“Η ΕΕ των πολλών ταχυτήτων» τείνει να αναδειχθεί σε σύνθημα της εποχής, που προτείνεται ως φάρμακο για τη γερασμένη ήπειρο. Στην πραγματικότητα, αποτελεί μια απόπειρα αποφυγής της θεραπείας των αιτίων της βαρύτατης ασθένειάς της: συνολικά, και όχι κάποιο τμήμα του, το εγχείρημα της ενοποίησης της Ευρώπης σημειώνει μηδενική ταχύτητα. Κι αυτό στις δεδομένες συνθήκες σημαίνει διαλυτική οπισθοδρόμηση.
Η χρονική σύμπτωση της θλιβερής διακήρυξης των τεσσάρων ηγετών στις Βερσαλίες με τις παραμονές της 60ής επετείου της Διακήρυξης της Ρώμης διευκολύνει τον σύγχρονο παρατηρητή και τους Ευρωπαίους που βιώνουν τη σημερινή πραγματικότητα της ΕΕ, να κάνουν τη σύγκριση ανάμεσα στο ιδρυτικό όραμα και τη σημερινή κατάληξη. Η σύγκριση είναι αποκαλυπτική του χάους που χωρίζει τη στόχευση εμπνευσμένων πολιτικών ηγεσιών από τις κοντόφθαλμες βλέψεις νάνων πολιτικών ηγεσιών του σύγχρονου διευθυντηρίου.
Χωρίς την αρχική προωθητική δύναμη
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το όραμα της ενωμένης Ευρώπης τέθηκε τότε ως στόχος υπό την ηγεμονία των αστικών δυνάμεων. Με τη διαφορά ότι – και λόγω μεταπολεμικής συγκυρίας, αλλά όχι μόνο γι’ αυτό – οι κυρίαρχες αστικές πολιτικές δυνάμεις της εποχής λειτούργησαν ως ηγέτιδες δυνάμεις. Δηλαδή, συνειδητοποιώντας ότι, για να παίξουν το ρόλο τους ως ηγεμονικές δυνάμεις, οφείλουν, εκφράζοντας και υπηρετώντας τα ταξικά συμφέροντά τους, να μην παραβλέπουν την ανάγκη να καλύπτουν σε σημαντικό βαθμό τις ανάγκες που προκύπτουν από τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα της πλειονότητας των λαϊκών τάξεων.
Ταυτόχρονα, βάδιζαν προς την υλοποίηση του σχεδίου τους με την πεποίθηση ότι, ως δύναμη σημαντική παραγωγικά και εμπορικά σε παγκόσμια κλίμακα, η Ευρώπη μπορεί με το οικονομικό και πολιτικοκοινωνικό πρότυπό της να λειτουργήσει ως οδηγός στην ιστορικά εξελισσόμενη ήδη διαδικασία παγκοσμιοποίησης, προβάλλοντας το απατηλό μεν οικονομικά, αλλά ισχυρό πολιτικά και ιδεολογικά σχήμα του αναπτυγμένου κόσμου των μητροπόλεων, που έλκει προς την ανάπτυξη τους μη αναπτυγμένους. Οι οποίοι ήδη βάδιζαν τον γεμάτο νεοαποικιακά εμπόδια δρόμο της ανεξαρτησίας και διεκδικούσαν διεθνή ρόλο προιδεάζοντας γι’ αυτό που αργότερα ονομάστηκε «κίνημα των αδεσμεύτων».
Η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού
Τίποτε από όλα αυτά δεν επηρεάζει την πρακτική της σημερινής ευρωπαϊκής πολιτικής ηγεσίας που χειρίζεται τις τύχες της ΕΕ και συνολικά της Ευρώπης. Μπροστά στα πρόδρομα σημάδια της κρίσης (που είναι κρίση δομική μείωσης του ποσοστού κέρδους κατά βάθος) εγκατέλειψε πανικόβλητη κάθε όραμα, προκειμένου να τονώσει την κερδοφορία – με τον τρόπο που είχε βρει η γάτα του αισώπειου μύθου να τρέφεται από το ίδιο το αίμα της γλείφοντας μια λίμα. Ανακάλυψαν ως σωτήρια λύση τη μεταφορά της βιομηχανικής παραγωγής σε χώρες εξευτελιστικού κόστους. Λύση κοντόφθαλμη, που προκάλεσε μεγάλης κλίμακας αποβιομηχάνιση της Ευρώπης και γεννά ήδη επείγοντα σχέδια επαναπατρισμού βιομηχανικών κλάδων (όπως και στην απέναντι ακτή του Ατλαντικού).
Αργότερα, ιδίως μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, εμπνεύστηκαν την «ιδιοφυή» νεοφιλελεύθερη ιδέα της εσωτερικής υποτίμησης, την αναζήτηση δηλαδή του εξευτελιστικού κόστους εντός των ορίων της ΕΕ, με την ανισότιμη διεύρυνσή της και την επιβολή διαλυτικών συνθηκών, όπως, για παράδειγμα, του Μάαστριχτ. Το αποτέλεσμα, βέβαια, δεν ήταν η ανάκαμψη του ποσοστού κέρδους, αλλά η καταστροφή μιας δυναμικής εσωτερικής ευρωπαϊκής αγοράς και της δυναμικότερης στο διεθνές εμπόριο θέσης, με πύρρειο όφελος τη μεγέθυνση των κερδών του ευρωπαϊκού κεφαλαίου σχεδόν αποκλειστικά από μια επίθεση εσωτερικής αναδιανομής υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου και σε βάρος της συντριπτικής πλειονότητας των πληθυσμών. Η κυριαρχία ήταν παρούσα, αλλά η ηγεμονία είχε χαθεί.
Ετσι άνοιξε το βάραθρο της μόνιμης ανεργίας και έγινε τεράστιο το χάσμα των ανισοτήτων και στο εσωτερικό της ΕΕ. Η θέση της στην παγκόσμια οικονομία έγινε συνολικά πιο μειονεκτική και οι φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό της καθημερινά ενισχύονται, σε τέτοιο βαθμό που ένα Βrexit να θεωρείται πια φυσιολογικό, ενώ η ενίσχυση των δεξιών και ακροδεξιών τάσεων εθνικής αναδίπλωσης γίνεται κάθε μέρα και πιο απειλητική.
Χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση
Απέναντι σ’ αυτή την αδιέξοδη εξέλιξη, τέσσερις πολιτικοί χωρίς σθένος και αίσθηση ιστορικής ευθύνης μας προτείνουν σαν λύση την «Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων». Η οποία δεν είναι ικανή να λύσει κανένα από τα θεμελιακά εμπόδια που κάνουν την ΕΕ διαρκώς να οπισθοδρομεί, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν αγγίζουν δύο μαύρες τρύπες της: την απουσία οποιασδήποτε προσπάθειας για την οργάνωση ευρωπαϊκού δήμου και την άρνηση αναθεώρησης της ασκούμενης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, που δεν είναι απλώς η λιτότητα.
Οι αποφάσεις που χρειάζεται σήμερα η ΕΕ για να ανακόψει τον διαλυτικό κατήφορο, είναι ιστορικού μεγέθους, ανάλογες μιας επανιδρυτικής πράξης, που δεν γίνεται να ληφθούν χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση από μια ελίτ που βρίσκεται σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από την εκφραζόμενη (όποτε της το επιτρέπουν) λαϊκή θέληση. Η οποία, μάλιστα, έχει θεωρητικοποιήσει την αδυναμία της αυτή χαρακτηρίζοντας αντιδραστικό λαϊκισμό κάθε αντίθεση στην καταστροφική τακτική της.
Η δημοκρατική νομιμοποίηση προϋποθέτει συγκρότηση και οργάνωση των ευρωπαϊκών πληθυσμών σε ευρωπαϊκό δήμο. Και όσοι γνωρίζουν έστω στοιχειωδώς την ιστορία πολιτικής οργάνωσης του αρχέγονου δήμου στο αττικό λεκανοπέδιο, ξέρουν ότι απαιτεί πολύ σοβαρότερα πράγματα από τον αυταρχικό δι ορισμό ενός «υπουργού Οικονομικών της ΕΕ», που αποδεικνύει τον εγγενή φόβο των ελίτ απέναντι σε κάθε δήμο. Ούτε, βέβαια, με κοινοβούλια (ευρωπαϊκό και εθνικά) απογυμνωμένα από αποφασιστικά δικαιώματα. Η προσφυγή σε έναν ευρωπαϊκό δήμο είναι ο μόνος τρόπος για να αποκτήσει ενοποιητική δυναμική το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Τρεις ενοποιητικές αρχές
Από την άλλη, κανένα τμήμα της ΕΕ, όσο δυναμικό κι αν θεωρεί τον εαυτό του, δεν μπορεί να αναπτύξει την ελάχιστη ταχύτητα, πολύ περισσότερο να ενεργοποιήσει συσπειρωτικά αντανακλαστικά, χωρίς να έχει σαφή αναφορά σε τρεις θεμελιακές αρχές που μπορούν να ξανακάνουν ελκυστική την ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης : την αρχή της διατήρησης του ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου, την αρχή της σχεδιασμένης σύγκλισης των οικονομιών και των κοινωνιών στο εσωτερικό της, καθώς και την αρχή της αλληλεγγύης , τόσο στις εσωτερικές όσο και στις εξωτερικες σχέσεις της ένωσης.
Και οι τρεις αυτές αρχές έχουν αποδυναμωθεί σε τέτοιο βαθμό, που καθιστούν την ελκτική δύναμη της ενοποιητικής διαδικασίας σχεδόν ανύπαρκτη. Οσο γκάζι κι αν πατήσουν οι δήθεν πρόθυμοι για «περισσότερη Ευρώπη», σε αυτές τις συνθήκες το χειρόφρενο θα κρατάει πρόθυμους και «απρόθυμους» στο ίδιο διαλυτικό τέλμα.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή