ακαδημαϊκούς πληβείους (περιφερειακά πανεπιστήμια) και ακαδημαϊκούς πατρίκιους (κεντρικά και «ιστορικά» πανεπιστήμια).
Η απάντηση σε αυτήν την πολιτική οφείλει να λάβει υπόψη το συνολικό διακύβευμα διεύρυνσης της ανώτατης εκπαίδευσης στην ΕΕ. Μιας διεύρυνσης που στην Ελλάδα έγινε με δυσκολίες και κάποιες παραλείψεις αλλά με γνώμονα την πρόοδο της επιστήμης, των τεχνών και της κριτικής σκέψης και λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στον ευρωπαϊκό χώρο ανώτατης εκπαίδευσης και τις αναπτυξιακές ανάγκες της Ελλάδας. Επισημαίνουμε ότι όλες οι χώρες της ΕΕ προχωρούν τις τελευταίες τρεις δεκαετίες στην πανεπιστημιακή αναβάθμιση των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που προσομοίαζαν με τα δικά μας ΤΕΙ. Η εκκίνηση έγινε από τα βρετανικά Πολυτεχνεία, συνεχίστηκε στις σκανδιναβικές χώρες, πέρασε στις γερμανικές Ανώτατες Σχολές Εφαρμοσμένων Επιστημών και τώρα ολοκληρώνεται και στην Γαλλία. Τα γαλλικά πανεπιστημιακά Ινστιτούτα Τεχνολογίας φέτος καταργούνται, αυξάνονται τα έτη σπουδών και εντάσσονται στο ευρύτερο πανεπιστημιακό σύστημα πτυχίων (licence). Μεταβατικά, το πτυχίο που χορηγούσαν παραμένει ως ενδιάμεσο στάδιο σπουδών (και στην Ελλάδα χορηγούνται ακόμα τίτλοι ΤΕΙ για όσους εισήχθησαν στα πρώην ΤΕΙ μέχρι το 2018). Εντός της Ευρωζώνης μόνο η Αυστρία διατηρεί ένα θεσμικό πλαίσιο παρόμοιο με τα τέως δικά μας ΤΕΙ. Τέσσερις είναι οι λόγοι εξαιτίας των οποίων σημειώθηκε αυτή η μεταβολή εντός της ΕΕ.
Η αναβάθμιση ως σχέδιο της ΕΕ
(α) Η διάκριση θεωρητικής και εφαρμοσμένης γνώσης θεωρήθηκε ότι δεν απαντά ούτε στις εξελίξεις της επιστήμης και της τεχνολογίας αλλά ούτε και στις αναπτυξιακές ανάγκες των ευρωπαϊκών οικονομιών. Ως προς τη θεώρηση των
εξελίξεων στην επιστήμη πολλά μπορούμε να πούμε. Ως προς την αναπτυξιακή συμβολή της όλης μεταρρύθμισης, το θετικό παράδειγμα των χωρών της ΝΑ Ασίας όπου αυτή η διάκριση καταργήθηκε στη δεκαετία του 1970 θεωρήθηκε κρίσιμο στοιχείο.
(β) Στο Ενιαίο Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Επαγγελματικών Προσόντων της ΕΕ ορίζεται το μετα-λυκειακό «επίπεδο 5» που αφορά την εκπαίδευση «τεχνητών». Στην Ελλάδα, το «επίπεδο 5» υλοποιείται στα ΙΕΚ. Για να ενισχυθεί η ύπαρξη αναβαθμισμένου προσωπικού «τεχνητών», η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ νομοθέτησε το έτος μαθητείας στα ΕΠΑΛ και τα διετή προγράμματα τεχνικής εκπαίδευσης σε όσα πανεπιστήμια ενδιαφέρονταν να τα υλοποιήσουν. Και οι δύο αυτές πρωτοβουλίες χορηγούσαν τίτλους σπουδών «επιπέδου 5». Η κυβέρνηση της ΝΔ κατήργησε τα διετή, μείωσε τη χρηματοδότηση των δημοσίων ΙΕΚ, μείωσε τον αριθμό των εισακτέων στο έτος μαθητείας, αύξησε την αναλογία των σπουδαστών ανά διδάσκοντα στα δημόσια ΙΕΚ, υποβάθμισε τις Επαγγελματικές Σχολές Μαθητείας του ΟΑΕΔ από το «επίπεδο 4» (απόφοιτοι Λυκείου) στο «επίπεδο 3» (απόφοιτοι Γυμνασίου). Ουσιαστικά τορπίλισε τη δημόσια λυκειακή και μετα-λυκειακή τεχνική και τεχνολογική εκπαίδευση πριμοδοτώντας τα ιδιωτικά ΙΕΚ και κολλέγια.
(γ) Η ανάγκη να πρωταγωνιστήσουν διεθνώς τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια οδήγησε στην επιδίωξη δημιουργίας μεγάλων σε μέγεθος πανεπιστημίων εντός της ΕΕ. Είναι συζητήσιμο αν η εν λόγω στρατηγική είναι η μόνη που μπορεί να εξασφαλίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Σε κάθε όμως περίπτωση η επιλογή αυτή έχει μέχρι στιγμής λειτουργήσει αποδοτικά. Η στρατηγική αυτή απαιτεί την ενίσχυση των πανεπιστημίων με τις υποδομές και το προσωπικό των Σχολών που στις χώρες της ΕΕ προσομοίαζαν με τα δικά μας ΤΕΙ. Διατυπώθηκαν επιχειρήματα για το διαφορετικό επίπεδο ορισμένων –όχι όλων– εκ των διδασκόντων αυτών των σχολών (π.χ. όσων δεν ήταν διδάκτορες). Το ζήτημα θεωρήθηκε ότι θα λυθεί μέσω της διαδικασίας συνταξιοδότησης και πρόσληψης νέων διδασκόντων με υψηλότερα προσόντα. Επιπλέον, έγιναν καταργήσεις Τμημάτων στη φάση σύμπραξης αυτών των ιδρυμάτων με τα πανεπιστήμια. Αυτό έγινε και στην περίπτωση των ΤΕΙ στην Ελλάδα: ο αριθμός Τμημάτων της Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΤΕΙ + Πανεπιστήμια) το 2019 ήταν μικρότερος από τον αντίστοιχο του 2018. Παράλληλα με αυτήν τη στρατηγική, ο στόχος των μεγάλων πανεπιστημίων στην ΕΕ ενισχύεται και βάσει συνεργιών σε επίπεδο πόλεων, ενοποιήσεων σε εθνικό επίπεδο και διακρατικών δικτύων (Ευρωπαϊκή Πανεπιστημιακή Πρωτοβουλία). Στα μέσα Ιανουαρίου αναμένεται να εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το νέο σχέδιο μεγέθυνσης των πανεπιστημίων, σχέδιο πιο φιλόδοξο από όλα τα προηγούμενα.
(δ) Η ανάγκη για καθολική αύξηση των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η ΕΕ ευθαρσώς θεωρεί ότι «λείπουν πτυχιούχοι». Σωστό ή λάθος σε εθνικό επίπεδο, να το συζητήσουμε. Όχι όμως στη βάση του «τι σήμερα ζητάει η αγορά εργασίας και οι εργοδοτικοί φορείς» αλλά στη βάση του «τι κοινωνίες και οικονομίες θέλουμε να δημιουργήσουμε». Άλλες προτεραιότητες θα θέσουμε αν προσπαθήσουμε να συναγωνιστούμε οικονομίες που επικρατεί χαμηλή ένταση εργασίας και κακοπληρωμένες δουλειές και άλλες αν στοχεύουμε στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση και στη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Η επιδίωξη της της ΕΕ είναι να φτάσει άμεσα (2030) το ποσοστό πτυχιούχων στο 45% στην ηλικιακή ομάδα 25-34 ετών. Η Ελλάδα έχει φτάσει στο 43,7% αλλά προβλέπεται μείωση λόγω του περιορισμού των εισακτέων στα πανεπιστήμια που ήδη φέτος προέκυψε. Ως προς τους λόγους επιδίωξης της καθολικής αύξησης των αποφοίτων πανεπιστημίου, έχει διατυπωθεί μια επιχειρηματολογία που αφορά τις αναπτυξιακές προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας και τη συνεισφορά της ανόδου του επιπέδου μόρφωσης στην προώθηση της δημοκρατίας, της ευρωπαϊκής ενοποίησης, της κοινωνικής ισότητας και της καταπολέμησης του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.
Σε αντίθετη κατεύθυνση
Η επερχόμενη νομοθετική διαφοροποίηση Τμημάτων που προέκυψαν από τις πρόσφατες συμπράξεις ΤΕΙ και πανεπιστημίων κινείται σε κατεύθυνση αντίθετη από τις εξελίξεις στην ΕΕ. Συνιστά ένα πισωγύρισμα που δεν υπηρετεί τις ανάγκες της χώρας, εμπεδώνει θεσμικά πολλαπλές ταχύτητες στα πανεπιστήμια και υπονομεύει τις περιφερειακές και εθνικές αναπτυξιακές προοπτικές. Ως τέτοια είναι δομικά προδιαγεγραμμένη να αποτύχει. Αν δεν το κατανοήσει η παρούσα κυβέρνηση της ΝΔ, η επόμενη κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ θα παρέμβει διορθωτικά επαναφέροντας το ευρωπαϊκό κεκτημένο στα ελληνικά πανεπιστήμια.

Ο Γιώργος Αγγελόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ.

Πηγή: Η Εποχή