Macro

Ευημερία και δείκτες «πλούτου», μια επαναθεώρηση υπό το πρίσμα της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας

Η κατάθεση κάποιων σκέψεων περί πλούτου και ευημερίας με κριτήρια πέραν των μεγεθυνσιακών, όπως αυτοί ως ποσοτικές χρηματικές έννοιες και κατηγορίες αποτυπώνονται στο ΑΕΠ, για την ακρίβεια «ακαθάριστες εγχώριες συναλλαγές», θα μπορούσε, στη σημερινή συγκυρία της κρίσης και της νεοφιλελεύθερης λιτότητας, να αποτελεί μέρος πονήματος υπό τον τίτλο «Ανεπίκαιροι και προκλητικοί στοχασμοί». Ωστόσο, ο κριτικός λόγος ξεδιπλώνει όλη του τη σημασία και «νομιμοποιείται» σε περιόδους συστημικής κρίσης ως ανταπάντηση στις συστημικές απαντήσεις – λύσεις που σχετίζονται με αυτές. Κυρίως μάλιστα όταν, όπως στην περίπτωση που εδώ συζητάμε, ο κριτικός λόγος δεν βασίζεται σε κάποια τεχνικά ή «αντικειμενικά» ποσοτικά δεδομένα, όπως θα ήθελαν όσοι ασπάζονται τα δόγματα της «θετικής οικονομικής» των πατέρων του νεοφιλελευθερισμού. Βασίζεται, αντίθετα, σε θεωρήσεις που εμπεριέχουν και αξιολογικές κρίσεις καθώς και κοινωνικά και οικολογικά κριτήρια. Πολύ περισσότερο μάλιστα που, όπως φαίνεται, σύμφωνα με πολλές έρευνες, η μεγέθυνση, ιδίως από την δεκαετία του ’70 (αλλά ακόμα και με την πιο πρόσφατη υποκριτική εκδοχή της – πρόσημο ως «πράσινη»), δεν επιφέρει πλέον σημαντική αναβάθμιση του επιπέδου της ευημερίας στα βιομηχανικά κράτη του βορρά (ούτε την ανεργία μειώνει), ενώ ταυτόχρονα συνδέεται με ανισότητες (π.χ. ΗΠΑ ) και καταστροφική ανάλωση πόρων του πλανήτη.

Με άλλα λόγια το πρόβλημα δεν είναι οι ιδιότητες και ο χαρακτήρας της μεγέθυνσης ούτε ο πραγματικός πλούτος είναι η προσφορά και η συσσώρευση αγαθών, αλλά όπως έλεγε ο Καστοριάδης είναι σε τι είδους κοινωνία και πολιτεία θέλουμε να ζούμε, και τελικά (Β. Αλεξάκης, «Η Εποχή», 20.12.2011) τι είδους ζωή θέλουμε ή οραματιζόμαστε: «υψηλότερο» ή καλύτερο επίπεδο ζωής. Και οι απαντήσεις στα σχετικά ερωτήματα δεν μπορεί παρά να εναπόκεινται στην απόφαση του «δήμου».

Εν όψει μάλιστα των προσδοκιών που καλλιεργούνται για την αρχή του τέλους της λιτότητας για την Ευρώπη και για την παραγωγική ανασυγκρότηση της Ελλάδας αποκτά, πρώτα, ενδιαφέρον το αίτημα αναφορικά με μια αb initio (νέα) συνολική οργάνωση της κοινωνίας και των σχέσεων των ανθρώπων μ’ αυτήν αλλά και με τη φύση (Κ. Δουζίνας, «Η Εποχή», 10.5.2010).

Η επιλογή, επομένως, μιας επαναθεώρησης της ευημερίας και του πλούτου υπό το πρίσμα ειδικότερα του αξιακού συστήματος της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, σημαίνει επίσης και αποδοχή του ότι, πέραν των οικονομικών μεταβλητών που εμπεριέχονται στη συνάρτηση ευημερίας και πλούτου, εισοδήματος και της διανομής αυτών, υπεισέρχονται στην αποτίμηση και άλλοι παράγοντες προσδιοριστικοί της ευημερίας, οι οποίοι όχι μόνο επηρεάζουν τις συνηθέστερες οικονομικές μεταβλητές αλλά, επίσης, επηρεάζονται και από αυτές.

Ζητήματα που ξανατίθενται

Ξανατίθενται, επομένως ζητήματα, με αφορμή την πολυδιάστατη κρίση που βιώνουμε και τη συνακόλουθη εκπτώχευση και εξαθλίωση εκατομμυρίων ανθρώπων, όχι μόνο στον τρίτο και τέταρτο κόσμο αλλά και στην Ευρώπη της λιτότητας, που μας αναγκάζουν να ξανασκεφτούμε με νέους όρους (Ν. Καϊμάκης, «Η Εποχή», 5.1.2013) έννοιες όπως η ευημερία, ο πλούτος αλλά και η οικονομική συσσώρευση στις λεγόμενες αναπτυγμένες χώρες. Ξανατίθενται, έτσι, ταυτόχρονα θεμελιακά-δομικά ερωτήματα όπως «μεγέθυνση προς τι»; «τίνος»; «με ποίες επιπτώσεις»; και συνακόλουθα τι παράγουμε, πόσο (αλλά και πώς), για ποιους, αλλά και γιατί (και μέχρι που) θα καταναλώνουμε. Θεματολογία, δηλαδή, που αφενός είναι συνδεδεμένη με το ζήτημα (μιας οικονομίας) των αναγκών («πόσα πραγματικά χρειαζόμαστε»), και συνακόλουθα με το ζήτημα μιας (νέας) οργάνωσης της κοινωνίας αλλά και της (οικονομικής) δημοκρατίας, αφετέρου φέρνει στο προσκήνιο ξεχασμένα αιτήματα μιας άλλης εποχής (ίσως εκείνη του ριζοσπαστικού οικολογικού κινήματος και της κριτικής του υπερκαταναλωτισμού περί τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και των «ορίων της μεγέθυνσης» της λέσχης της Ρώμης στις αρχές της δεκαετίας του ’70).
Τα παραπάνω ζητήματα συνδέονται με την αμφισβήτηση εδώ και αρκετά (πάνω από τριάντα) χρόνια του περίφημου δείκτη ΑΕΠ στον οποίο τα συνολικά ποσοτικά χρηματικά μεγέθη αγαθών και υπηρεσιών αποτυπώνονται. Αμφισβήτηση που επικεντρώνεται κυρίως, αφενός, στο ότι ο δείκτης αυτός δεν «λογαριάζει», επειδή δεν αποτελούν αντικείμενο νομισματικών συναλλαγών ή επειδή δεν καταγράφονται μια σειρά από παραγωγικές δραστηριότητες που έχουν οικονομική αξία (αλλά διαφορετική, π.χ. καλλιέργεια του σπιτικού οικογενειακού λαχανόκηπου, δραστηριότητες του οικιακού νοικοκυριού, βοήθεια στα μαθήματα των παιδιών, συντήρηση του σπιτιού από τους ίδιους τους διαμένοντες, βοήθεια στη γειτονιά, εθελοντική εργασία κ.λπ.), αφετέρου, δεν διακρίνει ανάμεσα στις επιζήμιες και βλαβερές δραστηριότητες και στις επωφελείς (κόστη –οφέλη). Πρόκειται για την «εξωτερίκευση του κόστους» και την «ευημερία» του κακού. Τέλος, το ΑΕΠ δεν ενδιαφέρεται για τη διανομή του συνολικού οικονομικού πλούτου. Με άλλα λόγια δεν ενδιαφέρεται -«δεν λογαριάζει»- για τις ανισότητες.

Εκ νέου νοηματοδότηση  της οικονομίας

Στο επίκεντρο της δημόσιας αυτής συζήτησης βρίσκονται μια εκ νέου νοηματοδότηση αναφορικά με την οικονομία ως (κοινωνική) επιστήμη του ανθρώπου και της φύσης, αλλά επίσης ως υποσύστημα με τριπολική διάσταση (εμπορευματική, μη εμπορευματική, μη εγχρήματη / μη νομισματική), αλλά και ένας προβληματισμός αναφορικά με τους λεγόμενους «νέους δείκτες πλούτου» πέραν του ΑΕΠ και των συναφών. Δείκτες που είναι συνδεδεμένοι με την έννοια των αναγκών σε μια οικονομία της αγοράς (αν αυτή η έννοια διατηρεί ακόμα νόημα σε ένα παγκοσμιοποιημένο χρηματιστικοποιημένο ολιγοπωλιακό καπιταλισμό), αλλά και την έννοια της αξίας και της κοινωνικής χρησιμότητας (βλ. παρακάτω). Αρκετές προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση έχουν γίνει, ιδίως από τη δεκαετία του ’90 και μετά, από ερευνητές, ινστιτούτα και διεθνείς οργανισμούς. Πρόσφατα μάλιστα στη Γαλλία ανοίγεται με νόμο (2015) η δυνατότητα θέσπισης νέων δεικτών πλούτου (προβλέπονται δέκα από την ad hoc επιτροπή, ανάμεσά τους περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί) συμπληρωματικών στο ΑΕΠ, οι οποίοι θα καθοδηγούν τις δημόσιες πολιτικές. Με λίγα λόγια, η οικονομική μεγέθυνση πρέπει να είναι δευτερεύον ή παρεπόμενο στοιχείο και όχι στόχος στον οποίο θ’ αποσκοπεί κάποιος ούτε βέβαια αυτοσκοπός. Ας σημειωθεί ότι στο νέο σύνταγμα του Ισημερινού (2008) δεν γίνεται λόγος για ανάπτυξη με βάση την άνοδο του κατά κεφαλήν ΑΕΠ αλλά για ευ ζην (buen vivir) ως εθνικός στόχος με βάση τη συμβιωτικότητα και την αρμονία με τη φύση (που θεωρείται υποκείμενο δικαίου) (Τ. Τσακίρογλου, 2015).

Αναζήτηση εναλλακτικών δεικτών πλούτου

Οι περισσότερες, πάντως, από τις προτάσεις αυτές για εναλλακτικούς δείκτες ικανούς να αποτιμήσουν την εξέλιξη των επιπτώσεων της οικονομικής μεγέθυνσης στην ευημερία και στην κατάσταση των πόρων δεν αποχωρίζονται το κατά Latouche δυτικό οικονομιστικό φαντασιακό και την οικονομικοποίηση του κόσμου. Από την άλλη, μια θεσμοθέτηση των δεικτών, για να είναι χρήσιμη και υλοποιήσιμη, πρέπει, στο αξιακό πλαίσιο της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, να έχει, όπως υποστηρίζεται, δείκτες αντικειμενικούς και περιορισμένους (το πολύ δύο ή τρείς) και να βασίζεται στην οικονομική (και συμμετοχική) δημοκρατία.

Αποτελεί πάντως αξιοσημείωτη εξέλιξη το γεγονός πως, είτε με την αναζήτηση μιας «ευημερίας χωρίς μεγέθυνση» ή εναλλακτικών δεικτών πλούτου είτε μέσα από το πρόταγμα – ρεύμα της αποανάπτυξης – απομεγέθυνσης, επανέρχεται σήμερα ένας προβληματισμός αναφορικά με τις δυνατότητες των κοινωνιών να «κυριαρχήσουν επί της κυριαρχίας των», να περιορίσουν το απεριόριστο, την «ύβρη» («όλο και πιο πολύ»). Και τούτο σε πείσμα των κυρίαρχων πολιτικών που, ενώ βλέπουν τις ανισότητες να αυξάνονται χωρίς ιστορικό προηγούμενο, παρά τη συσσώρευση ποσοτήτων οικονομικού πλούτου και τεχνο-επιστημονικών γνώσεων, επιμένουν για αύξηση ενός τύπου παραγωγικής ικανότητας και τρόπου παραγωγής που επιτείνουν την οικολογική και όχι μόνο κρίση.

«Καθαρή οικονομική ευημερία»

Στο βαθμό όμως που οι δείκτες του πλούτου (εναλλακτικοί ή μη) είναι, όπως προείπαμε, άρρηκτα δεμένοι με το κρίσιμο ζήτημα των αναγκών έχει σημασία να έχουμε κατά νου τις προτάσεις, οι οποίες στη μακρά διάρκεια έχουν διαμορφωθεί σχετικά. Σε αδρές γραμμές μπορούμε να διακρίνουμε τρεις ιστορικές οικονομικές απαντήσεις αναφορικά με το εν λόγω ζήτημα. Μια ιδιωτικο-εμπορευματική με αναφορά στην αγορά και συγκεκριμένα στο (ιστορικό) σύστημα της οικονομίας της αγοράς, μια δημοσιο-κρατική του ελέγχου, της διαχείρισης και αναδιανομής της παραγωγής και τέλος μια τρίτη απάντηση (μορφή παραγωγής, σε διάφορες και αυτή παραλλαγές) ως μια «περιορισμένη» και ήπια οικονομία ενός πλήθους υποκειμένων (και όχι μιας τάξης). Η τρίτη αυτή απάντηση βασίζεται στις συλλογικές-ενωσικές πρωτοβουλίες των πολιτών στον «κοινό» δηλαδή συμμετοχικό (και όχι στο δημόσιο) χώρο, στην αμοιβαιότητα και στον κοινό δεσμό (πέρα από τον ατομικό / συμβασιακό και τον κρατικό), στη χαριστικότητα, συνεργατικότητα, αυτοδιαχείριση κ.λπ. Πρόκειται συγκεκριμένα για την απάντηση που απορρέει από την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία η οποία μπορεί να είναι θεσμική / θεσμοποιημένη ή άτυπη, συμπληρωματική μικρο-οικονομικά ακόμα και «εμβαλωματική» (για την καταπολέμηση της φτώχειας και των αποκλεισμών) της κυρίαρχης οικονομίας της αγοράς καθιστώντας την διατηρήσιμη (π.χ. μικροπίστωση, νέοι συνεταιρισμοί, κοινωνικές επιχειρήσεις), αλλά και ουτοπικο-πολιτική (μακροοικονομικά) ως ένα σχέδιο μετασχηματισμού της κοινωνίας. Πρέπει, παράλληλα, εδώ να γίνει κατανοητό πόσο η προσπάθεια για αναζήτηση νέας μέτρησης του πλούτου μέσω της (μεταμεγεθυνσιακής) αξιακής λογικής της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, παραμένει μειονεκτική ένεκα νομικών δεσμεύσεων (ιδίως λογιστικού τύπου και καταγραφής ) αλλά και τεχνικών (πώς θα μετρηθεί και με ποιά κριτήρια η κοινωνική χρησιμότητα μιας δραστηριότητας, πόσο αξιόπιστα είναι τα δεδομένα μιας μη εγχρήματης δραστηριότητας κ.λπ.) Σε κάθε περίπτωση πάντως, μια απόπειρα επαναπροσδιορισμού, μέσα από την αξιακή οπτική της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, του πλούτου (και εισαγωγής νέων δεικτών μέτρησης αυτού) σημαίνει αποσύνδεση του (με την ευρεία έννοια / γενικού) πλούτου από την αξία, της χρησιμότητας – ωφελιμότητας από την αξία (οι οποίες στη νεοκλασική θεωρία ταυτίζονται) και της αξίας χρήσης από την ανταλλακτική αξία. Έτσι ώστε πλέον να μπορούμε να μιλάμε για «καθαρή οικονομική ευημερία».

Ο πλούτος της ζωής είναι πολυσύνθετος

Η αντίθετη θεώρηση (ταύτιση των παραπάνω κατηγοριών – εννοιών) οδηγεί στη χρηματιστικοποίηση των πάντων και στην ενσωμάτωση στο ΑΕΠ ακόμα και του ελεύθερου χρόνου και γενικότερα των ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων (των οποίων ο «πλούτος» δεν έχει αξία). Και, βεβαίως, σύμφωνα με την παραπάνω νεοκλασική αντίληψη, όλες οι μορφές (υλικο – φυσικό, κοινωνικό, ανθρώπινο, οικολογικό) κεφαλαίου, όλοι οι «πόροι», «μετρούν», και είναι αναγώγιμοι σε ποσότητες χρήματος. Όμως ο πλούτος της ζωής είναι πολυσύνθετος και πολυδιάστατος και κυρίως ποιοτικός, και αυτός δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να αποτιμηθεί χρηματικά. Για άλλους μεν οι ποιοτικές δραστηριότητες στις οποίες θα βασισθεί η ποιοτική ανάπτυξη θα έχουν αναγκαστικά και μια οικονομική πλευρά, αλλά αυτή θα υποτάσσεται σ’ εκείνη, δηλαδή οι οικονομικές διαστάσεις θα ελέγχονται από την κοινωνία όπως ήταν πριν την εμφάνιση του συστήματος της οικονομίας της αγοράς – ανάπτυξης. Για άλλους δε κριτικούς της ορθόδοξης οικονομολογίας, παρόλο που το ΑΕΠ όπως δέχονται πρέπει να διατηρηθεί καταρχάς ως δείκτης (υλικού) πλούτου, δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση μεταξύ του ζητήματος της παραγωγής με αυτό του πλούτου (και ακόμα λιγότερο του «αληθινού πλούτου»).

Έμπρακτη κριτική στην οικονομική ορθοδοξία

Από όσα αναφέραμε παραπάνω γίνεται φανερό πως, καταρχάς, η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, συνιστά έμπρακτη (κυρίως πρακτική έννοια) και προ-θεωρητική κριτική στην «επίσημη» οικονομική ορθοδοξία. Αρνείται τον εκχρηματισμό όλων των ανθρώπινων πράξεων και όλων των φυσικών στοιχείων και, a fortiori, την «αγορά-ποίηση» – εμπορευματοποίησή των. Επιπλέον, συμβάλλει στην προστασία ακόμα και στην επέκταση των μη εμπορευματικών και μη εγχρήματων πεδίων, με πρωτοβουλία των πολιτών (και όχι των ειδικών). Τέλος, προσπαθεί να διευρύνει την αξία χρήσης, διακρίνοντας το πεδίο της από αυτό της ανταλλακτικής αξίας. Από αυτή την άποψη, η διάκριση ανάμεσα στην αλληλέγγυα οικονομία και την καπιταλιστικο-εμπορευματική σηματοδοτεί και το πραγματικό νόημα της (οικονομικής) επιστήμης: η πρώτη εκφράζει μια ποιοτική, μη ποσοτικοποιήσιμη (μη μετρήσιμη) κανονικότητα, άμεσα συνταυτισμένη με τη βιωμένη σχέση και την «πρωτεύουσα» ιδιότητα των πραγμάτων (όχι δηλαδή την αφηρημένη όψη αυτών), ενώ στη δεύτερη η ουσία του πράγματος ανάγεται στην ανταλλακτική του αξία, η οποία σταδιακά απορροφά όλες τις ποιοτικές αξίες (Φ. Τερζάκης, 2012).

Η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία έρχεται έτσι να αποτελέσει την πιο ενσυνείδητη εκδοχή του κοινωνικού αντικειμένου της οικονομίας, μέσω του επαναπροσδιορισμού και της επαναθεώρησης της (νεοκλασικής) έννοιας της χρησιμότητας – ωφελιμότητας (δια της οποίας προσδιορίζεται σύμφωνα με τους νεοκλασικούς και η αξία).

Υπό αυτήν την οπτική και αξιο-λογική, οποιαδήποτε συλλογική – ενωσική πρωτοβουλία «εκ των κάτω», στο πλαίσιο της πρότασης της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας που θα μπορούσε να ρηγματώσει το δεσπόζον σύστημα, θα πρέπει να αμφισβητεί προταγματικά τη λογική και τις αξίες του. Ιδίως τους δύο αλληλοεμπλεκόμενους και μη ανταγωνιστικούς πλέον πυλώνες που το υποβαστάζουν και με άξονες γύρω από τους οποίους συγκροτούνται οι δύο πόλοι απ’ όπου εκπορεύονται σήμερα οι στρατηγικές της «τεχνητής» επιβίωσής του: (παγκοσμιοποιημένη) αγορά (αγορά που προσπαθεί να υπαγάγει στους κανόνες της αυτές τις κινήσεις) και κράτος (που προσπαθεί να εργαλειοποιήσει αυτά τα σχήματα). Θα πρέπει να παραδεχθούμε, ωστόσο, ότι η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία «ζει» στις παρυφές και των δύο και δεν έχει ξεκαθαρίσει τη θέση της (όμως μπορεί; πρέπει;).

Σε αυτό το πλαίσιο αμφισβήτησης, πάντως, ένας οδικός χάρτης για τη μετάβαση σε μια πραγματική ευημερία («καθαρή») και ένα άλλο (ποιοτικό) «πλούτο» θα μπορούσε να περιλαμβάνει:
στο πλαίσιο μιας επανατοπικοποίησης της οικονομίας και μιας «αγοράς – χώρου» (και όχι αγοράς  – μηχανισμού), λιγότερη και καλύτερη τοπική παραγωγή και κατανάλωση μικρών μεγεθών (αυτοδιαχειριζόμενη, συνεταιρισμένη και με οριζόντια δικτύωση), εναλλακτικές χρηματοδοτήσεις (αλληλέγγυες ή συνεταιριστικές ή δημοτικοσυνεταιριστικές τράπεζες αλλά και μικροπιστώσεις και εναλλακτικά –συμπληρωματικά, μετατρέψιμα ή όχι νομίσματα) και φυσικά μείωση του χρόνου εργασίας με ισοδίκαιη αναδιανομή. Εξυπακούεται, όπως ήδη αναφέρθηκε, πως αυτού του τύπου η (εναλλακτική) οικονομία απαιτεί και μια πιο περιεκτική (και όχι από-κλειστική) δημοκρατία και εξουσία. Αλλιώς ειπωμένο απαιτεί μια «τοπική-δημοτική/κοινοτική κυριαρχία» με νέους ουσιαστικά αποκεντρωμένους (και όχι κατά παραχώρηση από την κεντρική εξουσία αρμοδιοτήτων) δημοκρατικούς, αμεσοσυμμετοχικούς θεσμούς.

Οι Δημήτρης Καπογιάννης και Τάκης Νικολόπουλος διδάσκουν Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία στο ΤΕΙ Μεσολογγίου

Πηγή: Η Εποχή