«Από το 2006 και μετά, εισαγγελείς, που είχαν μακράν το χειρότερο ιστορικό δίωξης ναζί εγκληματιών πολέμου που απελάθηκαν από τις ΗΠΑ ύστερα από εκτενείς διαδικασίες, κατάφεραν με κάποιον τρόπο να βρουν την ενέργεια να ασκήσουν διώξεις σε Εβραίους επιζήσαντες των γκέτο, που προσέφυγαν στα δάση προκειμένου να ενταχθούν στην αντιναζιστική αντίσταση.
Δεν υπήρχαν βρετανικές ή αμερικανικές στρατιωτικές μονάδες σε εκείνα τα μέρη, και ναι, οι Σοβιετικοί αποτέλεσαν τη μοναδική ελπίδα για έναν μικρό αριθμό διαφυγόντων της ναζιστικής φονικής μηχανής κατά την περίοδο 1941-1945, όταν οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία και η ΕΣΣΔ ηγήθηκαν της συμμαχίας ενάντια στον Χίτλερ. Κανένας από αυτούς τους επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος δεν κατηγορήθηκε για κάτι συγκεκριμένο – επειδή δεν υπήρχε τίποτα να τους προσάψουν.
Αυτές οι διώξεις αποτέλεσαν περισσότερο καμπάνιες για να αλλάξει η Ιστορία, αποτέλεσαν τμήμα μιας ακριβής και εκτεταμένης προσπάθειας, ώστε, αργά αλλά με σιγουριά, να αλλάξει η αφήγηση της Ιστορίας και να προσαρμοστεί στους ντόπιους υπερεθνικιστές». Ο Ντοβίντ Κατζ, Αμερικανός καθηγητής εβραϊκών σπουδών στο Βίλνιους της Λιθουανίας, περιέγραψε με αυτόν τον τρόπο το 2010 στον βρετανικό Guardian πώς οι ηγεσίες των χωρών της Βαλτικής μεθόδευσαν τη θεωρία περί «διπλής γενοκτονίας» από τους ναζιστές και τους Σοβιετικούς. Με το απόσπασμα αυτό ο Κατζ αναδεικνύει όμως σημαντικές πτυχές και τα ουσιαστικά αποτελέσματα της μεθόδευσης των ηγεσιών της Εσθονίας, της Λετονίας και της Λιθουανίας για την εξίσωση κομμουνισμού και ναζισμού.
Το 1992 βετεράνοι της 20ής Μεραρχίας των Ες Ες παρήλασαν για πρώτη φορά στο Ταλίν της Εσθονίας. Ηταν μια κίνηση που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στη χώρα και διεθνώς, καθώς θεωρήθηκε ως ευθεία προσπάθεια να «ξαναγραφτεί» η ιστορία της μάχης ενάντια στον φασισμό. Δεν επρόκειτο όμως για μια μεμονωμένη ενέργεια, καθώς η κυβέρνηση της Εσθονίας συστηματικά αποκατέστησε τα επόμενα χρόνια πλήρως τους συνεργάτες των ναζιστικών δυνάμεων.
Στις 22 Ιουνίου του 1941 η ναζιστική Γερμανία εισέβαλε στην Εσθονία, η οποία είχε καταληφθεί έναν χρόνο πριν από τις σοβιετικές δυνάμεις. Οι Εσθονοί αντιμετώπισαν τους ναζί ως απελευθερωτές, ενώ τον Ιανουάριο το 1944 -κατά τη σοβιετική αντεπίθεση- οι ναζιστικές δυνάμεις μαζί με τις αρχές της χώρας προχώρησαν σε επιστράτευση. Η «20ή Ενοπλη Μεραρχία Γρεναδιέρων των Ες Ες», όπως ήταν η επίσημη ονομασία της, σχηματίστηκε από 38.000 Εσθονούς, οι οποίοι πολέμησαν λυσσαλέα και με αγριότητα για πάνω από έναν χρόνο τις σοβιετικές δυνάμεις προκαλώντας τον θάνατο χιλιάδων Σοβιετικών στρατιωτών.
Η μεραρχία τελικά, αφού αναμορφώθηκε με Γερμανούς στρατιώτες και αξιωματικούς, διαλύθηκε. Ορισμένοι κατέφυγαν στην ύπαιθρο της χώρας οργανώνοντας με τη βοήθεια δυτικών δυνάμεων «αντάρτικο» κατά των Σοβιετικών, ενώ άλλοι προσέφυγαν σε περιοχές που απελευθερώθηκαν από τις δυτικές δυνάμεις και παραδόθηκαν έπειτα στους Σοβιετικούς. Οι αρχές των ΗΠΑ το 1950, σε μια διπλωματική κίνηση, απέφυγαν να δώσουν στη συγκεκριμένη μεραρχία τον χαρακτηρισμό του «εχθρικού κινήματος στην αμερικανική κυβέρνηση».
Το τέλος της προηγούμενης χιλιετίας βρήκε τους βετεράνους της 20ής Μεραρχίας να οργανώνονται εκ νέου. Το 2000 συνέστησαν ένωση. Μία χρονιά νωρίτερα, το 1999, οργανώθηκε η επαναταφή του Αλφόνς Ρεμπανέ στην πατρίδα του. Επρόκειτο για έναν εκ των υπευθύνων σφαγών Εβραίων και Σλάβων στην Εσθονία και την γύρω περιοχή, ενώ υπήρξε επιτελικό στέλεχος των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών (MI6) στην ενορχήστρωση της «Επιχείρησης Ζούγκλα» με στόχο την αποσταθεροποίηση της Πολωνίας και των Βαλτικών κρατών.
Το επόμενο επεισόδιο στη φιλοναζιστική δραστηριότητα στην Εσθονία αφορούσε ένα μνημείο που απεικονίζει έναν στρατιώτη με γερμανικό κράνος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εσθονική σημαία στον καρπό και τον εσθονικό «Σταυρό της Ελευθερίας» στον λαιμό. Η πλακέτα γράφει πως το μνημείο είναι αφιερωμένο στους «Εσθονούς άνδρες που πολέμησαν το 1940-1945 κατά του Μπολσεβικισμού και για την αποκατάσταση της εσθονικής ανεξαρτησίας». Χρειάστηκαν τρία χρόνια προκειμένου να αμβλυνθούν οι αντιδράσεις και τελικά να τοποθετηθεί το μνημείο στην πόλη Λάγκεντι, κοντά στο Ταλίν, τον Οκτώβριο του 2005.
Μέρα μνήμης…
Δύο μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο του 2005, η κυβέρνηση της Εσθονίας ανακήρυξε την 22α Σεπτεμβρίου «Μέρα μνήμης των αγωνιστών της αντίστασης και της έναρξης της 50χρονης κατοχής», απαγορεύοντας σε αντιφασίστες να πραγματοποιήσουν συγκεντρώσεις τιμής για την απελευθέρωση του Ταλίν -την ίδια ημερομηνία- από τον σοβιετικό στρατό.
Και λιγότερο από δυο χρόνια μετά, οι συνεργάτες των ναζί πήραν την οριστική «ρεβάνς»: τον Ιανουάριο του 2007 εγκρίθηκε από τον Εσθονό πρόεδρο Τοόμας Χέντρικ Λβες το νομοσχέδιο για την απομάκρυνση σοβιετικών μνημείων, με τη δικαιολογία ότι «αναμοχλεύουν τα μίση, αποτελούν απειλή για την κοινωνική τάξη και επαινούν κράτη που κατέκτησαν την Εσθονία». Παράλληλα, το εσθονικό Κοινοβούλιο ψήφισε νόμο με τον οποίο απαγορεύτηκε η χρήση κομμουνιστικών συμβόλων (το Κ.Κ. Εσθονίας έχει απαγορευτεί από το 1991).
Τον δε Μάιο του 2007 απομακρύνθηκε ύστερα από πολύμηνες διαμάχες και οδομαχίες με έναν νεκρό και 75 τραυματίες το μπρούντζινο μνημείο του «Αλιόσα», που τιμούσε τη μνήμη των 275.000 νεκρών Σοβιετικών στρατιωτών και παρτιζάνων που πολέμησαν τους ναζί (στις τάξεις του σοβιετικού στρατού ανήκαν επίσης πάνω από 20.000 Εσθονοί).
Εκτοτε η κυβέρνηση της Εσθονίας προχώρησε σε συστηματική αποκατάσταση των συμμετεχόντων στις δυνάμεις που πολέμησαν πλάι στον ναζιστικό στρατό. Τον Φεβρουάριο του 2010 η κυβέρνηση του Αντρους Ανσιπ, σημερινού αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, παραχώρησε δεξίωση προς τιμήν της ένωσης των βετεράνων της 20ής Μεραρχίας. Εναν χρόνο μετά, τον Φεβρουάριο του 2011, δήλωσε ενώπιόν τους:
«Σας ευχαριστώ για όσα κάνατε για το εσθονικό κράτος και τον λαό. Η Εσθονία είναι πλέον ένα κράτος για το οποίο μπορούμε να είμαστε υπερήφανοι», ενώ δώδεκα μήνες μετά συνυπέγραψε μνημόνιο συνεργασίας με την Ενωση για τη δημιουργία μνημείων προς τιμή των αξιωματικών των συνεργατών των ναζί, αλλά και τη χρηματοδότηση της ένωσης από τον εσθονικό κρατικό προϋπολογισμό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ενωση των φιλο-ναζί βετεράνων πρωτοστατεί, μεταξύ άλλων, ο Μιχαήλ Γκορσκόφ, που αν και εκδόθηκε στην Εσθονία προκειμένου να δικαστεί, η υπόθεση «έκλεισε». Κατηγορείται από ερευνητές και επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος πως αναμίχθηκε ευθέως στον θάνατο 3.000 Εβραίων στη Λευκορωσία. Ο δε Χάραλντ Νούγκισεκς, που είχε τιμηθεί με τον ναζιστικό Σιδηρούν Σταυρό των Ιπποτών από τα Ες Ες, κηδεύτηκε στην Εσθονία δημοσία δαπάνη και με στρατιωτικές τιμές.
ΛΙΘΟΥΑΝΙΑ
Νόμος για τους αρνητές της σοβιετικής «κατοχής»
Το 2010 η Λιθουανία πέρασε και νομοθετικά το κατώφλι της εξομοίωσης του κομμουνισμού με τον ναζισμό. Ο νόμος τιμωρεί με φυλάκιση 2 ετών ή χρηματικό πρόστιμο όσους προχωρούν σε «δημόσια άρνηση της σοβιετικής και ναζιστικής κατοχής», εξισώνοντας έτσι την ΕΣΣΔ με τη ναζιστική Γερμανία.
Πιο συγκεκριμένα, προέβλεπε ποινές για όσους αμφισβητούσαν πως υπήρξε σοβιετική «κατοχή» της Λιθουανίας και υποστήριζαν ότι η χώρα εντάχθηκε στην ΕΣΣΔ. Είχε προηγηθεί, όπως ήταν αναμενόμενο, η απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος και η απαγόρευση χρήσης των κομμουνιστικών και σοβιετικών συμβόλων, το 2010.
Ο συγκεκριμένος νόμος προέβλεπε επίσης τιμωρίες για όσους έβαλλαν κατά της «λιθουανικής αντίστασης» της περιόδου 1944-1953, οι δυνάμεις της οποίας συγκροτήθηκαν από τους ναζί, όπως στην περίπτωση της Εσθονίας και της Λετονίας. Προέβλεπε επίσης ποινές για όσους εκδίδουν σχετικά βιβλία και έντυπο υλικό ή διοργανώνουν εκδηλώσεις και συνέδρια με θεματολογία που αντιτίθεται στον νόμο.
Λίγους μήνες νωρίτερα, η λιθουανική κυβέρνηση είχε πρωτοστατήσει στη συγγραφή της «Διακήρυξης του Βίλνιους», που υιοθετήθηκε από την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του ΟΑΣΕ. Οι συντάκτες της διακήρυξης ανέφεραν ότι «τον 20ό αιώνα οι ευρωπαϊκές χώρες βίωσαν δύο μεγάλα ολοκληρωτικά καθεστώτα, το ναζιστικό και το σταλινικό, τα οποία οδήγησαν σε γενοκτονία, παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας».
Καλούσαν μάλιστα όλα τα μέλη του ΟΑΣΕ να κρατήσουν ενιαία στάση απέναντι στον απολυταρχικό αποκλεισμό των ολοκληρωτικών καθεστώτων, αλλά και να καταδικάσουν τη διεξαγωγή διαδηλώσεων που «υμνούν το ναζιστικό ή σταλινικό παρελθόν».
ΛΕΤΟΝΙΑ
Παράσημα στους βετεράνους των Waffen SS
Οι πολιτικές μεθοδεύσεις για την αποκατάσταση των φιλοναζιστών αξιωματικών και στρατιωτών στη Λετονία μοιάζουν εξαιρετικά με αυτές της Εσθονίας. Αρκεί κανείς να σκεφτεί ότι μέχρι το 2004, όταν η χώρα εισήλθε μαζί με τις υπόλοιπες της Βαλτικής στην Ευρωπαϊκή Ενωση, οι κυβερνήσεις της Λετονίας είχαν προχωρήσει στις εξής κινήσεις:
■ Αναγνώριση από το κοινοβούλιο της 16ης Μαρτίου ως «Μέρας μνήμης των Λετονών πολεμιστών». Πρόκειται για την ημερομηνία κατά την οποία εκδηλώθηκε η επίθεση της λετονικής «Λεγεώνας των Ες Ες» ενάντια στον σοβιετικό στρατό. Κάθε χρόνο διοργανώνονται παρελάσεις φιλο-ναζί βετεράνων.
■ Δόθηκαν συντάξεις στους εν λόγω βετεράνους, ενώ το κοινοβούλιο έχει επανειλημμένα απορρίψει το αίτημα να δοθούν αντίστοιχες παροχές σε επιζήσαντες Λετονούς βετεράνους που πολέμησαν στο πλευρό των Σοβιετικών.
■ Στους βετεράνους της «Λεγεώνας των Ες Ες», στην οποία συμμετείχαν 160.000 άνδρες, δίνεται παράσημο «για τις ιδιαίτερες υπηρεσίες τους προς τη Λετονία».
■ Αποκαθηλώθηκαν -ορισμένες φορές μέσω ανατίναξης- μνημεία του αντιφασιστικού αγώνα της Λετονίας, ενώ στη θέση τους στήθηκαν άλλα προς τιμήν των συνεργατών των ναζί.
■ Εχουν συλληφθεί και έχουν δικαστεί δεκάδες υπέργηροι βετεράνοι που πολέμησαν ενάντια στους ναζί. Προφανώς έχουν απαγορευτεί η χρήση κομμουνιστικών συμβόλων και η λειτουργία του Κ.Κ. Λετονίας.
Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι πέρυσι, τον Απρίλιο του 2016, το κοινοβούλιο της χώρας συζήτησε τον νέο ποινικό κώδικα, σύμφωνα με τον οποίο το «δημόσιο κάλεσμα για την ανατροπή της εξουσίας ή την αλλαγή της κρατικής οργάνωσης» τιμωρείται με φυλάκιση έως και 5 χρόνια.
Η Λετονία αποτελεί τη χαρακτηριστικότερη περίπτωση, σύμφωνα με αναλυτές, χώρας που έχει αποκλείσει ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού της από τα κοινά και τις εκλογικές διαδικασίες, καθώς δεν τους επιτρέπει να λάβουν υπηκοότητα. Οι «μη πολίτες» -στην πλειονότητά τους ρωσόφωνοι- υπολογίζονται αυτή τη στιγμή σε περισσότερους από 250.000 στη Λετονία, ενώ πριν από μια δεκαετία υπολογίζονταν σε 350.000.
Η νομοθεσία στη Λετονία προβλέπει ότι για την απόκτηση της υπηκοότητας οι υποψήφιοι πρέπει να δώσουν εξετάσεις στη γλώσσα της χώρας, αλλά και να πληρούν μια σειρά από κριτήρια. Μπορούν να λάβουν την υπηκοότητα μόνον όσοι μπορούν να αποδείξουν ότι οι ίδιοι ή οι πρόγονοί τους ήταν πολίτες της Λετονίας πριν από τις 17 Ιουνίου 1940, ενώ αποκλείονται όσοι ανήκαν στο παρελθόν στο Κ.Κ. ή στο «Διεθνιστικό Μέτωπο».
Αντικειμενικά, σχεδόν 100.000 πολίτες αδυνατούν να λάβουν την υπηκοότητα, ενώ σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, δεν μπορούν να εξασκήσουν δεκάδες επαγγέλματα, με την πλειονότητα αυτών να εντοπίζονται στον δημόσιο τομέα.
Νίκος Σβέρκος
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών