Στις πρόσφατες εξαγγελίες του στη ΔΕΘ, ο Πρωθυπουργός, σχολιάζοντας το ράλι των τιμών στην αγορά ακινήτων, ανέφερε χαρακτηριστικά πως κάποιοι πληρώνουν παραπάνω, αλλά υπάρχουν και κερδισμένοι. Η φράση αυτή συνοψίζει καθαρά την επιλογή της Νέας Δημοκρατίας να στηρίζει το κοινωνικό μπλοκ που αποτελείται από τα ανώτερα στρώματα, τους ιδιοκτήτες, τους επενδυτές και όχι εκείνους που ζορίζονται για να τα βγάλουν πέρα. Ένα πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα σε αυτή την κατεύθυνση είναι οι εξαγγελίες του Πρωθυπουργού για μειώσεις στη φορολογία των ενοικίων: ένας συνταξιούχος που νοικιάζει ένα σπίτι και εισπράττει 400 ευρώ τον μήνα δεν θα δει κανένα όφελος, ενώ ένας εισοδηματίας που εισπράττει 2.000 ευρώ το μήνα θα κερδίσει 1.200 ευρώ τον χρόνο. Η ρύθμιση αυτή δεν αποτελεί μια μεμονωμένη πολιτική επιλογή, αλλά ένα συνεκτικό κυβερνητικό σχέδιο που μετατοπίζει σταδιακά την ισχύ υπέρ των λίγων και ισχυρών.
Στην πραγματικότητα, πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε, συμπεριλαμβανομένης της στεγαστικής κρίσης, πηγάζουν από το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει αυτή η μεγάλη μεταστροφή ισχύος υπέρ του χρηματοπιστωτικού συστήματος, των εταιρειών τεχνολογίας, των εταιρειών ορυκτού πλούτου και των εισοδηματιών η οποία οδηγεί στις ανισότητες, την κλιματική κρίση, τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους. Έτσι λοιπόν, σε κάθε εξαγγελία της κυβέρνησης, οι πολίτες θα έπρεπε να αξιολογούν όχι μόνο ποιοι και πόσο κερδίζουν σε ευρώ αλλά και πώς αυτή καθαυτή η ρύθμιση επηρεάζει τη συνεχή προσπάθεια μεταστροφής της ισχύος.
Θα αναφέρω τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα επιλογών της κυβέρνησης της ΝΔ που ενισχύουν αυτή τη μεταστροφή της ισχύος.
Το πρώτο έχει να κάνει με τις πολιτικές της Κυβέρνησης της ΝΔ στα εργασιακά. Από τη στιγμή που ανέλαβε τη διακυβέρνηση το 2019, είχε σαν κύριο μέλημα την ισχυροποίηση των εργοδοτών και την αποδυνάμωση της θέσης των εργαζομένων. Ενδεικτικό είναι ότι ενώ η χώρα έχει δέσμευση από τις ευρωπαϊκές οδηγίες να εξασφαλίσει ότι τουλάχιστον το 80% των εργαζομένων θα καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις, η Κυβέρνηση ακόμα δεν έχει κάνει κάτι. Εκτός βέβαια από το να συστήνει επιτροπές που, όπως όλοι γνωρίζουμε, δεν έχουν στόχο να βρουν λύσεις αλλά να χρονοτριβήσουν. Ακόμη και η κατάργηση της φορολογίας στους νέους κάτω των 25 ετών που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ το 2025, κατά βάση είναι όφελος για τους εργοδότες – οι οποίοι θα προσλάβουν νέους εργαζόμενους με μικρότερο συνολικό κόστος – ενώ ελάχιστο μέρος από το όφελος θα περάσει στους ίδιους τους εργαζομένους που θα συνεχίσουν να λαμβάνουν τις ίδιες καθαρές αποδοχές. Γιατί χωρίς συλλογικές συμβάσεις, περιορίζεται δραστικά η ισχύς των εργαζομένων, και άρα η διαπραγματευτική τους δύναμη απέναντι στους εργοδότες, στη βάση των νέων ρυθμίσεων. Για παράδειγμα, ο εργοδότης μπορεί να κάνει την εξής -take it or leave it- πρόταση σε έναν εργαζόμενο: «800 έπαιρνες, 800 θα συνεχίσεις να παίρνεις καθαρά, τα υπόλοιπα θα τα κανονίσω εγώ».
Δεύτερο παράδειγμα είναι η διάθεση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Εδώ η κυβέρνηση της ΝΔ επέλεξε να ενισχύσει τις μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες έναντι των μικρότερων προκηρύσσοντας λίγα και μεγάλα έργα. Και αυτό παρά το γεγονός ότι η χώρα στην πραγματικότητα χρειάζεται πολλά μικρά έργα τα οποία θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις πραγματικές ανάγκες, να ενισχύσουν την οικονομία και να αποτελέσουν ανάχωμα στην κλιματική κρίση. Και εδώ είναι εμφανής η μεταστροφή ισχύος υπέρ των λίγων.
Και τρίτον, το φαινόμενο της χρηματιστικοποίησης της κατοικίας, της μετατροπής δηλαδή ενός κοινωνικού αγαθού σε επενδυτικό προϊόν: ολόκληρες περιοχές αλλάζουν χαρακτήρα, οι κάτοικοι και οι μικρές επιχειρήσεις φεύγουν, χάνονται εμπορικές και πολιτιστικές δραστηριότητες. Η κυβέρνηση αφήνει τα μεγάλα fund ανεξέλεγκτα να αλλάζουν το χαρακτήρα ολόκληρων περιοχών, χωρίς να ερωτώνται οι ίδιοι οι κάτοικοι. Και αυτό δεν είναι απλά ένα χωροταξικό θέμα, πρόκειται για ευθεία υπονόμευση της ίδιας της δημοκρατίας.
Ειδικά το τρίτο παράδειγμα είναι ιδιαίτερα επίκαιρο αφού τα τελευταία χρόνια η χώρα διέρχεται μια οξύτατη στεγαστική κρίση. Τα νούμερα είναι σοκαριστικά. Η Ελλάδα βρίσκεται πλέον στην πρώτη θέση στην Ευρώπη ως προς το ποσοστό εισοδήματος που δαπανάται για στέγαση, ενώ χιλιάδες νέοι άνθρωποι αδυνατούν να φύγουν από το πατρικό τους σπίτι.

Μέχρι στιγμής τα μέτρα που έχει υλοποιήσει η κυβέρνηση είναι κυρίως από την πλευρά της ζήτησης και μάλλον οξύνουν τη στεγαστική κρίση, αφού πιέζουν τα ενοίκια προς τα πάνω. Την τελευταία βδομάδα είδαμε και μία παρέμβαση από την πλευρά της προσφοράς με τη ψήφιση του νόμου για τη λεγόμενη «Κοινωνική Αντιπαροχή». Ένα πλαίσιο όπου το κράτος θα παραχωρεί δημόσια γη ή δημόσια ακίνητα, και ιδιώτες εργολάβοι θα αναλαμβάνουν να φτιάξουν κατοικίες. Κάποιες κατοικίες περνούν στην κυριότητα των ιδιωτών ενώ κάποιες – τουλάχιστον 30% του κάθε πρότζεκτ – θα παραμένουν στην κυριότητα του δημοσίου για να χρησιμοποιηθούν σαν κοινωνική στέγη. Η κυβέρνηση προβάλλει αυτό το νόμο ως απάντηση στη στεγαστική κρίση, επιχειρώντας να πείσει ότι θα ανοίξει το δρόμο για φθηνότερη στέγη σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Είναι σωστό να μιλάει κάποιος για κοινωνική στέγη; Η διεθνής εμπειρία λέει πως ναι. Ο κοινωνικός τομέας στη στέγη έχει πολύ σημαντική επίδραση στην ιδιωτική αγορά ακινήτων, παρέχοντας φθηνότερη εναλλακτική και πιέζοντας τις τιμές προς τα κάτω. Γιατί όταν ένα σημαντικό μερίδιο των ενοικιαστών μένουν σε κοινωνική κατοικία (όπως ισχύει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες), αυτό συμπιέζει το πλήθος αυτών που πληρώνουν μεγάλο κομμάτι του διαθέσιμου εισοδήματος για στέγαση, αλλά αποτελεί και μοχλό πίεσης προς τον ιδιωτικό τομέα να διατηρεί το κόστος της στέγασης χαμηλότερο.
Θα πετύχει αυτό το στόχο ο νέος νόμος της κυβέρνησης; Η απάντηση είναι όχι. Το νομοσχέδιο κοινωνικής αντιπαροχής που έφερε η Κυβέρνηση δεν έχει τίποτα το κοινωνικό. Πρόκειται και πάλι για ένα δώρο στους εργολάβους και τις κατασκευαστικές. Πρώτο και κυριότερο γιατί ο ιδιωτικός τομέας παίρνει τη γη από το δημόσιο και μετά τη διαχειρίζεται και για το 30% που παραμένει στην ιδιοκτησία του δημόσιου και για το 70% που είναι στην κατοχή του ιδιώτη. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι, όπως λέει το νομοσχέδιο, το 30% των σπιτιών που θα κατασκευαστούν θα έχουν «ουσιωδώς» χαμηλότερο ενοίκιο, αυτό εξακολουθεί να μη συγκροτεί τομέα κοινωνικής στέγασης.

Μια σύγκριση με τι γίνεται διεθνώς δείχνει το χάσμα που μας χωρίζει. Στην Ευρώπη για να διατηρηθούν χαμηλά οι τιμές το κράτος δίνει συχνά επιδοτήσεις στην κατασκευή για να κρατηθούν χαμηλά τα ενοίκια, ενώ συνήθως τη διαχείριση των κοινωνικών κατοικιών την αναλαμβάνουν μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, συνεργατικά ή συνεταιριστικά εγχειρήματα. Από αυτά δεν κάνει τίποτα η Κυβέρνηση.
Μια εναλλακτική στα σχέδια της κυβέρνησης θα μπορούσε να είναι η δημιουργία μιας «Τράπεζας Κοινωνικής Στέγης» που θα συγκεντρώνει ανεκμετάλλευτα ακίνητα του Δημοσίου, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, της Εκκλησίας. Μια άλλη πηγή μπορεί να είναι τα περίπου 15.000 ακίνητα που είναι ακόμα στους ισολογισμούς των τραπεζών και θα μπορούσε ένας δημόσιος οργανισμός να έρθει σε συμφωνία με τις τράπεζες να τα αγοράσει και να τα διαχειριστεί είτε ανεξάρτητα είτε μέσα από την Τράπεζα Κοινωνικής Στέγης. Άρα συνολικά το κοινωνικό στοιχείο είναι όταν όλα αυτά τα ακίνητα θα ανακαινίζονται με δημόσια χρηματοδότηση και θα διατίθενται με χαμηλό ή και μηδενικό ενοίκιο, ανάλογα με το εισόδημα των ενοικιαστών, ενώ θα προσφέρονται κίνητρα και σε ιδιώτες για να παραχωρούν κατοικίες για 6–10 χρόνια με μειωμένο ενοίκιο και φοροαπαλλαγές.
Για την Αριστερά, η στεγαστική κρίση δεν είναι φυσικό φαινόμενο αλλά αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών. Οι πολιτικές της Κυβέρνησης όχι μόνο δεν ανακουφίζουν τους πολίτες, δεν μειώνουν τα ενοίκια και δεν δημιουργούν κοινωνικό τομέα στέγασης, αλλά αντίθετα, ενισχύουν τους μεγάλους κατασκευαστές, μετατρέπουν τη δημόσια γη σε πηγή ιδιωτικής κερδοφορίας και αφήνουν στο περιθώριο τους ευάλωτους και τη μεσαία τάξη. Η στέγη δεν μπορεί να είναι πολυτέλεια· είναι δικαίωμα.