Το 3ο Συνέδριο του κόμματός μας γίνεται σε μια εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία. Κι αν αυτή η φράση φαίνεται σαν κοινοτοπία που λέγεται σε κάθε προσυνεδριακό κείμενο της Aριστεράς, τώρα είναι η επιτακτική πραγματικότητα. Η σκληρή Δεξιά της Ν.Δ. έχει αποτύχει τόσο πολύ στη διακυβέρνηση, που πλέον κάνει μόνο επικοινωνιακή διαχείριση, μην επιθυμώντας να αναθεωρήσει τον πυρήνα της πολιτικής της. Έχει αφήσει την πανδημία ανεξέλεγκτη, ενδιαφερόμενη μόνο να μην ενισχυθεί η δημόσια Υγεία. Έχει αφήσει την κοινωνία απροστάτευτη απέναντι στο πρωτοφανές κύμα ακρίβειας. Βλέπει τα δημόσια οικονομικά ως κουμπαρά για δώρα στην ελίτ. Αγκαλιάζει κάθε αυταρχική πρωτοβουλία, πουλάει καταστολή και φόβο. Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση έχουμε ένα καθήκον: να κερδίσουμε τις εκλογές για να βελτιώσουμε τις ζωές του κόσμου.
Η Αριστερά πρεσβεύει αξίες
Η Αριστερά πρεσβεύει αξίες. Η Αριστερά έχει συγκεκριμένες κοινωνικές αναφορές. Αλλά έχει και ανάλυση για τα δομικά εμπόδια που η συγκεκριμένη κοινωνία θέτει στην άνθιση των αξιών της και την προώθηση των συμφερόντων συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Τα εμπόδια είναι πολλαπλά, και τέμνονται πολλές φορές. Σκεφτείτε μόνο τους μηχανισμούς -νομικούς, οικονομικούς, ιδεολογικούς- που ακόμα και σήμερα θέτουν εμπόδια στη γυναικεία χειραφέτηση.
Αυτό το απλό επιχείρημα τείνει να ξεχαστεί στη συζήτηση για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., για το πώς θα ανταποκριθούμε στις ανησυχίες και στην αγανάκτηση του κόσμου, για το πώς θα κερδίσουμε τη Δεξιά. Διάβασα (Ν. Μπίστης, TVXS, 31.1.22) ότι οι εκλογές στην Πορτογαλία αναδεικνύουν την ανάγκη του κόσμου για μεταρρυθμίσεις και ηρεμία, και όχι για ρήξεις. Ως εμπειρική διατύπωση, ως δημοσκοπικό ερώτημα μπορεί να στέκει. Αλλά το ζήτημα είναι κατά πόσο η ανάλυση μας αναδεικνύει ότι οι πολιτικές της Ν.Δ. είναι αυτές που δημιουργούν ανασφάλεια, ανισότητες, αυταρχισμό. Όπως ισχυρίστηκε ο Βαλτέν (TVXS, 3.2.22), «η Αριστερά πρέπει ασφαλώς να παίρνει υπόψη το λαϊκό αίσθημα και τους συσχετισμούς, αλλά ταυτόχρονα να εξηγεί ότι η ακινησία δεν εξασφαλίζει την ησυχία όλων ούτε την αυριανή ησυχία όλων μας, ότι τα αργά βήματα συχνά δεν αρκούν». Θα το πήγαινα πιο μακριά: χρειαζόμαστε φιλολαϊκές πολιτικές, αλλά συγχρόνως παρεμβάσεις που να ενισχύουν τον κόσμο της εργασίας, για να υπάρχει η δυνατότητα η ατζέντα και η κίνηση της κοινωνίας να αλλάξουν πρόσημο.
Οικονομία, Υγεία, κλίμα θέτουν νέες διαχωριστικές γραμμές
Τα παραπάνω είναι ξεκάθαρα στα κείμενα του συνεδριακού μας διαλόγου. Τίθενται οι νέες διαχωριστικές γραμμές που θέτουν οι κρίσεις στην οικονομία, την Υγεία, το κλίμα. Μιλάμε για την ανάγκη αντιμετώπισης κάθε είδους ανισοτήτων, για την αναβάθμιση του δημόσιου τομέα και των κοινωνικών αγαθών, για την ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού και καταναλωτικού μοντέλου. Θα μπορούσε να υπάρχει αριστερή ανάλυση ότι αυτά μπορούν να επιτευχθούν χωρίς ρήξεις με το υφιστάμενο μοντέλο; Ή, να το ρωτήσω αλλιώς: θα μπορούσε ένα τέτοιο πρόγραμμα να απευθύνεται σε όλους ανεξαιρέτως, λες και κανένας δεν βολεύεται με την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού; Κάτι τέτοιο υπαινίχθηκε ο Γιώργος Παπανδρέου στην ομιλία του στον προϋπολογισμό με το «οικουμενικό» του κάλεσμα συστράτευσης για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων.
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι πρωταρχικά μια διαρκής στρατηγική δημιουργίας εμποδίων σε κάθε δυνατότητα αντιστροφής των αποτελεσμάτων της αγοράς – η οικονομία πάνω από την πολιτική. Σ’ αυτά τα εμπόδια είναι που πρέπει να εστιάσουμε τη στρατηγική μας. Με υπολογισμό των συσχετισμών και προτεραιότητες, για να μην υπόσχεσαι λιγότερο από το αναγκαίο -όπως έδειξε η ιστορία της Σοσιαλδημοκρατίας στην περίοδο της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης- αλλά και για να αποφύγεις να υπόσχεσαι περισσότερο από ό,τι μπορείς να υλοποιήσεις.
Απάντηση είναι το δημοκρατικό και συμμετοχικό κόμμα
Ποιος το κρίνει αυτό; Στην ανανεωτική ριζοσπαστική Αριστερά, την μπολιασμένη από τα κινήματα, η απάντηση είναι το δημοκρατικό και συμμετοχικό κόμμα. Το κόμμα που όχι μόνο ακούει τα μέλη του, αλλά είναι σε θέση να ενσωματώνει τις ανησυχίες, τις απόψεις, τις εμπειρίες τους και ταυτόχρονα τα εκπαιδεύει – για παράδειγμα, για ποιον λόγο «τα αργά βήματα συχνά δεν αρκούν» ή δεν μπορούν τα πάντα να ενσωματωθούν σε ένα κυβερνητικό πρόγραμμα. Διαβουλεύσεις, συζητήσεις, συναινέσεις είναι η πεμπτουσία της κομματικής ζωής και, ιδανικά, καταλήγουν σε συγκεκριμένες αναλύσεις, προτάσεις, σε προτεραιότητες και δημιουργούν δυνατότητα ελέγχου των αποφάσεων και των διορθωτικών κινήσεων.
Πολλά τα σύγχρονα προβλήματα για την παραπάνω εικόνα: αλλαγές στην εργασία, τη δυνατότητα συμμετοχής, γήρανση των στελεχών, ένα γενικότερο κλίμα απογοήτευσης απέναντι στην πολιτική -πόσο μάλλον της κομματικής ένταξης- και τόσα άλλα. Το ερώτημα είναι αν οι προτάσεις του σ. Αλέξη Τσίπρα για την εκλογή του προέδρου και Κεντρικής Επιτροπής από τη βάση εμπλέκονται με αυτή την προβληματική. Φοβάμαι πως δεν το κάνουν. Φαίνεται να εκπορεύονται από μια εντελώς διαφορετική συζήτηση: πώς να καταγραφεί μια μεγαλύτερη, αλλά πιθανά και πιο χλιαρή, συμμετοχή με την ελπίδα πως έτσι θα βελτιωθεί η εικόνα του κόμματος και του ίδιου του προέδρου. Ίσως μια τέτοια στρατηγική να είναι αποτελεσματική για τα κόμματα του παλαιού δικομματισμού. Στον ΣΥΡΙΖΑ όμως ενδέχεται να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα. Γιατί, με δεδομένη την κρίση αντιπροσώπευσης, ο κόσμος που θέλουμε και οφείλουμε να εκφράσουμε, η νεολαία, οι εργαζόμενοι/ες και οι άνεργοι/ες, οι άνθρωποι που αγχώνονται να τα βγάλουν πέρα, όσοι με άλλα λόγια νιώθουν ή φοβούνται πως θα βρεθούν «εκτός του παιχνιδιού» δεν γοητεύονται από μαζικές συνταγές από τα παλιά. Θέλουν να είσαι δίπλα τους, όχι να σε χειροκροτούν από κάτω. Απογοητεύονται μαζί σου όταν θυμίζεις εκείνους που τους διέψευσαν. Ίσως γι’ αυτό τα συστημικά μέσα μάς καλούν εναγωνίως να προσαρμοστούμε στο παλιό και «δοκιμασμένο».
Οι δύο αρχές της εσωκομματικής δημοκρατίας
Υπάρχει βέβαια το επιχείρημα ότι αποτελούν δημοκρατικές τομές. Μόνο που εντάσσονται σε μια πολύ αδύναμη εκδοχή της δημοκρατίας. Η εσωκομματική δημοκρατία θα έπρεπε να στηρίζεται σε δύο αρχές.
Η αρχή της διαβούλευσης σημαίνει ότι συμμετέχω και αποφασίζω. Αυτό απαιτεί να ακούσω την άποψη των άλλων πριν αποφασίσω. Εσωτερικά δημοψηφίσματα όπου κάποιος αποφασίζει το ερώτημα και τη συγκυρία μπορεί να είναι ενίοτε χρήσιμα, αλλά δεν μπορεί να είναι ο κανόνας. Η αρχή της λογοδοσίας απαιτεί το κάθε στέλεχος να δίνει λόγο στο σώμα που τον εκλέγει. Με το υπάρχον σύστημα, το Π.Σ. δίνει λόγο στην Κ.Ε. και ο πρόεδρος στο συνέδριο. Με τις προτεινόμενες αλλαγές και ο πρόεδρος, και η Κ.Ε. στην ουσία δεν θα εμπίπτουν σε καμία λογοδοσία. Θα επικοινωνούν περιοδικά κατευθείαν με τον λαό του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά χωρίς διαρκή λογοδοσία και διαβούλευση, αυτή η επικοινωνία θα είναι επιφανειακή και όχι αμφίδρομη. Αντί να αυξήσει την ενεργό συμμετοχή του κόσμου στο κόμμα, θα τη μειώσει. Και άρα, αντί για δημοκρατική τομή, θα είναι πισωγύρισμα.
Μήπως οι προτάσεις υπηρετούν την αποτελεσματικότητα; Η εσωκομματική δημοκρατία είναι ισχυρό όπλο όταν παρέχει μηχανισμούς ανάδρασης (feedback). Πού πας καλύτερα, πού χειρότερα, ποιο μήνυμα περνάει ή όχι, ποιες ευκαιρίες χάθηκαν, ποιες ακόμα υπάρχουν. Αυτά και άλλα θέματα δεν απαντώνται με ένα ναι ή όχι, με μια υποστήριξη ενός υποψηφίου έναντι κάποιου άλλου. Με τη γλώσσα του Hirschmann, θέλουμε φωνή και όχι έξοδο, όπου η φωνή έχει πλούσια πληροφόρηση για το γιατί κάτι αρέσει ή όχι, είναι χρήσιμο ή όχι, ενώ η έξοδος (δεν μου αρέσει αυτό, το καταψηφίζω) δεν έχει την ίδια πληροφορία. Η θέση ότι η δημοκρατία «αναγκαστικά» περιορίζεται σε χαλαρή ένταξη και δυνατότητα ψήφου σε κάποιες περιορισμένες περιπτώσεις δεν βοηθάει την Αριστερά.
Έμφαση στο πολιτικό σχέδιο και στον απολογισμό
Στο συνέδριο θα έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε τα οργανωτικά ζητήματα, που είναι και πολιτικά βέβαια, αλλά η έμφαση πρέπει να είναι στο πολιτικό σχέδιο για τους επόμενους μήνες.
Αυτό δεν γίνεται χωρίς απολογισμό, όχι μόνο για την περίοδο 2015-2019, αλλά και για μετέπειτα. Τι αλλάζεις από το παρελθόν -ποιες δεσμεύσεις από την προηγούμενη κυβερνητική θητεία δεν ισχύουν πια, με αποτέλεσμα μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων για ριζοσπαστικότερες λύσεις, ποιες ισχύουν ακόμα και ποιες έχουν δημιουργηθεί- και τι αξίζει να δοκιμαστεί ακόμα κι αν οι συσχετισμοί κρίνονται δύσκολοι. Για παράδειγμα, τι λέμε για τις εξορύξεις και τον East Med; Πρέπει να περιοριστούν οι εξουσίες της ΑΑΔΕ μόνο στο εκτελεστικό κομμάτι και όχι στη διαμόρφωση πολιτικής; Για την πρόσφατη εμπειρία, ισχύει ότι ο καταγγελτικός λόγος είναι σε βάρος της ιεράρχησης και της επικοινωνίας των σοβαρών μας προτάσεων; Αυτά είναι ζητήματα που θα έπρεπε να τα έχει συζητήσει μια συλλογική ηγεσία εξαντλητικά, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν μπορούμε να συνεχίσουμε χωρίς feedback από τους συνέδρους για το τι δούλεψε -και άρα να χτίσουμε πάνω του- και τι όχι – και άρα να σκεφτούμε τι πρέπει να αλλάξουμε.
Να διευκρινίσουμε τη φυσιογνωμία μας
Υπάρχει ανάγκη να διευκρινίσουμε τη φυσιογνωμία μας: αυτοί είμαστε, αυτό πρεσβεύουμε, αυτά νομίζουμε ότι πρέπει να γίνουν, αυτό κρίνουμε ότι μπορεί να κάνουμε, σε κάποια θα διαφωνείτε (αλλά από τη φύση μας δεν μπορούμε να μην «σηκώνουμε» πράγματα που τα θεωρούμε σωστά), σε κάποια δεν θα δείτε τις δικές σας προτεραιότητες, αλλά υπάρχουν πολλά για πολλούς σ’ αυτά που λέμε. Δεν μπορούμε να είμαστε αρεστοί σε όλους και άρα θέλει να συμφωνηθούν προτεραιότητες στις κοινωνικές μας αναφορές αλλά και στις προτάσεις που ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους. Συγχρόνως, πρέπει να καταλάβουμε τη σημασία που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Παρά τις σημαντικές πρωτοβουλίες -για την πατέντα των εμβολίων, προτάσεις για το νέο σύμφωνο σταθερότητας κ.λπ.- χρειάζεται να κάνουμε περισσότερα για να ξανακερδίσουμε την αίγλη που είχαμε, παρά τη ζήτηση που υπάρχει, όχι μόνο από κινήματα και την Αριστερά, αλλά ακόμα και από την ίδια τη Σοσιαλδημοκρατία!
Πάμε για να κερδίσουμε με τις αξίες μας, τις κοινωνικές μας αναφορές, τις αναλύσεις μας
Πάμε για να κερδίσουμε. Και θα το κάνουμε ξέροντας τι πρεσβεύουμε, ότι είμαστε κόμμα της Αριστεράς. Έτσι μπορούμε με αυτοπεποίθηση να έχουμε πολιτικό σχέδιο συμμαχιών για μια εναλλακτική κυβερνητική προοπτική. Ο κομματικός ανταγωνισμός ανάμεσα στα προοδευτικά κόμματα θα συνεχίσει, αυτό να μην μας ανησυχεί. Το θέμα είναι να υπάρχει πίεση για το πόσο επείγον είναι να φύγει αυτή η κυβέρνηση και να αρχίσει μια εναλλακτική πορεία για τον τόπο όχι μόνο από εμάς αλλά και από την κοινωνία. Αυτό το κοινωνικό αίτημα εμείς θα κληθούμε να το υπηρετήσουμε.
Πάμε για να κερδίσουμε. Και για να το κάνουμε, το κόμμα πρέπει συνεχώς να αντλεί πόρους από την κοινωνία. Αυτή είναι η πραγματική έννοια του ανοιχτού κόμματος, όπου η διεύρυνση και τα νέα μέλη είναι απόλυτα αναγκαία, αλλά δυστυχώς όχι επαρκής συνθήκη κοινωνικής γείωσης. Το πολιτικό σχέδιο οφείλει να επιλέξει κάποιες -λίγες στην αρχή λόγω δυνατοτήτων- κοινωνικές μάχες όπου δείχνουμε αλληλεγγύη, αλλά και διάθεση να μαθαίνουμε από την κοινωνία και τις ευρύτερες προθέσεις μας.
Πάμε για να κερδίσουμε. Με τις αξίες μας, τις κοινωνικές αναφορές μας, τις αναλύσεις μας. Όλα πρέπει να μετατραπούν σε ένα συνεκτικό πολιτικό αφήγημα και σχέδιο – και ριζοσπαστικό, και ρεαλιστικό. Το χρωστάμε στην ιστορία μας και στον κόσμο που πια όλο και περισσότερο ψάχνει διέξοδο.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι βουλευτής Βόρειου Τομέα Αθηνών, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.
Πηγή: Η Αυγή