Macro

Ευκλείδης Τσακαλώτος: Ο ΣΥΡΙΖΑ του 31,5%: Έμπνευση και δουλειά μυρμηγκιού

Ο ΣΥΡΙΖΑ αρχίζει την αντιπολιτευτική του πορεία με πολλές και σημαντικές παρακαταθήκες. Το κυβερνητικό έργο, με τις επιτυχίες και αστοχίες του, έχει δημιουργήσει μια πλούσια εμπειρία σε ιδέες, σε πολιτικές, σε πολιτικό και επιστημονικό προσωπικό, σε μια καλύτερη κατανόηση των ευκαιριών, αλλά και των δυσκολιών που δημιουργούν οι συσχετισμοί εντός και εκτός Ελλάδας. Για όλα αυτά πρέπει να γίνει ένα σοβαρός και οργανωμένος απολογισμός, αλλά παρακαταθήκη υπάρχει.

Δεν είναι μόνο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το μεγαλύτερο κόμμα της ευρωπαϊκής Αριστεράς και ένα από τα μεγαλύτερα συνολικά στο φάσμα του κόκκινο – κόκκινο – πράσινο που μας ενδιαφέρει. Ούτε ότι έχει ευρωπαϊκό προφίλ με παρεμβάσεις στα διεθνή φόρα της Αριστεράς, στην ευρωβουλή, στο Κόμμα Ευρωπαϊκής Αριστεράς, στο Progressive Caucus, αλλά και στα ευρωπαϊκά συμβούλια, στα Eurogroup και στο Ecofin. Είναι ότι έχει θέσεις, που χρήζουν βεβαίως περαιτέρω επεξεργασίας, για την Ευρώπη, την ευρωπαϊκή οικονομία, για τις κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες, για τους μετανάστες.

Όταν ο κυρίαρχος λόγος φοβάται ότι το Μπρέξιτ ή οι εμπορικοί πόλεμοι του Τραμπ θα δημιουργήσουν νέο κύκλο ύφεσης, εμείς ξέρουμε ότι βλέπουν τον κόσμο ανάποδα. Είναι οι υφεσιακές πολιτικές, η κυριαρχία των χρηματαγορών, η απορρύθμιση των αγορών, ο περιορισμός των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, που αποσταθεροποιούν το οικονομικό σύστημα και εντέλει το πολιτικό. Και, όταν αυτές οι πολιτικές παρουσιάζονται ως η λύση του προβλήματος, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος: ύφεση – πολιτική και οικονομική αποσταθεροποίηση – ύφεση. Ο Τζόνσον, ο Τραμπ, αλλά και ο Σαλβίνι και ο Όρμπαν, είναι το αποτέλεσμα ενός οικονομικού μοντέλου που μπορεί να κυριαρχεί, αλλά δεν μπορεί να ηγεμονεύει. Γιατί η ηγεμονία εξασφαλίζεται στη βάση κοινωνικών συμμαχιών που ενσωματώνει, μερικώς πάντα βέβαια στον καπιταλισμό, κάποια συμφέροντα των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων. Με στάσιμους μισθούς, με συρρικνωμένο το κοινωνικό κράτος, με ανισότητες όλων των ειδών, με όλο και περισσότερο περιορισμένα δικαιώματα, ηγεμονία δεν χτίζεις. Μπορούν να το επιβεβαιώσουν αυτό η May, ο Renzi, οι Κλίντον, ο Μακρόν, και άλλοι πολλοί. Σύντομα θα το επιβεβαιώσει και ο κ. Μητσοτάκης.

Σε αυτό το πλαίσιο εμείς μπαίνουμε με τις αναλύσεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ξέρουμε, δηλαδή, ότι στον καπιταλισμό δεν υπάρχει μηχανισμός που εγγυάται την ποσότητα και την ποιότητα των αναγκαίων επενδύσεων. Πολλούς από τους μηχανισμούς που εξασφάλιζαν αυτή την ποιότητα και ποσότητα στην μεταπολεμική περίοδο – τη λεγόμενη χρυσή περίοδο του αναπτυγμένου καπιταλισμού με όρους ανάπτυξης, αυξανόμενων μισθών, μείωσης των ανισοτήτων, κ.λπ. – έχουν εγκαταλειφθεί εδώ και καιρό: οικονομικός προγραμματισμός, έλεγχος των τραπεζών, αναδιανεμητικό φορολογικό σύστημα, ισχυρά συνδικάτα. Και τα αποτελέσματα είναι σαφή.

Σε σχέση με την ποσότητα των επενδύσεων παρατηρούμε τις τελευταίες τρεις δεκαετίες ότι έχουμε μια σημαντική τάση μείωσης των καθαρών επενδύσεων (δηλαδή του σχηματισμού παγίου κεφαλαίου μετά την αφαίρεση των αποσβέσεων). Αυτή η τάση, όπως φαίνεται και στο διάγραμμα, είναι εμφανής σε ανεπτυγμένες οικονομίες και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Έτσι, λοιπόν, οι επενδύσεις έχουν πέσει από ένα επίπεδο του 7%-8% του ΑΕΠ στις αρχές τις δεκαετίας του 1990 σε ένα επίπεδο του 3,5% – με 5,5% το 2018. Ο επαρχιωτισμός της Ν.Δ. δεν την αφήνει να κατανοήσει αυτές τις τάσεις, πόσο μάλλον να εκπονήσει μια σοβαρή στρατηγική αντιμετώπισης τους πέρα από το μπετόν.

Εξίσου σημαντικό είναι και το θέμα της ποιότητας των επενδύσεων – για εμάς δεν ισχύει η παραδοσιακή κεϋνσιανή θέση ότι, όταν έχουμε αρκετή ποσότητα επενδύσεων, για να εξασφαλιστεί η πλήρης απασχόληση μπορούμε να αφήσουμε στην ελεύθερη αγορά να λύσει όλα τα άλλα προβλήματα. Έτσι, όταν μιλάμε για ποιοτικά στοιχεία των επενδύσεων, εννοούμε τους μισθούς και την ποιότητα των θέσεων εργασίας. Στο σύγχρονο καπιταλισμό, οι εργαζόμενοι και εργαζόμενες φοβούνται να διεκδικήσουν υψηλότερους μισθούς. Λογικό. Δρουν σε ένα πλαίσιο με αδύναμα συνδικάτα, με θέσεις εργασίας που δεν εμπεριέχουν καμία προοπτική επαγγελματικής ανοδικής πορείας, όπου μια απόλυση μπορεί να συνδυαστεί με απώλεια κοινωνικών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Η θέση των νεοφιλελεύθερων ότι για όλα αυτά φταίει ο ίδιος ο εργαζόμενος που δεν είναι αρκετά ευέλικτος ασκεί πίεση στους εργαζόμενους, δεν είναι όμως ηγεμονική μακροπρόθεσμα.

Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται σε πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες μια μεγάλη απόκλιση μεταξύ της αύξησης της παραγωγικότητας και της αύξησης των μισθών. Η τάση αυτή είναι εμφανής στο σύνολο σχεδόν της Ευρώπης και μπορεί να συνδεθεί με τις κινήσεις του εκλογικού σώματος σε πολλές χώρες. Και, για να μην προτρέξει κανείς να πει ότι φταίει γι αυτό το αυστηρό πλαίσιο της Ευρώπης με τη σφιχτή εργατική νομοθεσία και την υπερβολική ρύθμιση στις αγορές, η εικόνα είναι ακόμα χειρότερη στην Αμερική, όπως φαίνεται και στο διάγραμμα, που και ανίσχυρα συνδικάτα έχει και προστασία της εργασίας δεν έχει. Το αντίθετο μάλιστα. Θα μπορούσε κάλλιστα να πει κάποιος ότι είναι το προπύργιο όλων των απόψεων του κ. Μητσοτάκη και της κυβέρνησής του.

Υπάρχει και η αντίστροφη σχέση: οι χαμηλοί μισθοί και η ανασφάλεια δεν βοηθούν τους εργαζόμενους να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους, ούτε τις επιχειρήσεις να επενδύσουν σε νέες τεχνολογίες, αφού υπάρχει η εύκολη λύση του αναλώσιμου εργαζομένου. Αυτός είναι ένας από τους λόγους, άλλωστε, που στο αναπτυξιακό σχέδιο που παρουσίασε η κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα συνέδεσε την ανάπτυξη με την ποιότητα των θέσεων εργασίας και τα εργασιακά δικαιώματα.

Αλλά η χαμηλή ποιότητα των επενδύσεων δεν φαίνεται μόνο στην αγορά εργασίας. Ένα θέμα είναι η περιφερειακή διανομή των επενδύσεων. Όλο και περισσότερο βλέπουμε την ανάπτυξη συγκεντρωμένη σε συγκεκριμένες περιοχές – οι λεγόμενοι πόλοι ανάπτυξης – και την υποβάθμιση άλλων περιοχών. Μια υποβάθμιση, όχι μόνο οικονομική, με χαμηλότερες επενδύσεις και υποδομές, αλλά και κοινωνική και πολιτιστική.

Και, βεβαίως, υπάρχει το περιβαλλοντικό. Όλος ο πλανήτης, αν εξαιρέσουμε τον πλανητάρχη, έχει καταλάβει τη σοβαρότητα της κλιματικής κρίσης. Αλλά όλο και περισσότερο δημιουργείται η πεποίθηση ότι η αντιμετώπιση αυτής της κρίσης δεν είναι εύκολη, ούτε μπορεί να περιοριστεί σε εργαλεία της αγοράς, όπως οι φόροι για τους ρύπους. Η οποία λύση θα πρέπει να επηρεάσει και τα καταναλωτικά και τα παραγωγικά πρότυπα.

Δεν φτάνουν οι πράσινες επενδύσεις που δεν αγγίζουν αυτά τα δυο. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να εφάρμοσε ένα σχέδιο για τις ΑΠΕ και για τις ενεργειακές κοινότητες, κατανοούμε όμως ότι αυτό δεν φτάνει, ιδιαίτερα όταν η στάση μας σε κάποια ζητήματα, όπως οι εξορύξεις, χρήζει επανεξέτασης. Χρειάζεται πολύ δουλειά σε αυτό το θέμα και συγχρόνως συμμαχίες εντός και εκτός Ελλάδας. Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να απουσιάζουμε από την όλη συζήτηση για το πως μπορεί να προωθηθεί μια μείωση του χρέους στις υπερχρεωμένες χώρες με αντάλλαγμα πράσινες επενδύσεις.

Τα εργασιακά, και όχι μόνο βεβαίως, δικαιώματα, οι ανισότητες όλων των ειδών, και η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, μας δίνει ένα τρίπτυχο προβληματισμού, προγραμματικής ανανέωσης, αντιπολιτευτικής στάσης, κινηματικής δράσης, κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών.

Μόνο που θέλει ένα κόμμα αντάξιο αυτών των προκλήσεων. Πιο δημοκρατικό και πιο συλλογικό. Που δε ξεχνάει ποτέ τις διεθνείς του αναφορές και βλέπει τη στρατηγική του Κόκκινο-Κόκκινο-Πράσινου όχι ως μια ευκαιριακή τακτική προσωρινής επιβίωσης, αλλά ως μια μακροπρόθεσμη στρατηγική. Που αφουγκράζεται τα νέα ρεύματα, αλλά συγχρόνως ξέρει να τα επεξεργάζεται συλλογικά με βάσει τις αξίες και αναλύσεις του. Που πλησιάζει νέα μέλη, και με τις δυο έννοιες του νέου, που έχουν -ή θα ήθελαν να έχουν- πολιτική εμπειρία, κοινωνικές αναφορές και, ίσως πρωτίστως, καθημερινές εμπειρίες που μπορούν να εμπλουτίσουν το κόμμα μας. Που χτίζει συμμαχίες κυρίως στο στρατηγικό επίπεδο, και όχι στο τακτικό. Που οι κινήσεις τακτικής στην κεντρική πολιτική σκηνή ακολουθούν μια δουλειά μυρμηγκιού σε όλα τα επίπεδα – οργανωτικά, κινηματικά, προγραμματικά – και που είναι αποτέλεσμα συλλογικής απόφασης.

Φοβάμαι, όμως, ότι ούτε όλα αυτά δε φτάνουν. Ιδιαίτερα θα ήθελα να επισημάνω δυο μεγάλα κενά στην πολιτική μας.

Το πρώτο έχει να κάνει με τις γυναίκες. Η εμπειρία των τελευταίων χρόνων σε όλο τον δυτικό κόσμο λέει ότι οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερη αντισυστημικότητα από τους άνδρες. Ακριβώς γιατί έχουν πιο άμεσες προσλαμβάνουσες για τις συνέπειες των κυρίαρχων πολιτικών, στους χώρους δουλειάς, στο σπίτι, στις γειτονιές. Οι ανισότητες – οικονομικές, περιφερειακές, πρόσβασης σε κοινωνικά αγαθά και αλλά πολλά – εξηγούν αυτή την αντισυστημικότητα που στρέφεται και δεξιά και αριστερά. Αλλά, αν δεν ασχοληθούμε πιο σοβαρά με το θέμα, πως θα στραφούν προς την Αριστερά;

Το δεύτερο έχει να κάνει με τον πολιτισμό. Όσοι και όσες από εμάς έχουν περάσει από τον Γκράμσι, έστω και περαστικά, καταλαβαίνουμε τη σημασία του πολιτισμού για την ηγεμονία. Όχι περιστασιακά, όχι για να «πιάσουμε» τον κόσμο της τέχνης και του πολιτισμού, αλλά ως συστατικό στοιχείο της κατανόησης της πραγματικότητας και της δημιουργίας ενός άλλου μπλοκ κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Ιδιαίτερα δε σε σχέση με τη νεολαία, υπάρχουν σημαντικές πολιτιστικές δραστηριότητες που δεν τις κατανοούμε, και συχνά δίνουμε την εντύπωση ότι δεν μας ενδιαφέρει να τις κατανοήσουμε. Ο πολιτισμός επηρεάζει το πως σκέφτονται οι άνθρωποι τον εαυτό τους και τις σχέσεις τους με τους άλλους. Χωρίς άποψη για αυτό το πολιτισμικό φίλτρο κατανόησης των ανθρώπων, ηγεμονία απλώς δεν χτίζεις.

Οι αντικειμενικές συνθήκες για το χτίσιμο μιας νέας ηγεμονίας υπάρχουν. Στο χέρι μας είναι να δημιουργήσουμε και τις υποκειμενικές. Η διαδικασία της διεύρυνσης του κόμματος αποτελεί μια θαυμάσια πρώτη ευκαιρία γι αυτό το εγχείρημα. Ιδιαίτερα αν αυτή συνδυαστεί και με δουλειά μυρμηγκιού.

 

Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι Βουλευτής του Βόρειου Τομέα Αθηνών με τον ΣΥΡΙΖΑ

Πηγή: Η Αυγή